Το βράδυ της Τρίτης 24/2 το Στέκι Μεταναστών στα Εξάρχεια, δέχτηκε επίθεση με χειροβομβίδα κατά τη διάρκεια εκδήλωσης.
Η χειροβομβίδα πετάχτηκε σε παράθυρο της αίθουσας στην οποία εξελισσόταν εκδήλωση των αντιρρησιών συνείδησης, αναπήδησε στο διπλό τζάμι και έσκασε έξω από το κτήριο, στον πεζόδρομο της Τσαμαδού. Η επίθεση είχε στόχο τη δολοφονία πολλών από τους περίπου 40 ανθρώπους που παρευρίσκονταν στην εκδήλωση. Στο ίδιο κτήριο στεγάζονται και τα γραφεία του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, και αρκετός κόσμος βρισκόταν εκεί, ενώ ακριβώς απέναντι από το Στέκι Μεταναστών λειτουργεί καφέ, που ήταν γεμάτο.
Αμέσως μετά την επίθεση δεκάδες προοδευτικοί άνθρωποι πήγαν στο χώρο του Στεκιού για να τονίσουν την αλληλεγγύη τους, και έμειναν έκπληκτοι από την ισχύ της έκρηξης. Η χειροβομβίδα είχε εκραγεί πάνω σε μια ζαρντινιέρα από μπετόν, πάχους 10 πόντων, η οποία διαλύθηκε. Θραύσματα εκτινάχθηκαν σε μεγάλη ακτίνα και κατέστρεψαν την είσοδο πολυκατοικίας, ενώ από τύχη δεν πέτυχαν κάποιον περαστικό ή θαμώνα του καφέ. Αν η χειροβομβίδα δεν αναπηδούσε στο τζάμι, θα θρηνούσαμε πολλά θύματα. Αμέσως μετά την έκρηξη αυτόπτες μάρτυρες είδαν τους δράστες να επιβιβάζονται σε ένα σκούρο μπλε Ρενό Μεγκάν, και συγκράτησαν τον αριθμό κυκλοφορίας. Μετά ήρθε η αστυνομία και οι πυροτεχνουργοί, οι οποίοι αποφάνθηκαν ότι πρόκειται για χειροβομβίδα αμυντικού τύπου, σοβιετικής προέλευσης. Μετά από σχετική έρευνα για τις πινακίδες του αυτοκινήτου, βρέθηκε ότι είναι ακαταχώρητο – με ό,τι σημαίνει αυτό.
Την επόμενη μέρα δόθηκε συνέντευξη τύπου από το Δίκτυο και το Σύνδεσμο Αντιρρησιών Συνείδησης, με τη συμμετοχή δεκάδων συλλογικοτήτων. Μεταξύ τους, οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ και οι βουλευτές Π. Κοροβέσης και Τ. Κουράκης. Δεδομένου του χαρακτήρα του γεγονότος, η περίεργη απουσία των καναλιών προκάλεσε εντύπωση. Το απόγευμα έγινε στο Στέκι σύσκεψη όλων των συλλογικοτήτων που ενδιαφερόντουσαν να συζητήσουν πώς θα απαντηθεί η δολοφονική επίθεση. Η συμμετοχή ήταν τέτοια που αναγκαστικά μεταφέρθηκε στο Πολυτεχνείο. Αποφασίστηκε να γίνει την επόμενη κιόλας μέρα συγκέντρωση στα Εξάρχεια, και την Πέμπτη 5/3 διαδήλωση από τα Προπύλαια στο Σύνταγμα. Η συμμετοχή στη συγκέντρωση της 26/2 ξεπέρασε τα 1.500 άτομα, και έτσι έγινε και πορεία μέχρι το Σύνταγμα. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές πραγματοποιείται και η δεύτερη, επίσης μαζική διαδήλωση. Η ΚΟΕ, πέρα από τη συμμετοχή της σε όλες τις δράσεις, εξέδωσε άμεσα ανακοίνωση με την οποία εκφράζει την αλληλεγγύη της στους συντρόφους του Στεκιού και του Δικτύου. Η ανακοίνωση μεταφράστηκε και στάλθηκε και στο εξωτερικό.
Ν.Τ.
