Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ, ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ, ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ, του Γ.Τόλιου

6 - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, τ.208-209, 15/12/2006

Η πορεία της ελληνικής οικονομίας: προβλήματα, αντιθέσεις, προοπτικές

του Γ.Τόλιου (*)

Με την κατάθεση του νέου κρατικού προϋπολογισμού 2007, τα ζητήματα τα οικονομικής πολιτικής ήλθαν με ιδιαίτερη ένταση στο προσκήνιο. Χρειάζεται ανάλυση των εξελίξεων για εκτίμηση των μελλοντικών προοπτικών και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της ταξικής πάλης, παράλληλα με την προβολή της εναλλακτικής πολιτικής της Αριστεράς.

Η κατάσταση της οικονομίας το 2006

Η ελληνική οικονομία, συνεχίζοντας την παράδοση της τελευταίας δεκαετίας, είχε και αυτό το χρόνο καλή σχετικά επίδοση. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε σταθερές τιμές αυξήθηκε από 3,7% το 2005 σε 3,8% το 2006, ενώ το ίδιο ποσοστό του 3,8% προβλέπεται το 2007. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ε.Ε. ήταν 1,4% και 2,6% και η πρόβλεψη για το 2007 είναι 2,1%. Οι σχετικά υψηλότεροι ρυθμοί του ΑΕΠ αξιοποιούνται από την κυβέρνηση ως απόδειξη «επιτυχούς οικονομικής πολιτικής», «ισχυρής οικονομίας» κ.ά.

Ωστόσο μια προσεκτικότερη ανάλυση τω δεδομένων αποκαλύπτει την ύπαρξη ευνοϊκών εξωγενών παραγόντων που η δράση τους εξαντλείται στο εγγύς μέλλον, ενώ η ανάπτυξη με βάση ενδογενή κριτήρια δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο δυναμισμό. Οι παράγοντες αυτοί αφορούν τα υπόλοιπα των κοινοτικών πόρων του Γ’ ΚΠΣ (τυπικά κλείνει το 2006 αλλά η απορρόφησή τους διατηρείται ως το 2008), καθώς και ο υψηλός δανεισμός δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (κυρίως νοικοκυριών προκειμένου να συγκρατήσουν το επίπεδο κατανάλωσης), που τροφοδοτεί τεχνητά υψηλότερη ζήτηση. Αυτό εξηγεί και το ρυθμό αύξησης των επενδύσεων το 2006 (8,8% – ιδιωτικές 9,6% και δημόσιες 10,4%), οι οποίες ωστόσο προβλέπεται να μειωθούν κατά 7,4% το 2007. Συνεπώς δεν δικαιώνονται συμπεράσματα για καλή πορεία της οικονομίας. Από την άλλη η εξέταση αποκλειστικά του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ, σε απόσπαση από τη σύνθεσή του και άλλους οικονομικούς δείκτες, συσκοτίζει την αληθινή κατάσταση της οικονομίας.

Ένταση των διακλαδικών δυσαναλογιών

Ειδικότερα στον αγροτικό τομέα, με την εφαρμογή της νέας κοινής αγροτικής πολιτικής (ΚΑΠ), έχουμε μείωση παραγωγής βασικών προϊόντων (βαμβάκι, καπνός, τεύτλα-ζάχαρη, σιτηρά κ.ά.), με αποτέλεσμα τη μείωση του αγροτικού εισοδήματος, το οποίο στη συνέχεια περικόπτεται από τη μείωση των επιδοτήσεων, το αυξημένο κόστος παραγωγής και το άνοιγμα της γνωστής ψαλίδας τιμών μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή. Η μεγάλη πλειοψηφία των μικρομεσαίων αγροτών βρίσκονται ήδη σε δεινή θέση που θα ενταθεί στην πορεία ως το 2013 οπότε και θα επανεξεταστεί η ΚΑΠ. Όσον αφορά τον τομέα της βιομηχανίας, ο πυρήνας της, η μεταποίηση, βρίσκεται την τελευταία πενταετία σε στασιμότητα (το μερίδιο στο ΑΕΠ ανέρχεται γύρω στο 11-12%). Διατηρεί την παραδοσιακή κλαδική δομή, οι κλάδοι νέων τεχνολογικών αποτελούν οριακό μέγεθος στην προστιθέμενη αξία, ενώ ο χώρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων συμπιέζεται, μαζί και ο κόσμος της εργασίας σε αυτές. Από τους υπόλοιπους τομείς της υλικής παραγωγής, οι κατασκευές παίζουν κάποιο ρόλο λόγω έργων σε εξέλιξη, ο τομέας της ενέργειας εμφανίζει μια κινητικότητα (ανανεώσιμες μορφές ενέργειας), όπως και ο τομέας τηλεπικοινωνιών (κινητή τηλεφωνία). Όλοι οι υπόλοιποι εντάσσονται στη σφαίρα των υπηρεσιών και το μερίδιό τους προσεγγίζει το 65% του ΑΕΠ (χρηματοπιστωτικές εργασίες, τουρισμός, μεταφορές, εστίαση, ψυχαγωγία κ.ά.), εντείνοντας τα χαρακτηριστικά «τριτογενοποίησης» της οικονομίας. Ακριβώς το μεγάλο μερίδιο των υπηρεσιών αποτελεί παράγοντα παραμόρφωσης (υπερεκτίμησης) του μεγέθους του ΑΕΠ, διότι προσμετράται και η τελική κατανάλωση εισοδήματος και όχι μόνο η δημιουργία του, όπως συμβαίνει κυρίως στην υλική παραγωγή. Κατά συνέπεια η ελληνική οικονομία ως σύνολο παρουσιάζει μεγάλες διακλαδικές δυσαναλογίες που κάνουν προβληματική την αυτοτελή της επιβίωση. Αυτό εκδηλώνεται ιδιαίτερα έντονα στον τομέα των διεθνών συναλλαγών, όπου το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια σχεδόν κατά 50%. Με βάση στα στοιχεία Ιανουαρίου-Αυγούστου, από -16.503 εκατ. ευρώ το 2004, ανήλθε σε -17.632 το 2005 και σε -23.138 εκατ. ευρώ το 2006, δείχνοντας ότι η «ισχυρή οικονομία» στηρίζεται στην ουσία σε πήλινα πόδια.

