Τροφή, Νερό και Καύσιμα: Τρία απαραίτητα στοιχεία της ζωής σε κίνδυνο
Οι ζαχαρωμένες σφαίρες της ελεύθερης αγοράς σκοτώνουν τα παιδιά μας. Πρόκειται για προμελετημένη δολοφονία. Είναι ενορχηστρωμένη ως ιδιότυπη, ξεπερασμένη μόδα στα κομπιούτερ διαπραγμάτευσης των χρηματιστηρίων της Νέας Υόρκης και του Σικάγου, όπου αποφασίζονται οι διεθνείς τιμές του ρυζιού, του σιταριού και του καλαμποκιού. Οι άνθρωποι σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου "φτωχοποιούνται" συστηματικά ως αποτέλεσμα των μηχανισμών της διεθνούς αγοράς. Ένας ελάχιστος αριθμός οικονομικών ινστιτούτων και πολυεθνικών μπορούν να καθορίζουν, μέσα από την αθέμιτη εκμετάλλευση της αγοράς, το όριο ποιότητας της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων.
Βρισκόμαστε στο σταυροδρόμι της πιο σοβαρής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης της σύγχρονης ιστορίας. Η διαδικασία της παγκόσμιας φτωχοποίησης που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 με την κρίση του χρέους έχει φτάσει σε οριακό σημείο, και οδηγεί πλέον στο ξέσπασμα λιμών σε στρατηγικές περιοχές του αναπτυσσόμενου κόσμου. Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που οδηγούν στην οικονομική κρίση: χρηματιστηριακές αγορές, υποχώρηση της παγκόσμιας παραγωγής, κατάρρευση του δημόσιου τομέα της οικονομίας, γρήγορη ανάπτυξη της κερδοφόρας "πολεμικής οικονομίας". Αυτό που σπάνια αναφέρεται στις αναλύσεις, είναι το πώς η παγκόσμια οικονομική αναδιάρθρωση βιαίως φαλκιδεύει τρία βασικά στοιχεία της ζωής: την τροφή, το νερό και τα καύσιμα. […]
Οι κυβερνήσεις τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες έχουν πλέον εγκαταλείψει τον ιστορικό τους ρόλο του ελέγχου με οικονομικά εργαλεία των μεταβλητών της οικονομίας και της διασφάλισης ενός μίνιμουμ επιπέδου διαβίωσης για τους πολίτες. Έτσι, σε πολλά σημεία του πλανήτη δημιουργήθηκαν κινήματα ενάντια στις απότομες διακυμάνσεις των τιμών των τροφίμων και της βενζίνης. Οι όροι υπήρξαν ιδιαίτερα κρίσιμοι σε Αϊτή, Νικαράγουα, Γουατεμάλα, Ινδία, Μπανγκλαντές. Στην Σομαλία δε, όπως και στην Αιθιοπία μόλις εφέτος, οι διακυμάνσεις στις τιμές των τροφίμων προκάλεσαν την έξαρση μαζικών λιμών στους κατοίκους.
Απελευθέρωση
Για να κατανοήσουμε την κρίση αυτής, πρέπει να εντρυφήσουμε σε συγκεκριμένους όρους. Όπως είπαμε, η παροχή τροφής, νερού και καυσίμων δεν φαίνεται να είναι πλέον το αντικείμενο κυβερνητικών ή διακυβερνητικών παρεμβάσεων με απώτερο σκοπό την ελάφρυνση της φτώχειας και την αποτροπή ξεσπάσματος λιμών. Η μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων καθορίζεται πίσω από τις κλειστές πόρτες των επιχειρηματικών συμβουλίων ως κομμάτι μιας κερδοφόρας ατζέντας. Και επειδή αυτοί οι ισχυροί παράγοντες δρουν φαινομενικά πίσω από αόρατους μηχανισμούς αγοράς, οι καταστρεπτικές κοινωνικές επιδράσεις από τη διακύμανση των τιμών των τροφίμων, του νερού και των καυσίμων εμφανίζονται ως αποτέλεσμα ελλιπούς ανεφοδιασμού της αγοράς και υψηλών σκοπιμοτήτων.
