Στρατηγική επιλογή η μετατροπή της χώρας σε εμπορομεσιτικό διαμετακομιστικό κέντρο
Τι δείχνουν οι αλλαγές στη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας
του Σπύρου Παναγιώτου
Η Ελλάδα είναι μια χώρα με ενδιάμεσο επίπεδο ανάπτυξης της οικονομίας της. Δεν ανήκει στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του G7 ή G8. Δεν ανήκει στις καθυστερημένες οικονομικά χώρες, όσον αφορά το βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων ή την ενσωμάτωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Την ίδια στιγμή δεν μπορεί να συγκριθεί με χώρες με υψηλό επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού (π.χ. Σουηδία, Ολλανδία, Ελβετία) που διατηρούν ισχυρά πολυκλαδικά μονοπωλιακά συγκροτήματα και κατέχουν σημαντικές θέσεις σε κομβικούς τομείς της παγκόσμιας οικονομίας.
Είναι μια χώρα καπιταλιστική με κύριο χαρακτηριστικό την πολύπλευρη εξάρτησή της (οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά) από το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο, κύρια το αμερικάνικο και το ευρωπαϊκό. Ο ενδιάμεσος χαρακτήρας της δεν σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με το ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών της δυνάμεων. Ιδιαίτερη σημασία για τον χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας έχει η διεθνοποίησή της, η ενσωμάτωσή της δηλαδή στην παγκόσμια οικονομία και κυρίως στη δυτικοευρωπαϊκή. Το τελευταίο διάστημα έχουν υπάρξει σημαντικές ρυθμίσεις στο επίπεδο των θεσμών και της νομοθεσίας και παράλληλα έχει επιταχυνθεί η ανάπτυξη των υποδομών (οδικοί άξονες, αεροδρόμια, λιμάνια, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές, τουριστικές υποδομές κ.λπ.) που της επιτρέπουν να αποκτά ρόλο στις δυτικοευρωπαϊκές εξελίξεις. Την ίδια στιγμή, παρά το γεγονός ότι δεν απέκτησε ποτέ ισχυρή βιομηχανία, έχει προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό η εμπέδωση των καπιταλιστικών σχέσεων που την καθιστά σχετικά αποτελεσματική.
Αν εξετάσουμε το βαθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, παρά τους σημαντικούς περιορισμούς, με βάση το ΑΕΠ παρατηρούμε ότι το τελευταία 4-5 χρόνια καταγράφεται μια σημαντική ανάπτυξη, τουλάχιστον στους αριθμούς.
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας, με στοιχεία του 2004, διαμορφώθηκε στα 164,4 δισ. ευρώ και το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν το 2003 έφτασε τα 15.659 δολάρια ΗΠΑ (σε τρέχουσες τιμές και ισοτιμίες). Σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες για τα δύο αυτά ενδεικτικά μεγέθη έχουμε τα δεδομένα που φαίνονται στον πίνακα 1.
Πίνακας 1: Διαμόρφωση ΑΕΠ και κατά κεφαλήν ΑΕΠ για ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες |
||
Χώρα |
ΑΕΠ (σε δις €) |
Κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε $) |
Γερμανία |
2185 |
29100 |
Αγγλία |
1704 |
30200 |
Γαλλία |
1602 |
28600 |
Ισπανία |
791,6 |
20500 |
Αυστρία |
231,7 |
31300 |
Ολλανδία |
463,8 |
31500 |
Ιταλία |
1348 |
25300 |
Σουηδία |
277 |
33700 |
Πορτογαλία |
135,1 |
14100 |
Και από αυτά τα στοιχεία γίνεται, ως ένα βαθμό, φανερή η απόσταση που χωρίζει τη χώρα από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικά δυνάμεις της Ε.Ε.
Αλλαγές στη διάρθρωση της οικονομίας
Στη διάρκεια των τελευταίων 25-30 χρόνων συντελέστηκαν στην Ελλάδα σημαντικές ανακατατάξεις στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Οι περισσότερες από αυτές είναι άμεση αντανάκλαση των αλλαγών και τροποποιήσεων που έγιναν στον παγκόσμιο χώρο και ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή μας – Ανατολική Ευρώπη, Βαλκάνια, Μέση Ανατολή. Είναι αδύνατο να κατανοηθούν οι τρέχουσες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις χωρίς να επισημανθούν αυτές οι γεωπολιτικές αλλαγές, η σχετική υποβάθμιση της θέσης και κατά συνέπεια του ρόλου της χώρας στη διεθνή σκηνή.