Πρωτογενής και δευτερογενής ανισοκατανομή εισοδήματος

Ωστόσο η θεώρηση των εξελίξεων δεν σταματά εδώ. Είναι ανάγκη να δούμε την πορεία και ορισμένων άλλων σημαντικών δεικτών για μια σαφέστερη εικόνα. Ειδικότερα από πλευράς πληθωρισμού, το ύψος του το 2005 ανήλθε σε 3,7% και το 2006 σε 3,4% (στην ευρωζώνη ήταν 2,2% και 2,2% αντίστοιχα), ενώ η ανεργία ανήλθε σε 10,4% το 2005 και σε 9,2% το 2006 (στην ευρωζώνη 8,6% και 8% αντίστοιχα). Στον τομέα των μισθών και κερδών, τα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής περιορίζουν σταθερά την αγοραστική δύναμη των μισθών και συντάξεων, ενισχύοντας αντίστοιχα τα κέρδη των επιχειρήσεων, κυρίως των μεγάλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι 83 εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης στο Χρηματιστήριο Αθήνας (γύρω στο 25% του συνόλου) συγκέντρωσαν το 2006 το 96% των κερδών όλων των εισηγμένων (6,4 δισ. ευρώ σε σύνολο 6,7 δισ.), αυξάνοντας τα κέρδη τους κατά 54%. Αντίθετα οι αυξήσεις για τους εργαζόμενους στο νέο χρόνο προβλέπεται ότι θα κινηθούν γύρω στο 3,3% (λιγότερο από το ύψος του πληθωρισμού και πολύ κάτω από τις ανατιμήσεις βασικών ειδών που φτάνουν από 5% και 7% έως και 10%). Παράλληλα με την αύξηση της φορολογίας, επέρχεται ευρύτερη δευτερογενής ανακατανομή εισοδήματος σε βάρος των εργαζόμενων. Οι έμμεσοι φόροι που πλήττουν τα λαϊκά στρώματα αυξάνονται κατά 8,8% (από 28,2 δισ. ευρώ σε 28,5 δισ.), η φορολογία φυσικών προσώπων 6,8% (από 9,1 σε 9,7 δισ.), ενώ των νομικών (Α.Ε., ΕΠΕ, κ.ά.) μόλις 2,7% (από 4,5 σε 4,6 δισ.), διευρύνοντας τις εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες.

Ιδιωτικοποιήσεις: πηγή πλουτισμού για ιδιώτες και πολυεθνικές

Η νεοφιλελεύθερη πολιτική διαμορφώνει ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για επιτάχυνση των διαδικασιών συσσώρευσης κεφαλαίου, ισχυροποίησης των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και στήριξης της διεθνικής τους επέκτασης. Βασικός μοχλός ενίσχυσης είναι η πολιτική ιδιωτικοποιήσεων και οι ποικίλες ευνοϊκές ρυθμίσεις. Ήδη στον τραπεζικό τομέα βιώνουμε τη μετάβαση από τα κρατικά στα ιδιωτικά τραπεζικά μονοπώλια, με ισχυροποίηση της θέσης των ξένων τραπεζικών ομίλων. Εκτός από τους τρεις μεγάλους ιδιωτικούς ομίλους (Alpha Bank, Eurobank και Πειραιώς), ο όμιλος της Εθνικής έχει σχεδόν μετατραπεί σε ιδιωτικό, ενώ αυτός της Εμπορικής εξαγοράστηκε από τη γαλλική Credit Agricole. Σε τροχιά ιδιωτικοποίησης βρίσκονται ο όμιλος  της Αγροτικής και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Η προκλητική κερδοφορία των τραπεζών (50-60% το χρόνο), είναι αποτέλεσμα αρνητικών επιτοκίων στις λαϊκές αποταμιεύσεις (κάτω του πληθωρισμού) και υψηλών επιτοκίων χορηγήσεων (καταναλωτικών δανείων και κρατικών δανείων).