Η φύση της διεθνούς οικονομικής & κοινωνικής κρίσης
Σκοπίμως ασαφείς είναι και οι αναφορές των επίσημων ΜΜΕ, σύμφωνα με τις οποίες η διατροφική και η πετρελαϊκή κρίση είναι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών χειρισμών στην αξία των αγορών. Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι δεν είμαστε αντιμέτωποι με μεμονωμένες και διαχειρίσιμες επιμέρους κρίσεις, αλλά με μια παγκόσμια διαδικασία πλήρους οικονομικής και κοινωνικής αναδιάρθρωσης. Στην καρδιά της διατροφικής κρίσης βρίσκεται η ανεξέλεγκτη άνοδος των τιμών βασικών πρώτων υλών διατροφής που συνδέονται άμεσα με τη δραματική αύξηση των τιμών των καυσίμων. Την ίδια στιγμή, η τιμή του νερού –βασικού συστατικού για τη γεωργική και βιομηχανική παραγωγή, την κοινωνική διάρθρωση, τη δημόσια υγεία και την οικογενειακή κατανάλωση– έχει εκτιναχθεί βιαίως, ως αποτέλεσμα του διεθνούς καπιταλιστικού κινήματος για την ιδιωτικοποίηση των εναπομεινάντων φυσικών πόρων νερού.
Είμαστε αντιμέτωποι με μια σημαντική οικονομική και κοινωνική βίαιη ανακατάταξη, μια πρωτοφανή διεθνή κρίση, που χαρακτηρίζεται από την "τριγωνική" σχέση μεταξύ των αγαθών του νερού, των τροφίμων και των καυσίμων: τρεις θεμελιώδεις μεταβολές που, συνδυασμένες, επηρεάζουν την ουσία της ανθρώπινης βιωσιμότητας. Επιπλέον, γίνεται αισθητή μια παγκόσμια κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου, που θυμίζει συνθήκες πολέμου. Βέβαια, ο συνεχιζόμενος πόλεμος στη Μέση Ανατολή έχει άμεση σχέση με τον έλεγχο των αποθεμάτων πετρελαίου και νερού. Ποιοι είναι όμως οι διεθνείς "θιασώτες" που διαχειρίζονται εν κρυπτώ τις τύχες του κόσμου; Αυτοί είναι:
-
οι ενορχηστρωτές της Wall Street, των τραπεζών, των τιμών των κατοικιών, συμπεριλαμβανομένων των θεσμικών σπεκουλαδόρων που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών
-
οι βρετανοαμερικανικοί γίγαντες της πετρελαϊκής αγοράς, BP, Exxon-Mobil, Chevron-Texaco, Royal Dutch Shell
-
οι αγροτικές/βιοτεχνολογικές κοινοπραξίες, που έχουν αναλάβει τα "πνευματικά" δικαιώματα των εσόδων από τις καλλιέργειες σιτηρών. Είναι οι ίδιες εταιρείες που λυμαίνονται τα χρηματιστήρια εμπορευμάτων της Νέας Υόρκης και του Σικάγου
-
οι εταιρείες νερού (Suez, Veolia, Bechtel United Utilities), υπεύθυνες για την πολιτική ιδιωτικοποίησης των υδάτινων πόρων
-
η στρατιωτικοβιομηχανική κοινοπραξία ΗΠΑ-Βρετανίας (Lockheed Martin, Raytheon, Northrop Grunman, Boeing, General Dyna-mics, BAES κ.λπ.), τα συμφέροντα της οποίας βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με αυτά των πετρελαϊκών εταιριών και της Wall Street.
