Η διερεύνηση της σχέσης των γυναικών με την πολιτική (σε όποια εκδοχή της) αποτελεί κεντρικό στοιχείο συγκρότησης τόσο του φεμινιστικού κινήματος όσο και της Αριστεράς τις τελευταίες δεκαετίες. Τα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτήν τη μάλλον προβληματική σχέση είναι πολλά και περίπλοκα, ενώ οι απαντήσεις που δίνονται σε αυτά είναι επίσης πολλές και διαφορετικές. Δεν θα ήταν υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι δεν βλέπουν όλες και όλοι την ίδια πραγματικότητα. Όμως η πραγματικότητα υπάρχει και επιμένει: οι γυναίκες μετέχουν στις πολιτικές οργανώσεις σχεδόν σε ίδιο αριθμό με τους άνδρες, αλλά δεν αναλαμβάνουν εξίσου συχνά υψηλές ιεραρχικά θέσεις, θέσεις εκπροσώπου, δηλαδή δεν αναλαμβάνουν θέσεις δημόσιας ευθύνης και εξουσίας. Αντίθετα, βρίσκονται σε "χαμηλότερα κλιμάκια", αναλαμβάνουν πολλή από την κουραστική και επαναλαμβανόμενη δουλειά των πολιτικών οργανώσεων (γραμματειακή εργασία, διορθώσεις κειμένων, τραπεζάκια για διακίνηση υλικών κ.λπ., κ.λπ.). Όπως συμβαίνει, δηλαδή, και στην υπόλοιπη ζωή…
Για να δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, στο τελευταίο συνέδριο του ΚΚΕ (το οποίο έχει εδώ και χρόνια μια γυναίκα στη θέση του Γενικού Γραμματέα), το 80,9% των συνέδρων ήταν άνδρες και μόλις το 19,1% ήταν γυναίκες. Οι ερμηνείες και οι προτεινόμενες λύσεις που δίνονται για αυτήν την προβληματική κατάσταση από όσους και όσες την αναγνωρίζουν ως προβληματική (γιατί δεν είναι αυτονόητα για όλες τις απόψεις τέτοια) μπορούν σχηματικά να περιγραφούν ως εξής:
α) η ανάδειξη σε θέσεις πολιτικής ευθύνης είναι θέμα ατομικών ικανοτήτων και ατομικών επιλογών και επομένως οι ικανές γυναίκες θα διακριθούν αν το θελήσουν. Πρόκειται για μια κλασική αστική ιδεολογικά αντίληψη, η οποία στις πιο αντιδραστικές εκδοχές της δεν θεωρεί την πολιτική κατάλληλη για τις γυναίκες, μιας και ο προορισμός τους φύσει είναι στην ιδιωτική σφαίρα.
β) η γυναικεία απελευθέρωση αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της κοινωνικής χειραφέτησης, και επομένως η ελλιπής συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στο υπάρχον σύστημα, αλλά μόνον σε μια άλλη κοινωνία με άλλες κοινωνικές και διαφυλετικές σχέσεις. Πρόκειται για μια κλασική αριστερή αντίληψη, η οποία σε ορισμένες εκδοχές της βλέπει με αρκετή καχυποψία τη φεμινιστική κριτική, γιατί θεωρεί ότι αυτή θέτει ζητήματα που είτε δεν είναι πρωτεύοντα (άλλες είναι οι κυρίαρχες αντιθέσεις), είτε λειτουργούν διαλυτικά για την ενότητα της οργάνωσης και φέρνουν εμπόδια στην πολιτική αποτελεσματικότητα.
Είναι, ωστόσο, αδιαμφισβήτητο, ότι η προώθηση των γυναικείων δικαιωμάτων (π.χ. δικαίωμα ψήφου) πραγματοποιήθηκε αρχικά από την Αριστερά και τη συμμετοχή της στα επαναστατικά κινήματα του 20ού αιώνα. Εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι σε οποιοδήποτε αυθεντικό επαναστατικό κίνημα του τελευταίου αιώνα οι γυναίκες συμμετείχαν ενεργά ξεπερνώντας τους παραδοσιακούς τους ρόλους.