Στο χώρο των δημοσίων επιχειρήσεων (ΔΕΚΟ), η νέα σχεδιαζόμενη πώληση 20% των μετοχών του ΟΤΕ θα περιορίσει τη συμμετοχή του Δημοσίου στο 18%, χάνοντας τη δυνατότητα άσκησης ρόλου. Το ίδιο προοιωνίζεται για τη ΔΕΗ, τα ΕΛΠΕ, τον ΟΛΠ και ΟΛΘ, την ΕΥΔΑΠ κ.ά. Από την άλλη, όλο και περισσότερο χρησιμοποιούνται τα ΣΔΙΤ (συνεργασία δημόσιου-ιδιωτικού) για παραχώρηση δημόσιων λειτουργιών στον ιδιωτικό τομέα. Η περίπτωση παραχώρησης του χώρου του Ασκληπιείου Βούλας για εκμετάλλευση στο ιδιωτικό θεραπευτήριο «Υγεία» (θυγατρική του χρηματοπιστωτικού ομίλου Marfin), δείχνει τη συνειδητή προσπάθεια της κυβέρνησης να διευκολύνει με κάθε τρόπο την κερδοσκοπική δράση του ιδιωτικού κεφαλαίου στην υγεία. Γι’ αυτό και κάθε χρόνο περιορίζει τις δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ (φέτος μόλις 2,7%) ενώ θα ‘πρεπε με βάση τις ανάγκες να τις διπλασιάσει.

Όλα για τη διεθνή επέκταση του ελληνικού κεφαλαίου

Οι ευνοϊκές ρυθμίσεις και η αυξημένη κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου αποτελούν όχημα για διεθνή επέκταση της δράσης του όχι μόνο στις βαλκανικές χώρες, αλλά ως τη μακρινή… Κίνα. Παρότι για ευνόητους λόγους δεν μπορούμε να παραθέσουμε αναλυτικά στοιχεία, θα περιοριστούμε σε ορισμένα, που συμπυκνώνουν τον τρόπο αξιοποίησης του πλούτου που απομυζούν από την ελληνική κοινωνία. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, στην περιοχή των Βαλκανίων λειτουργούν σήμερα 8.000-10.000 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων, στις οποίες αναλογεί 25-33% των συνολικών ξένων επενδύσεων και απασχολούν πάνω από 150.000 άτομα. Ιδιαίτερα στον τραπεζικό τομέα, το δίκτυο των ελληνικών τραπεζικών ομίλων στην περιοχή της Ν.Α. Ευρώπης υπερβαίνει τα 1.600 καταστήματα, από τα οποία προέρχεται το 20% των κερδών τους. Επίσης στη μακρινή Κίνα, η παρουσία ελληνικών επιχειρήσεων αυξάνει ραγδαία. Πάνω από 60 ελληνικοί όμιλοι διαθέτουν θυγατρικές εταιρείες με επενδύσεις που ξεπερνούν τα 200 εκατ. ευρώ. Ωστόσο οι καλύτεροι πελάτες των Κινέζων είναι οι Έλληνες εφοπλιστές, οι παραγγελίες των οποίων στα ναυπηγεία της Κίνας ανήλθαν το α’ εξάμηνο του 2006 σε 11,35 δισ. δολάρια (118 νέα πλοία αξίας 6,6 δισ. και 151 μεταχειρισμένα αξίας 4,75 δισ.), όπως και αντίστροφα οι Κινέζοι θεωρούνται οι καλύτεροι πελάτες των Ελλήνων εφοπλιστών για μεταφορά διεθνών φορτίων (καύσιμα, μεταλλεύματα, προϊόντα, κ.ά.).

Το συμπέρασμα που βγαίνει από την ως τώρα ανάλυση είναι ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική αποτελεί βασικό ταξικό εργαλείο για τις ανάγκες αναπαραγωγής και επέκτασης των συμφερόντων της ολιγαρχίας. Παρά τη μεγάλη σημασία του αγώνα για την υπεράσπιση βασικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζόμενων, είναι ταυτόχρονα πολύ σημαντικός ο αγώνας για τη συνολική ανατροπή αυτής της πολιτικής και των δυνάμεων που την προωθούν, για προώθηση μιας εναλλακτικής πολιτικής σε όφελος των δυνάμεων της εργασίας και των πραγματικών δημιουργών του υλικού και πνευματικού πλούτου της κοινωνίας.

(*) Οικονομολόγος-ερευνητής, μέλος Π.Γ. ΣΥΝ