Φταίει ο τρόπος που καταναλώνουμε ή που παράγουν;
του Γιώργου Τσίπρα
Υποπροϊόν της νέας κουλτούρας που έφερε από τη δεκαετία του ’70 το εναλλακτικό και αργότερα οικολογικό κίνημα έχει διαδοθεί –με τη βοήθεια του κράτους– μια αντίληψη, που με ένα ρηχό τρόπο, ρίχνει το φταίξιμο για την οικολογική υποβάθμιση, κατά κύριο λόγο, στον καθένα από μας. Όλοι φταίμε! Και οι κυβερνήσεις, βέβαια, αλλά και οι απλοί άνθρωποι. Ορισμένοι το θεωρητικοποιούν στον τρόπο κατανάλωσης και σε πλευρές του τρόπου ζωής. Τα παραδείγματα πολλά. Από αυτόν που παίρνει το αυτοκίνητο για τριακόσια μέτρα που απέχει το περίπτερο μέχρι εκείνον που αδιαφορεί για τα απορρίμματα και απόβλητα ή τους κάδους ανακύκλωσης. Στις ΗΠΑ, έχει αποκτήσει διαστάσεις η αγορά «ατομικής οικολογίας» (ηλιακοί συλλέκτες, φωτοβολταϊκά, υβριδικά αυτοκίνητα κ.λπ.), ενώ τα –πανάκριβα– βιολογικά και οικολογικά προϊόντα γνωρίζουν ιδιαίτερη άνθηση σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο ως μορφή άμυνας, και για ορισμένους ως συνειδητή επιλογή. Και η Μαντόνα, δικαίως, έφαγε κράξιμο στη συναυλία του Λονδίνου, όπου τραγούδησε, γιατί με τις μετακινήσεις και τον τρόπο ζωής της καταναλώνει, λέει, εκατό φορές περισσότερη ενέργεια από το μέσο δυτικό άνθρωπο.
Λοιπόν, ας παραδεχτούμε πως όλοι φταίμε. Το ερώτημα παραμένει. Και επειδή «ο τρόπος που παράγουν» υπονοεί επιχειρήσεις, πολυεθνικές, κράτη κ.λπ., που θυμίζουν μαρξισμό, ας το θέσουμε ελαφρώς διαφορετικά. Φταίει ο τρόπος που καταναλώνουμε ή ο τρόπος που παράγουμε; Εδώ τα πράγματα σφίγγουν. Τον πόλεμο και τα όπλα δεν τα καταναλώνουμε εμείς όλοι. Τις ρυπογόνες βιομηχανίες, επίσης. Τα ενεργοβόρα κτίρια. Την τσιμεντοποίηση. Το κάψιμο των δασών. Ο κατάλογος είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ αυτά που «καταναλώνουμε». Ότι είναι ο τρόπος παραγωγής που καθορίζει στο μεγαλύτερο βαθμό τον τρόπο κατανάλωσης ήταν μεγάλη ανακάλυψη στην εποχή του Μαρξ, αλλά απλώς οφθαλμοφανής αλήθεια πλέον σήμερα, ακόμη και για τους αδαείς. Το αντίθετο δεν το υποστηρίζουν πια ούτε οι σοβαροί από τους αστούς οικονομολόγους. Μόνο για το αυτοκίνητο έχουν υπάρξει δεκάδες εργασίες που αποδείχνουν με ποιον τρόπο οι αυτοκινητοβιομηχανίες καθόρισαν όχι μόνο το μέσο μεταφοράς αλλά μια σειρά επιλογές, από τις τεράστιες κρατικές επενδύσεις σε αυτοκινητόδρομους μέχρι τη χωροταξική διαμόρφωση. Δηλαδή, καθόρισαν την «κατανάλωση» μιας σειράς πραγμάτων. Άρα, η συζήτηση σκόπιμα δεν πάει στον τρόπο και το κίνητρο της παραγωγής, το κέρδος σαν βάση των πάντων, και την αναπαραγωγή μιας κυρίαρχης τάξης. Ακούγεται ίσως «παλαβό», αλλά είναι γεγονός πως πολλοί άνθρωποι εδώ στην Ελλάδα που ακολουθούν τίμια το «όλοι φταίμε» δεν γνωρίζουν παρά ελάχιστα ή τίποτα για το άρθρο 24!