γ) η πολιτική, η αριστερή εξίσου με την αστική, είναι εμποτισμένη από την κυρίαρχη πατριαρχική ιδεολογία και γι’ αυτό οι γυναίκες είναι αποκλεισμένες από αυτήν. Πρόκειται για τη φεμινιστική αντίληψη, η οποία σε προηγούμενες δεκαετίες και σε κάποιες από τις ακραίες εκδοχές της πρόβαλλε ως λύση τις ξεχωριστές οργανώσεις γυναικών (σεπαρατισμός). Η φεμινιστική κριτική έθεσε στο κέντρο της συζήτησης την αξία της προσωπικής ζωής και των προσωπικών σχέσεων και άσκησε οξύτατη κριτική στο πρότυπο του αγωνιστή, αριστερού άνδρα που αφοσιώνεται στην επαναστατική πολιτική, ενώ στο σπίτι απολαμβάνει μια γαλήνια οικογενειακή ζωή για την οποία φροντίζει η "συντρόφισσα" σύζυγός του.
Ένα τμήμα των φεμινιστριών που είχαν και παράλληλη εμπλοκή στις αριστερές οργανώσεις οδηγήθηκαν σε ένα πιο "λελογισμένο" αίτημα, την ποσόστωση της συμμετοχής γυναικών στα πολιτικά και κομματικά όργανα, αίτημα που κάποιες φορές ακολουθήθηκε από αριστερά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.
Ποιες, όμως, από τις παραπάνω απόψεις και προβληματισμούς συνεχίζουν να είναι ενεργές και να αφορούν τους ανθρώπους στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα; Τι σημαίνει ο φεμινισμός ή το αίτημα της ποσόστωσης για τις νέες γυναίκες και τους νέους άνδρες που έρχονται σε επαφή με τα κινήματα σε μια εποχή οξύτατης οικονομικής και πολιτικής κρίσης, στην οποία από τη μια ο κυρίαρχος λόγος υποστηρίζει ότι "η ισότητα των φύλων έχει επιτευχθεί", ενώ από την άλλη οι γυναίκες είναι από τα πρώτα θύματα της κρίσης; Ποια επιρροή μπορεί να έχει η κουλτούρα του γυναικείου κινήματος στις νέες πολιτικές συσσωματώσεις της Αριστεράς, όπου συναντιούνται άνθρωποι διαφορετικής πολιτικής καταγωγής και όπου η προβολή γυναικείων στελεχών αντιμετωπίζεται άλλοτε ως αναγκαίο κακό και άλλοτε ως πανάκεια; Πόσο μπορεί να ακουστεί η φωνή των γυναικών, όταν συχνά η ποσόστωση γίνεται ένας ακόμη τακτικισμός για όσους διαχειρίζονται την μικρο-εξουσία ενός κόμματος; Τα ερωτήματα δεν μπορεί παρά να απαντηθούν από την καθημερινή δράση μέσα στα κινήματα. Είναι όμως αναμφίβολο ότι οι αριστερές πολιτικές οργανώσεις είναι πια υποχρεωμένες να δημιουργούν δομές οργανικής ένταξης των γυναικών. Αυτό δεν μπορεί να ανατεθεί απλώς στους άνδρες, ούτε να περιοριστεί στη συγκρότηση των ψηφοδελτίων ή στην αντιπροσωπευτικότητα ενός προεδρείου (παρόλο που και σε συμβολικό επίπεδο χρειάζονται τομές). Κυρίως, όμως, υπάρχει ανάγκη το κίνημα και οι οργανώσεις του να λειτουργούν μορφωτικά και διαμορφωτικά για τα μέλη τους στην κατεύθυνση της άρνησης των παραδοσιακών φυλετικών καταμερισμών σε όλα τα επίπεδα τόσο της προσωπικής ζωής, όσο και της πολιτικής ένταξης.
Κι αυτό όχι γιατί κάθε γυναίκα ή όλες οι γυναίκες είναι εξ ορισμού προοδευτικές, αλλά γιατί στην πατριαρχική κοινωνία οι γυναίκες υφίστανται αποκλεισμούς από το δημόσιο χώρο και εγκλεισμούς στον ιδιωτικό. Η αναπαραγωγή αυτών των αποκλεισμών / εγκλεισμών δεν μπορεί να συγκροτεί πολιτικές που στοχεύουν στην κοινωνική χειραφέτηση.
Γιάννα Γιαννουλοπούλου