Mερικές αλήθειες για το ασφαλιστικό – μέρος 3ο
Για την ενότητα στην πράξη
της Μαρίας Γασπαρινάτου
Έχουμε ξαναπεί πολλές φορές ότι απαραίτητος όρος για να υπάρξει ένα ελπιδοφόρο κίνημα ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό είναι η μεγαλύτερη δυνατή ενότητα. Πράγμα με το οποίο φαινομενικά όλοι συμφωνούν, αλλά στην πράξη ποτέ δεν εφαρμόζεται και συχνά σαμποτάρεται. Oι διαχωρισμοί που προκύπτουν είναι δύο ειδών. Aφενός, οι διαχωρισμοί στο εσωτερικό της Αριστεράς, που προβάλλουν πίσω από τα «τείχη» των διαφορετικών προγραμμάτων και προτάσεων και, αφετέρου, οι διαχωρισμοί που δημιουργούνται ανάμεσα σε παλιούς και νέους εργαζόμενους και βοηθούν να περάσουν εύκολα και αναίμακτα τα όποια μέτρα.
Στην πρώτη περίπτωση, εμφανίζεται η Αριστερά να πρέπει να συμφωνήσει στο πρόγραμμα που έχει για την επανάσταση, προκειμένου να συμπράξει σε οποιοδήποτε ζήτημα. Όμως τις περισσότερες φορές, τα πράγματα είναι πιο απλά και κυρίως πιο επείγοντα. Πιο απλά, γιατί, στην προκειμένη περίπτωση, το ζήτημα της κοινωνικής ασφάλισης δεν αφορά μόνο μια ομάδα εργαζομένων ή μόνο τους εργαζόμενους, αλλά αφορά όλη την κοινωνία. Πέρα από το ύψος των συντάξεων και τα όρια ηλικίας, που βαίνουν προς χειροτέρευση, η ουσιαστική διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης σημαίνει μια κοινωνία όπου οι νόμοι της αγοράς –ή αλλιώς της ζούγκλας– ορίζουν την ίδια τη ζωή και των σημερινών και των επόμενων γενεών. Tο θέμα, δηλαδή, που αφορά τους πάντες είναι καταρχήν αν η κοινωνική ασφάλιση θα συνεχίσει να είναι κοινωνική, αν θα συνεχίσει να υπάρχει. Tο πρόβλημα μπορεί να το αντιληφτεί ο καθένας, αρκεί κάποιος να το πει, κι αυτός πρέπει πρώτα απ’ όλα να είναι η Αριστερά. Aυτή τη στιγμή, μοιάζει να μη γίνεται αντιληπτή αυτή η απλή διαπίστωση, και ενώ όλοι στα λόγια μπορούν να συμφωνήσουν ότι το κρίσιμο ζήτημα είναι η υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης, πρακτικά είτε αναμένουμε τις εθιμοτυπικές κινήσεις των σωματείων για να παρέμβουμε εκεί είτε διαχωριζόμαστε εξ αρχής από αυτούς που δεν συμφωνούν μαζί μας στα επιμέρους και άρα είναι συμβιβασμένοι κ.λπ., δηλαδή απ’ όλους.
H μία ή η άλλη στάση, κατά τη γνώμη μας, καθορίζεται από ένα και μοναδικό πράγμα: από το αν κατανοούμε ή όχι, ότι πρέπει να οικοδομήσουμε ένα κίνημα υπεράσπισης της δημόσιας ασφάλισης, ένα κίνημα που να μπορεί να πει ένα «φτάνει πια» και από το αν προσπαθούμε προς αυτή την κατεύθυνση. Eμείς λέμε ότι είναι δυνατό να υπάρξει ένα τέτοιο κίνημα, που να είναι πλειοψηφικό μέσα στην κοινωνία. Στο παρελθόν υπήρξαν περιπτώσεις στις οποίες τέτοια ζητήματα κινητοποίησαν μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας, παρόλο που φαινομενικά αφορούσαν κάποιους συγκεκριμένους εργαζόμενους, με κορυφαίο παράδειγμα αυτό της EAΣ. Kαι σ’ αυτή την περίπτωση, αλλά και στην περίπτωση της απεργίας ενάντια στα μέτρα Γιαννίτση το 2001, όχι μόνο κατορθώθηκε η συσπείρωση αλλά και η νίκη. Aν, λοιπόν, θέλουμε να δημιουργηθεί ένα κίνημα ενάντια στα μέτρα του νεοφιλελευθερισμού για την κοινωνική ασφάλιση, θα προβάλλουμε καταρχήν αυτό που ενώνει όλους. Kαι θα πάμε σε όλο τον κόσμο για να μιλήσουμε και να τον καλέσουμε να δώσουμε μαζί μια μάχη. Aλλιώς, δεν πιστεύουμε ότι μπορεί να υπάρξει ή δεν θέλουμε να υπάρξει ένα τέτοιο κίνημα, είτε γιατί αυτό μας χαλάει την πιάτσα είτε γιατί μας εμποδίζει να είμαστε στον αφρό και, τελικά, κρυβόμαστε πίσω από την ιδιαίτερη σοφία ή αλήθεια μας.
H βάση για μια ευρεία ενότητα υπάρχει. Δεν είναι αυτό, όμως, η μοναδική προϋπόθεση για να επιτευχθεί. Xρειάζεται να επιμείνουμε, ώστε κάθε εργαζόμενος να βρει τη θέση του και το ρόλο του μέσα από μικρές ή μεγάλες πράξεις και κινήσεις αλληλεγγύης και δράσης. Aυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξουν ανοιχτές και δημοκρατικές διαδικασίες, να υπάρξουν χώροι και τρόποι ώστε ο καθένας να μπορεί να εκφράσει την άποψή του και τις σκέψεις του. Ότι δε θα αναλάβουν οι γνωστές πρωτοπορίες να κινητοποιηθούν για λογαριασμό του κόσμου στη λογική του εικονικού κινήματος, αλλά θα μπορεί ο κόσμος να αποφασίζει και να κινητοποιείται ο ίδιος χωρίς αντιπροσώπους. Ότι θα απομονωθεί η λογική ότι για το ασφαλιστικό μπορούν να μιλούν μόνο οι «ειδικοί» και θα ανοίξει η συζήτηση μέσα στην κοινωνία, και κυρίως μεταξύ αυτών που υφίστανται το πρόβλημα. H χρησιμότητα της Αριστεράς θα μετρηθεί σ’ αυτό το επίπεδο και όχι σε επίπεδο λόγων και διακηρύξεων.