Η κρίση στην αγορά πετρελαίου
Η διευρυμένη κρίση που ζούμε στις μέρες μας ξεκίνησε λίγο-πολύ από το πετρέλαιο. Πρέπει να τονιστεί ότι η κίνηση των διεθνών τιμών του "μαύρου χρυσού" στις αγορές της Νέας Υόρκης και του Σικάγου, ουδεμία σχέση έχει με το πραγματικό κόστος παραγωγής-εξόρυξης του πετρελαίου. Η σπειροειδής διακύμανση των τιμών του αργού πετρελαίου δεν είναι αποτέλεσμα έλλειψής του. Έχει υπολογιστεί ότι η πραγματική τιμή του αργού ανά βαρέλι στη Μέση Ανατολή (εκεί βρίσκεται ο κύριος όγκος των παραγωγών κρατών) δεν ξεπερνά τα 15 δολάρια. Με υπολογισμούς Μαΐου 2008, προκύπτει επίσης πως το κόστος εξόρυξης πετρελαίου από τις πλατφόρμες της Alberta, στον Καναδά, βρίσκεται στα 30 δολάρια ανά βαρέλι. [..] Το ζήτημα είναι ότι τα καύσιμα εμπλέκονται με όλα τα μέσα μαζικής παραγωγής σε όλους τους ζωτικούς τομείς της κατασκευής, της γεωργίας και του τριτογενούς τομέα της οικονομίας, αυτού των υπηρεσιών. Η άναρχη διακύμανση των τιμών πετρελαίου έχει συντελέσει –σε αρκετά σημεία του πλανήτη– στην κατάρρευση δεκάδων χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αλλά και στην παράλληλη υποτίμηση και πλήρη "παράλυση" των καναλιών λειτουργίας του εσωτερικού και του διεθνούς εμπορίου. Η εκτίναξη του κόστους της βενζίνης στις αγορές λιανικής οδηγεί σε πλήρη διάλυση των τοπικών οικονομιών, σε αύξηση της συγκεντροποίησης της βιομηχανίας σε χέρια λίγων οικονομικά ισχυρών πολυεθνικών κ.λπ. Παράλληλα, η σπασμωδική διακύμανση των τιμών των καυσίμων επηρεάζει σημαντικά και τις εσωτερικές οικονομίες: τα δημόσια συστήματα μεταφορών, σχολεία και νοσοκομεία, τη βιομηχανία οδικών εμπορευματικών μεταφορών, διεθνούς ναυτιλίας, αεροπλοΐας, τουρισμού, ψυχαγωγίας και τις περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες.
Πληθωρισμός
Η άνοδος στις τιμές των καυσίμων προκαλεί απότομη άνοδο του πληθωρισμού, που οδηγεί στη συμπίεση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης και σε μια αναμενόμενη διεθνή υποχώρηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Από την κατάσταση αυτή έχουν επηρεαστεί όλες οι τάξεις, ακόμη και η μεσοαστική των ανεπτυγμένων κρατών του κόσμου. Ας κατανοηθεί πως οι βίαιες αυτές οικονομικοκοινωνικές ανακατατάξεις σε διεθνές επίπεδο είναι σκόπιμες. Πλέον, οι έως τώρα δημόσιες και κρατικές οικονομικές πολιτικές ελέγχονται σχεδόν απόλυτα από ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και οφέλη. Η αισχροκέρδεια στις αγορές δεν είναι αντικείμενο των ρυθμιστικών αρχών και πολιτικών. Η οικονομική ύφεση συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας μορφής πλούτου, ενδυναμώνοντας μια χούφτα πολυεθνικών εταιρειών εις βάρος των λαών όλου του κόσμου.
Σύμφωνα με τον Γουίλιαμ Ένγκνταλ: "Το 60% της τιμής των 128 δολαρίων ανά βαρέλι του πετρελαίου προέρχεται από την ακανόνιστη διαπραγμάτευση των συμβολαίων futures (μελλοντικής απόδοσης) από μεγάλα κεφάλαια, τράπεζες και οικονομικά γκρουπ που χρησιμοποιούν το χρηματιστήριο μελλοντικών αξιών του Λονδίνου (ICE) και το NYMEX της Νέας Υόρκης και επιλέγουν τη λύση των χρηματιστηριακών πράξεων στον ειδικό χρόνο των "πωλήσεων εκτός χρηματιστηρίου", ώστε να αποφεύγουν οποιονδήποτε έλεγχο. Οι αμερικανικοί κανονισμοί ορίων διαπραγμάτευσης που έχουν τεθεί από την Επιτροπή Διαπραγμάτευσης Μελλοντικών Συμβολαίων Εμπορευμάτων επιτρέπουν στους εκάστοτε κερδοσκόπους να αγοράζουν μελλοντικά συμβόλαια αργού πετρελαίου στην αγορά του NYMEX, πληρώνοντας μόλις το 6% της αξίας του συμβολαίου. Με τη σημερινή τιμή του αργού, που βρίσκεται στα 128 δολάρια ανά βαρέλι, αυτό σημαίνει πως όποιος αγόραζε futures καλούνταν να πληρώσει μόλις 8 δολάρια για κάθε βαρέλι πετρελαίου, ενώ τα υπόλοιπα 120 δολάρια τα "δανείζεται" εικονικά. Αυτό ωθεί τις τιμές σε εξαιρετικά υψηλά και μη ρεαλιστικά επίπεδα και αντισταθμίζει τις απώλειες των τραπεζών, δημιουργώντας μια σειρά από "καταστροφές" σε βάρος των λαών".