Σημαία των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων τα τελευταία 25-30 χρόνια στάθηκαν ο ευρωπαϊσμός, ο εκσυγχρονισμός και πιο πρόσφατα οι «μεταρρυθμίσεις». Πρόκειται για έννοιες και πολιτικές πρακτικές που κινούνται στην ίδια κατεύθυνση. Η κάθε μια αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης σε μια σταθερή και ενιαία αντιλαϊκή κατεύθυνση. Με αυτά τα όπλα έγινε δυνατή η απόσπαση μιας ορισμένης κοινωνικής και κυρίως πολιτικής συναίνεσης με ολόκληρο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων, που επέτρεψε την επιτάχυνση οικονομικών και πολιτικών αναδιαρθρώσεων και την προσαρμογή της χώρας στα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού. Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής είναι σημαντικές σε βάρος δικαιωμάτων και κατακτήσεων του κόσμου της δουλειάς.
Μια εικόνα των αλλαγών που συντελέστηκαν στην ελληνική οικονομία δίνει η εξέλιξη της διάρθρωσης του ΑΕΠ. Ο πίνακας 2 είναι χαρακτηριστικός καθώς δείχνει την υποχώρηση, ως ποσοστό του ΑΕΠ, της γεωργικής και βιομηχανικής παραγωγής και την αύξηση του λεγόμενου τριτογενούς τομέα.
Πίνακας 2: ΑΕΠ κατά τομείς δραστηριότητας (%) |
|||
Έτος |
Γεωργία |
Βιομηχανία |
Υπηρεσίες |
1980 |
15,46 |
30,4 |
56,77 |
1990 |
10,7 |
27,6 |
64,29 |
1998 |
7,3 |
23,28 |
67,03 |
Από τον πίνακα 2 γίνεται φανερό ότι ανάμεσα στα χρόνια 1980-1998 η γεωργική παραγωγή σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ συρρικνώθηκε από το 15,46% στο 7,3%. Αντίστοιχα, το ίδιο διάστημα, η βιομηχανία στο σύνολό της συμμετέχει από το 30,4% στο 23,28% στο ΑΕΠ. Η ελληνική βιομηχανία δημιουργεί μόνο το 15,5% της συνολικής προστιθέμενης αξίας και το 17,5% της απασχόλησης.
Οι εξελίξεις αυτές που δυναμώνουν τα τελευταία χρόνια δικαιολογημένα θέτουν σε αμφισβήτηση τη σταθερότητα της ανάπτυξης που καταγράφεται στα χαρτιά. Γιατί η αύξηση του ΑΕΠ σχετίζεται άμεσα με την εισροή κεφαλαίων από τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις και τη σημαντική αύξηση της εγχώριας ζήτησης, που ατμομηχανή της αποτέλεσε η Ολυμπιάδα και τα μεγάλα έργα που βρίσκονται ακόμα σε εξέλιξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ιδιωτική κατανάλωση, που σημειώνει και αυτή αυξητικές τάσεις, στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στον τραπεζικό δανεισμό, η μεγέθυνση του οποίου τροφοδοτεί αστάθειες του οικονομικού συστήματος με απρόβλεπτες συνέπειες την ίδια στιγμή που το χρέος της χώρας παραμένει σταθερά πάνω από το 105% του ΑΕΠ.
Η αύξηση του ΑΕΠ των τελευταίων χρόνων συντελείται σε μια περίοδο πλήρους αποδιοργάνωσης της παραγωγικής μηχανής της χώρας όπως καταγράφεται με την εκτεταμένη αποβιομηχάνιση και την ανατίναξη της γεωργικής παραγωγής με κύριο θύμα τη μικρή και μεσαία αγροτική παραγωγή. Στο γεωργικό τομέα έχουμε συρρίκνωση του αριθμού των απασχολουμένων στην γεωργία, μείωση του γεωργικού εισοδήματος, κυρίως των μικρών και μεσαίων παραγωγών, σημαντική αύξηση των εισαγωγών γεωργικών προϊόντων από τρίτες χώρες με αποτέλεσμα την αύξηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων.
Στη βιομηχανία, το ένα τέταρτο της προστιθέμενης αξίας της μεταποίησης προέρχεται από τον κλάδο τροφίμων και ποτών, δηλαδή από τα βασικά διατροφικά αγαθά που πρέπει να καταναλωθούν. Το 12% προέρχεται από την κλωστοϋφαντουργία, που βρίσκεται ταυτόχρονα σε μακρόχρονη κρίση. Αντιθέτως, τείνει στο μηδέν (0,05%) η αξία του κλάδου ηλεκτρονικών υπολογιστών, αλλά και ιατρικών οργάνων (0,28%) και οχημάτων (0,46%) ενώ πολύ μικρή είναι η συμμετοχή των ραδιοτηλεοπτικών συσκευών (2%) και των ηλεκτρικών μηχανών (2%). Στην Ελλάδα, οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας παράγουν μόλις το 8,8% της συνολικής προστιθέμενης αξίας έναντι του 23,3% στην Ε.Ε. Δημιουργούν επίσης το 7,6% των θέσεων απασχόλησης έναντι του 18,2% στην Ε.Ε. Την ίδια στιγμή που οι ιρλανδικές εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας φτάνουν στο 46,77% του συνόλου, στην Ελλάδα μετά βίας καλύπτουν το 9,6% των εξαγωγών.
