Χορεύοντας με ανοιχτές πληγές
Ηταινία του Ισραηλινού Άρι Φόλμαν ξεχωρίζει για πολλούς λόγους. Ένας είναι η επικαιρότητά της μετά τις τελευταίες εξελίξεις στη Γάζα. Ένας άλλος είναι η τεχνική της. Κι ένας τρίτος είναι ότι, αν και αναδύθηκε από το τελευταίο φεστιβάλ Καννών, αυτό έγινε όχι μέσω διακρίσεων αλλά με συστάσεις στόμα με στόμα.
Η ταινία, στηριγμένη σε βιογραφικά στοιχεία, αποτελεί την προσπάθεια του σκηνοθέτη να κατανοήσει τους εφιάλτες που του προκαλεί η καταπιεσμένη στο υποσυνείδητο τραυματική εμπειρία συμμετοχής του στον ισραηλινο-λιβανέζικο πόλεμο στα μέσα του ’80, με επίκεντρο τη σφαγή της Σάμπρα και Σατίλα. Καθώς τα κομμάτια του παζλ των γεγονότων αρχίζουν να έρχονται στο φως μέσα από μαρτυρίες συμπολεμιστών και αξιωματικών του, η προσωπική του αναζήτηση μετατρέπεται σε ένα ιστορικό δράμα. Το ξεκλείδωμα της μνήμης τον φέρνει σε σύγκρουση με τις κυρίαρχες αντιλήψεις, αφηγήσεις και επιλεκτικές σιωπές για τον πόλεμο, στηριγμένα στην ντε φάκτο παρουσίαση του Ισραήλ σαν του αιώνιου θύματος. Η ανάγκη άρνησης της παραδοχής του ρόλου του ως θύτη είναι η αιτία της μετατροπής του μεταπολεμικού τραύματος σε αμνησία, προσωπική, κοινωνική και εθνική, που συντηρεί και τροφοδοτεί τον εσωτερικευμένο φόβο ενός λαού μπρος στον πραγματικό του ρόλο κι ευθύνες.
Η τεχνική και αισθητική σύνθεση της ταινίας, αντλώντας από διάφορα είδη κινηματογραφικής έκφρασης, καταφέρνει να ανταποκριθεί στην ανάγκη κίνησης μέσα στους διαφορετικούς ιστορικούς και πνευματικούς χρόνους και τόπους, που συνθέτουν το πραγματικό "σκηνικό" της χωρίς να χάνει τη σαφήνειά της. Ακολουθώντας τη δομή του ντοκου-δράμα (ντοκιμαντέρ με δραματοποιημένα στοιχεία), οι συνεντεύξεις των εμπλεκόμενων προσώπων εναλλάσσονται με αναπαραστάσεις γεγονότων υπό τη μορφή των, συχνά εφιαλτικών, ονείρων του σκηνοθέτη. Κινηματογραφημένη αρχικά ψηφιακά μετατράπηκε στο στάδιο της επεξεργασίας σε animation (κινούμενο σχέδιο) δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στο μίγμα φαντασίας και ρεαλισμού που τη χαρακτηρίζει. Η υβριδική σύμμειξη κινούμενου σχεδίου-ντοκιμαντέρ υπαγορεύτηκε από την ανάγκη κατεργασίας ενός υλικού που κινούνταν ταυτόχρονα στον υπερρεαλιστικό χώρο του ονείρου και στη σκληρή πραγματικότητα των γεγονότων. Το αποτέλεσμα είναι μια σαγηνευτική ταινία που δεν κρύβει τις προθέσεις της και φέρνει το θεατή αντιμέτωπο με το πραγματικό, προσωπικό και κοινωνικό πρόβλημα του πρωταγωνιστή-σκηνοθέτη-Ισραηλινού.
Αν μπορεί να ασκηθεί μία κριτική στην ταινία είναι ότι, ενώ παρουσιάζει τις ευθύνες του Ισραήλ για τη στάση του στη σφαγή της Σάμπρα και Σατίλα, ταυτόχρονα, κύρια λόγω του υλικού των συνεντεύξεων, προσφέρει τη δικαιολογία της μη άμεσης συμμετοχής του ισραηλινού στρατού σε αυτή –αλλά απλώς της ανοχής του– και της μετάθεσης ευθυνών πάντα στους από πάνω, μιας και όλοι εκτελούσαν εντολές.
Αυτό όμως δεν είναι αρκετό για να ψέξει την αξία της ταινίας. Μέσα στις ανοιχτές πληγές μιας διαμάχης που μοιάζει αδιέξοδος φαύλος κύκλος για όσους ζουν μέσα σε αυτή, η ταινία και ο σκηνοθέτης παίρνουν σαφή θέση. Στα τελευταία πλάνα της ταινίας εγκαταλείπεται το animation και οι εικόνες επανακτούν τη φυσική τους μορφή. Εικόνες επικαίρων, καταγραφής της σφαγής στη Σάμπρα και Σατίλα. Με αυτό το τεχνικό τρικ ο σκηνοθέτης καθιστά τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες το πραγματικό ανθρώπινο υποκείμενο και το δράμα τους πρωταγωνιστή της ταινίας και της ιστορίας.
Η προσωπική του κάθαρση μέσω της επαναφοράς της μνήμης του, εκδηλωμένη από τη φυσικότητα των εικόνων, αναδύεται μέσα από την παραδοχή του ρόλου του στη σφαγή. Η αλλαγή οπτικής από θύμα σε θύτη τον απελευθερώνει από τους εφιάλτες του και αποτελεί μία σαφή έκκληση προς το ισραηλινό κράτος και την κοινωνία για παραδοχή της πραγματικότητας και αλλαγή της στάσης τους –και όσων το στηρίζουν– απέναντι στο παλαιστινιακό ζήτημα.
Χρήστος Γιοβανόπουλος