Μεταξύ των κύριων "παικτών" στην κερδοσκοπική αγορά διαπραγμάτευσης του αργού πετρελαίου συγκαταλέγονται οι Goldman Sachs, Morgan Stanley, British Petroleum, ο γαλλικός τραπεζικός κολοσσός Societe Generale, η Bank of America (η μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα) και η ελβετική Mercuria. Η BP ελέγχει το λονδρέζικο Διεθνές Χρηματιστήριο Πετρελαίου (IPE), το οποίο αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες αγορές διαπραγμάτευσης ενεργειακών "μελλοντικών αξιών" (futures) και μετοχών. Μεταξύ των δύο μεγαλύτερων μετόχων του IPE είναι οι Goldman Sachs και Morgan Stanley. Σύμφωνα με το γερμανικό Der Spiegel, η Morgan Stanley αποτελεί ένα από τα βασικά ιδρύματα που χειραγωγούν την αγορά IPE. Σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα Le Monde, η γαλλική Societe Generale, σε συνδυασμό με την Bank of America και την Deutsche Bank, έχουν εμπλακεί στην επί τούτου διάδοση φημών στην αγορά (μέσω εκθέσεων κ.λπ.) με σκοπό να ωθήσουν –τεχνητά– σε άνοδο τις τιμές του αργού πετρελαίου.
Σπειροειδείς τιμές τροφίμων
Η παγκόσμια διατροφική κρίση χαρακτηρίζεται από σημαντικές εκτινάξεις τιμών βασικών διατροφικών αγαθών, γεγονός που ωθεί σε λιμοκτονία και χρόνιες στερήσεις. Σύμφωνα με τον FAO (Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας), οι τιμές βασικών σιτηρών έχουν αυξηθεί κατά 88% από το Μάρτιο του 2007. Η τιμή του σιταριού έχει αυξηθεί κατά 181% τα τελευταία τρία χρόνια. Η τιμή του ρυζιού έχει αυξηθεί κατά 50% μόλις το τελευταίο τρίμηνο. Η τιμή του ρυζιού έχει τριπλασιαστεί σε διάστημα πενταετίας, από περίπου 600 δολάρια ο τόνος το 2003 σε περισσότερο από 1.800 δολάρια ο τόνος τον Μάιο του 2008. […] Οι αυξήσεις αυτές είναι καταστροφικές για περίπου 2,6 δισεκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, που διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας των 2 δολαρίων ημερησίως και ξοδεύουν το 60%-80% του εισοδήματος αυτού για διατροφικές ανάγκες. Οι κύριοι "παίκτες" που χειραγωγούν την αγορά σιτηρών παγκοσμίως είναι η Cargill και η ADM. Αυτοί οι δύο κολοσσοί ουσιαστικά ελέγχουν ένα τεράστιο μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς σιτηρών. Επίσης εμπλέκονται στις κερδοσκοπικές συναλλαγές τίτλων μελλοντικής αξίας (futures) και τίτλων όψεως (options) στις χρηματαγορές του NYMEX και του CBOT (Chicago Board of Trade). Όπως αναφέρεται στην ανάλυση του Greg Muttitt (Control Freaks, Cargill and ADM, The Ecologist, Μάρτιος 2001), "οι μεγαλύτεροι διαχειριστές των σοδειών της GM, οι Cargill, ADM και ο ανταγωνιστής τους Zen Noh, ελέγχουν μεταξύ τους το 81% του συνόλου των εξαγωγών αραβόσιτου και το 65% του συνόλου των εξαγωγών σόγιας παγκοσμίως".
(*) Ο Μισέλ Τσοσουντόφσκι είναι οικονομολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οτάβα (Καναδάς). Το παρόν κείμενο είναι αποσπάσματα άρθρου του, που δημοσιεύθηκε στις 5 Ιουνίου 2008 στο Global Research. Το πλήρες κείμενο θα δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος του περιοδικού "Διάπλους", που θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο 2008.