Με βάση αυτές τις εξελίξεις δεν είναι παράδοξο που οι εξωτερικές συναλλαγές της χώρας συνεισφέρουν αρνητικά στην αύξηση του ΑΕΠ σαν το συνδυασμένο αποτέλεσμα της μείωσης της βιομηχανικής παραγωγής που οδηγεί σε εκτεταμένες εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων αλλά και της μικρής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (πολιτική σκληρής δραχμής στο παρελθόν, ακριβό ευρώ τώρα κ.λπ.).
Ανάπτυξη τριτογενούς τομέα
Αν η ανατίναξη της γεωργικής παραγωγής και η αποβιομηχάνιση αποτελούν τη μια πλευρά, η μεγέθυνση των υπηρεσιών αποτελεί την κύρια τάση των τελευταίων δεκαετιών.
Στρατηγική επιλογή του αστισμού αποτελεί η μετατροπή της χώρας σε ένα μεγάλο εμπορομεσιτικό διαμετακομιστικό κέντρο και σε κέντρο υποδοχής τουρισμού και υπηρεσιών κυρίως προς τα Βαλκάνια, τις χώρες της Α. Ευρώπης και της Μ. Ανατολής. Η κατασκευή των υποδομών που γνωρίζουμε το τελευταίο διάστημα, οι μεγάλες οδικές αρτηρίες, τα αεροδρόμια, οι επεκτάσεις των λιμανιών, οι επενδύσεις σε μεγάλες τουριστικές μονάδες, η συμμετοχή σε ενεργειακούς κόμβους κ.λπ. αυτό το στόχο υπηρετούν. Από κοντά εξελίσσεται και το έργο αναδιάταξης του τραπεζικού τομέα με συγχωνεύσεις και εξαγορές αλλά και με μια εξόρμηση προς τη Βαλκανική και γειτονικές χώρες, πάντα κάτω από την καθοδήγηση των ξένων κεφαλαίων που σταδιακά κυριαρχούν στη μετοχική τους σύνθεση.
Αυτοί οι τομείς, που αποτελούν το λεγόμενο δυναμικό κομμάτι της «ισχυρής Ελλάδας», παρουσιάζουν την πιο ισχυρή ανάπτυξη το τελευταίο διάστημα. Σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις που προωθήθηκαν το τελευταίο διάστημα και αφορούν τις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό είτε ακόμα μέτρα απελευθέρωσης της αγοράς στην ιδιωτική πρωτοβουλία σχετίζονται με το τομέα των υπηρεσιών. Κεντρική όμως σημασία έχει το γεγονός ότι ο τομέας των υπηρεσιών ελέγχεται άμεσα από το διεθνές κεφάλαιο όσον αφορά τα κεφάλαια και το δανεισμό ή τη μετοχική σύνθεση των επιχειρήσεων. Αλλά ακόμα από αντίστοιχες μονοπωλιακές εταιρείες ελέγχεται η τεχνογνωσία, η έρευνα, οι αναγκαίες πρώτες ύλες κ.λπ. Πάνω σε αυτή τη βάση δημιουργούνται υπεργολαβικές σχέσεις με ελληνικές εταιρείες ή ακόμα και δημιουργούνται εταιρείες στη βάση της αντιπροσώπευσης. Έτσι ο ελληνικός αστισμός και ιδιαίτερα το δυναμικό του κομμάτι παίζει το ρόλο «πιονιέρου» στις νέες αγορές που διαμορφώνονται στην περιοχή, ανοίγοντας το δρόμο και αναλαμβάνοντας ρίσκα για λογαριασμό τρίτων. Πρόκειται για ένα σχέδιο σημαντικό που όμως εκδηλώνεται σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης συντονισμένης στα βασικά ιμπεριαλιστικά κέντρα αλλά και έντονων ανακατατάξεων στη περιοχή «ευθύνης» του ελληνικού αστισμού και οξύτατων αντιπαραθέσεων ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η αποδυνάμωση του ελληνικού αστισμού, η απώλεια συγκριτικών πλεονεκτημάτων του παρελθόντος και η εξόφθαλμη εθελοδουλία του τον καθιστούν αποδυναμωμένο παίκτη στην περιοχή με απρόβλεπτες συνέπειες.