Ο ριζοσπαστισμός του οικολογικού κινήματος τη δεκαετία του ’80 και μέχρι σήμερα έχει αναμφισβήτητα το ενδιαφέρον του. Σε θεωρητικό επίπεδο, βέβαια, το εναλλακτικό κίνημα ή, για την ακρίβεια, ορισμένες συνιστώσες του τα είχαν βάλει με την παράδοση του Διαφωτισμού για κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση και, παίρνοντας φόρα, καταφέρθηκαν επίσης ενάντια στο προμηθεϊκό πνεύμα του Μαρξ και του μαρξισμού. Θεωρούσαν, επίσης, τον «οικονομισμό» της εργατοκεντρικής θεώρησης του μαρξισμού μια εγγενώς παραγωγίστικη αντίληψη, αντίστοιχη του αστικού πολιτισμού, άρα εγγενώς αντι-οικολογική. Κρίνοντας, βέβαια, μονάχα από διάφορα «κομμουνιστικά» κόμματα και τους «σοσιαλισμούς» που έβλεπαν τότε γύρω τους, δεν είχαν άδικο.
Ωστόσο, οι αντιλήψεις εκείνες, διανύοντας μια πορεία, έδωσαν τροφή σε αυτό ενάντια στο οποίο καταφέρονταν, σε μια πολύ χειρότερη μορφή, τον οικολογικό οικονομισμό. Αποτυγχάνοντας να δώσουν μαζική υπόσταση στα ουτοπικά προτάγματα αυτονομίας εντός του καπιταλισμού, στράφηκαν στη συνδιαλλαγή μαζί του, και τη μόνη γλώσσα που καταλάβαινε ο δεύτερος, την οικονομικοποίηση του οικολογικού κόστους και την εμπορευματοποίηση του περιβαλλοντικού προβλήματος. Σε πολιτικό επίπεδο, η συνεργασία με τα αστικά κόμματα, υπουργοποιήσεις κ.λπ. αποδείχτηκε εύκολη υπόθεση.
Στο σύγχρονο «οικολογικά ορθό» σαν τρόπο ζωής και σκέψης –ανάλογο του πολιτικά ορθού– ο οικονομισμός αυτός συνυπάρχει κατά παράδοξο τρόπο με την παλιά εκείνη κριτική στην Αριστερά και απολήγει στην αποφυγή κάθε αμφισβήτησης του κυρίαρχου παραγωγικού μοντέλου και του καπιταλισμού. Επιπλέον, αν δεν ενθουσιάζεται από πρωτοβουλίες του τύπου Αλ Γκορ ή τις πρόσφατες «οικολογικές» εξαγγελίες της ΕΕ, συνδιαλέγεται σε κάθε περίπτωση με πλευρές του ιμπεριαλιστικού και αστικού περιβαλλοντισμού. Ο τελευταίος δεν θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί χωρίς τη συνδιαλλαγή με συνιστώσες του οικολογικού οικονομισμού.
Ο καπιταλισμός, γενικά και οι εκπρόσωποί του, «περιβαλλοντιστές» και μη, απωθεί όπως ο διάολος το λιβάνι ένα κυρίως πράγμα: να τεθεί στο στόχαστρο από τους δυσαρεστημένους των πολιτικών του και των επιπτώσεών τους ο τρόπος που παράγει. Κριτήριο του οικολογικού οικονομισμού και της φιλοσοφίας του «οικολογικά ορθού» είναι το οικονομικά ενσωματώσιμο κάθε αιτήματος. Αναλαμβάνει, δηλαδή, πριν από τον ίδιο τον καπιταλισμό να απορρίψει τα μη ενσωματώσιμα και άρα μη «ρεαλιστικά» αιτήματα. Μόνο που είναι από αυτά, ακριβώς, τα αιτήματα που οι πολιτικές της οικολογικής καταστροφής μπορούν να υποστούν πραγματικές, «ρεαλιστικές» ήττες. Όσο η εμμονή σε έναν εναλλακτικό, ατομικό τρόπο κατανάλωσης και ζωής δε συνδέεται με την αμφισβήτηση του κυρίαρχου παραγωγικού μοντέλου, θα παραμένει μια ακίνδυνη στάση για τους πραγματικούς δολοφόνους της φύσης. Η εμφάνιση και ριζοσπαστικοποίηση μιας νέας γενιάς «αδιάλλακτων» περιβαλλοντικών κινήσεων μέσα στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα είναι μια ελπίδα. Και ευκαιρία να ξανανοίξει με καλύτερους όρους απ’ ό,τι στη δεκαετία του ’70 μια συζήτηση για το παραγωγικό μοντέλο που έχουμε ανάγκη ο καθένας μας και όλη η ανθρωπότητα.