Δήλωση του Νίκου Γιαννόπουλου, μέλους του ΔΙΚΤΥΟΥ για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα
Η επίθεση ενάντια στο στέκι Μεταναστών είναι μια επίθεση φασιστική, δολοφονική. Είναι μια επίθεση που στόχευε στην πρόκληση θανάτων και όχι απλά στον εκφοβισμό. Από τα στοιχεία που προκύπτουν, τόσο από την έρευνα της αστυνομίας, όσο και από τη δική μας, είμαστε κατηγορηματικοί ότι αυτοί που επιτέθηκαν στο Στέκι Μεταναστών την περασμένη Τρίτη (24/2) το βράδυ ήθελαν να προκαλέσουν θανάτους. Η ίδια η φύση του κτιρίου της Τσαμαδού 13, από το οποίο, επί δεκαετίες, εκπορεύονται μία σειρά κινητοποιήσεις αντιεθνικιστικές, αντιρατσιστικές, αντικατασταλτικές, ενάντια στην τρομοϋστερία, αλληλεγγύης στους μετανάστες, σε διωκόμενους αγωνιστές και σε πολιτικούς κρατούμενους, αποτελεί κόκκινο πανί για όλο αυτό το ακροδεξιό, φασιστικό, παραστρατιωτικό εσμό. Όμως θεωρούμε ότι αυτή η επίθεση είναι και επίθεση εναντίον όλου του κινήματος της μαχόμενης αριστεράς και του ριζοσπαστικού χώρου, του αντιεξουσιαστικού και κινηματικού δυναμικού, το οποίο –ιδιαίτερα μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη– βγαίνει με πολύ μεγαλύτερη μαζικότητα, αυτοπεποίθηση και διάθεση να συνεχίσει. Η κυβέρνηση, το κράτος, το πολιτικό προσωπικό –συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ– είναι αρκετά πληγωμένα και αρκετά αγριεμένα. Θεωρούν, με το πρόσχημα της ασφάλειας και της "εξαρχειακής τρομοκρατίας", ότι μπορούν να εξασφαλίσουν τη συναίνεση όλων εκείνων που βιώνουν την ανασφάλεια των δικαιωμάτων τους από την κυβερνητική επίθεση ενάντια στο μισθό, το εισόδημα, τις εργασιακές συνθήκες, το ίδιο το δικαίωμα στη ζωή. Πιστεύουμε ότι η απάντησή μας πρέπει να είναι πλατιά, ενωτική, μαχητική. Μια απάντηση που να προσθέτει όλο το δυναμικό του Δεκέμβρη από όλους εκείνους που θέλουν να το εκχωρήσουν και να το κατακερματίσουν, να αναδεικνύει ότι όλος αυτός ο χώρος που πρωταγωνίστησε στο Δεκέμβρη είναι ένας χώρος που με τους αγώνες και την εξέγερση μπορεί να συντρίψει την καταστολή και τις χειροβομβίδες.
Δήλωση του Γιώργου Κοσμά, αυτόπτη μάρτυρα από τον αντιεξουσιαστικό χώρο
Πρόκειται για μία εξαιρετικά σοβαρή κι επικίνδυνη κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά το χτύπημα με χειροβομβίδα στο κτίριο της Τσαμαδού 13. Όλοι καταλαβαίνουμε τι σηματοδοτεί αυτός ο χώρος και πώς έχει κατά καιρούς μπει στο μάτι του κυκλώνα. Θεωρώ ότι πρόκειται για αναβαθμισμένη παρακρατική φασιστική βία, η οποία ξεπερνά κάθε όριο. Επιθέσεις παλαιότερα είχαμε και σε στέκια και σε γραφεία σωματείων και οργανώσεων και σε μετανάστες κ.λπ. Ας πούμε ότι επρόκειτο για γεγονότα "αντιληπτά" σε ένα πλαίσιο χαμηλής βίας, κυρίως ψυχοσυναισθηματικά και ψυχοδυναμικά. Τώρα έχουμε κάτι τελείως διαφορετικό. Είναι μία ιστορία της οποίας οι ρίζες δεν ξέρουμε πού φτάνουν. Το κίνημα πρέπει να τεθεί σ’ επιφυλακή για να αντιμετωπίσει μια κατάσταση που πάνε να δημιουργήσουν εν αγνοία του και εις βάρος του. Αυτό που διαπίστωσα, ως αυτόπτης μάρτυρας, ήταν το πόσο οργανωμένο ήταν το πράγμα. Δεν ήταν μια παρεΐτσα που "τα πήρε" μ’ αυτούς που τόσα έχουν κάνει για τους μετανάστες, για τους τρομοκράτες, τους ομοφυλόφιλους… ήταν αποφασισμένοι, οργανωμένοι και μάλιστα με ομάδες στήριξης. Μας περιέγραψαν οι γείτονες ότι πέρα απ’ αυτούς που τους περίμεναν με αυτοκίνητο, υπήρχε και δεύτερο αυτοκίνητο, υπήρχαν και δύο άλλα πρόσωπα που έφυγαν προς άλλες κατευθύνσεις. Των οποίων έχουμε και περιγραφή. Άρα όλο αυτό σημαίνει πως ήταν ένα κλιμάκιο ίσως εκπαιδευμένο, ίσως και κατευθυνόμενο, ίσως πολλά. Εδώ μπορούμε να δούμε πάρα πολλά πράγματα που διαμορφώνουν μία νέου είδους ποιότητα στο παρακράτος στην Ελλάδα σήμερα. Γιατί μέχρι τώρα ξέραμε το παρακράτος της Δεξιάς, το παρακράτος του παρελθόντος, του ’60 ή ’70, ή της Ιταλίας σε αντίστοιχα θέματα. Στην Ελλάδα δεν είχαμε τέτοιου "επιπέδου" ενέργειες.