Οπλισμένος ο Κινηματογράφος του ‘68, του Νέστορα Πουλάκου

τ.246, 27/06/2008

Συμπληρώθηκαν τα σαράντα χρόνια από τα γεγονότα και τις καταστάσεις που σημάδεψαν τον κόσμο, τον παρισινό Μάη του ‘68. Συζητήσεις, διαλέξεις, παραστάσεις, ολόκληρα φεστιβάλ στήθηκαν το μήνα που μας πέρασε, εξ αφορμής των εορτασμών, ώστε να θυμηθούμε τα δραματικά -εκείνα- περιστατικά και να αποφασίσουμε τι άλλαξε και τι δεν άλλαξε, τελικώς, στον κόσμο όλα αυτά τα χρόνια. Στο πλαίσιο των εορτασμών, οι Εκδόσεις Α/συνεχεια, έδωσαν το δικό τους στίγμα με δυο εξαιρετικού ενδιαφέροντος εκδοτικές προσπάθειες, εκ των οποίων η μία -αυτή που θα μας απασχολήσει δηλαδή- μιλά για το πώς επηρέασε αλλά και επηρεάστηκε ο Μάης του ‘68 μέσα από τον κινηματογράφο, εκείνη την τέχνη και εκείνο το μέσο που αποτελούσε και θα αποτελεί πάντα μοχλός τροφοδότησης κάθε επαναστατικής διεργασίας. Οι "Οπλισμένες Κάμερες" είναι ένα πολυσυλλεκτικό βιβλίο, βαθιά παγκοσμιοποιημένο (όχι με την οικονομική έννοια) και διεθνώς επεξεργασμένο, ώστε να προβάλει -μ’ έναν ανάγλυφο θα έλεγα τρόπο- εκείνους τους ανθρώπους κι εκείνες τις ομάδες, που έδειξαν ότι και διάθεση είχαν και πολλές ιδέες για να φέρουν τα πάνω – κάτω ή απλώς να προκαλέσουν τη δέουσα αναστάτωση. Στα τρία μέρη, που χωρίζεται το βιβλίο, διακρίνουμε τρεις θεματικές, ισάξιου ενδιαφέροντος, οι οποίες στέκονται μόνες τους με όλη την απαραίτητη σοβαρότητα της τέχνης όπου εκπροσωπούν. Τα κινηματογραφικά μανιφέστα των λατινοαμερικάνων σκηνοθετών, του Γκλάουμπερ Ρόσα από τη Βραζιλία, του Χούλιο Γκαρσία Εσπινόζα από την Κούβα καθώς και των Σολάνας και Τζετίνο, με το εξαίσιο κείμενο για τον "τρίτο κινηματογράφο" -μια πρόταση τομής στην 7η τέχνη- δίνουν ένα στίγμα, ότι ο επαναστατικός κινηματογράφος δεν γεννήθηκε ούτε έζησε στην Ευρώπη αλλά ευδοκίμησε και μεγαλούργησε στις κατεξοχήν επαναστατικές χώρες του κόσμου. Η προβολή της Ομάδας Τζίγκα Βερτώφ και η αναφορά στον "οπλαρχηγό" Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, άνθρωπο που πυροδότησε την κινηματογραφική επανάσταση στη Γαλλία του ‘60 (με οδηγό τα Cahiers du Cinema), μια ενότητα που δείχνει τον γαλλικό αναβρασμό, είναι μια επιλογή σωστά τεκμηριωμένη αλλά περιττή -κατά τη γνώμη μου- αναλογιζόμενοι τα μεταγενέστερα παραδείγματα αλλά και τα αποτελέσματα της κίνησης αυτής (η mainstream -αδόκιμος όρος- πορεία του Γκοντάρ δείχνει πολλά). Τέλος, η σφαιρική αποτίμηση της κινηματογραφικής πραγματικότητας της εποχής, με κείμενα για τις Η.Π.Α. (το πλέον δυνατό επαναστατικό (φοιτητικό) κίνημα της περιόδου), την Ιαπωνία (ο Ογκάβα προβάλλεται στα ελληνικά!) και την παλαιστινιακή εμπειρία, πάντα σε συνάρτηση όλα με το σινεμά και την τέχνη του σελιλόιντ, κάνει την προσπάθεια των μεταφραστών και του επιμελητή της έκδοσης Χρήστου Γιοβανόπουλου, να φαίνεται τόσο υπέρ-πλήρης ώστε κάθε τι άλλο θα ακούγονταν ως μιας ανώφελη φιλοφρόνηση.

Εκδόσεις τέτοιου είδους και τέτοιου ύφους πρέπει και θα πρέπει να υπάρχουν ή έστω να προετοιμάζονται για να κυκλοφορήσουν στο μέλλον. Το κινηματογραφικό παρελθόν ανά εποχή πρέπει να προβάλλεται με τρόπο όχι αβανταδόρικο αλλά ως μια σωστή θεώρηση τόσο της δράσης όσο και τους αποτελέσματος, το οποίο επέφερε και στο χώρο του αλλά και στην κοινωνία, εν γένει.

Νέστορας Ι. Πουλάκος, κριτικός κινηματογράφου