Κατ’ αρχήν, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συντρόφους της ΚΟΕ γι’ αυτή την πρόσκληση. Θα αναπτύξω κάποιες σκέψεις σε σχέση μ’ αυτά που ειπώθηκαν προηγουμένως, ξεκινώντας από το θέμα της κρίσης του καπιταλισμού.
Χωρίς να κάνουμε κάποια ανάλυση, νομίζω ότι πρέπει να σημειώσουμε ότι η κρίση του καπιταλισμού βρίσκεται ακόμα στο πρώτο στάδιο, δεν έχει σταθεροποιηθεί το σύστημα. Θα υπάρξουν και επόμενα στάδια στην κρίση αυτή, τα επόμενα χρόνια, τα οποία θα έχουν άγνωστα αποτελέσματα. Αυτό όμως μπορεί να είναι μια ευκαιρία για την Αριστερά, αλλά μπορεί και να μην είναι. Διότι, τουλάχιστον από αυτό το οποίο έχουμε δει μέχρι σήμερα, δυστυχώς, οι δυνάμεις της Αριστεράς -και δεν μιλώ για την Ελλάδα, μιλάω τουλάχιστον πανευρωπαϊκά, εκεί που υπάρχουν μεγάλες οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς- ακολουθούν τα παραδείγματα, την πορεία την οποία ακολούθησαν και στις άλλες δύο μεγάλες συστημικές κρίσεις του καπιταλισμού.
Να υπενθυμίσω ότι στην κρίση του ’29-’34 οι δυνάμεις της Αριστεράς ηττήθηκαν, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ηττήθηκαν τα λαϊκά μέτωπα, υπήρξε η αντεπανάσταση στην Ευρώπη και πιάσαμε το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη δε περίοδο της μεγάλης κρίσης του ’70, που ξεκινάει από την πετρελαϊκή κρίση και μετά κορυφώνεται στη δεκαετία του ’80 με τις κρίσεις των χρηματιστηρίων, ήταν η εποχή της νέας μεγάλης ήττας της Αριστεράς και σχεδόν της εξαφάνισής της από την προέλαση του νεοφιλελευθερισμού.
Δυστυχώς, τα αποτελέσματα είναι πρόσφατα. Δεν υπάρχουν κάποια ενθαρρυντικά στοιχεία ότι η Αριστερά μπορεί να εκμεταλλευτεί τα φαινόμενα, τα αρνητικά φαινόμενα αυτής της κρίσης. Δεν κερδίζει πουθενά. Δεν έχει κερδίσει πουθενά η Αριστερά τα τελευταία δύο χρόνια -γιατί η κρίση υπάρχει από το 2007- σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, και νομίζω ότι αυτό φαίνεται και στα τελευταία αποτελέσματα των Ευρωεκλογών, όπου η Αριστερά αντιμετωπίζει πλέον τον κίνδυνο της εξάλειψης. Αυτή τη στιγμή, έχουν εκλεγεί 33 ευρωβουλευτές σε 11 από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πτώση την οποία έχει η Αριστερά από τις ευρωεκλογές του ’89 μέχρι σήμερα είναι της τάξης του 40% – από το 8% έχει φτάσει στο 4,4%.
Και βεβαίως τεράστια είναι η πτώση και της σοσιαλδημοκρατίας. Μόνο που η πτώση της σοσιαλδημοκρατίας δεν ήταν σταδιακή, όπως ήταν της Αριστεράς. Η Αριστερά, δυστυχώς, απ’ το ’89 και μετά πέφτει συνεχώς. Η σοσιαλδημοκρατία τα τελευταία χρόνια κράτησε ένα 36%-37% σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τώρα αυτομάτως καταρρέει και βρίσκεται στο 22%.
Εδώ, λοιπόν, τα πράγματα δεν είναι και τόσο αισιόδοξα, αλλά βεβαίως δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι και τελείως απαισιόδοξα. Και θα ήθελα να πω ότι, ακόμα και μέσα στους κόλπους της ευρωπαϊκής Αριστεράς, στους 33 ευρωβουλευτές οι οποίοι εξελέγησαν, νομίζω ότι το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς εξέλεξε την πλειοψηφία αυτών των ευρωβουλευτών. Αυτό είναι κάτι θετικό, και θα έλεγα ότι το τελείως αρνητικό στοιχείο είναι ότι τα κομμουνιστικά κόμματα, αυτά που επιμένουν να κινούνται στο χώρο αυτών των συναντήσεων των ευρωπαϊκών, των σοσιαλιστικών, των κομμουνιστικών και των εργατικών κομμάτων, εξέλεξαν μόνο 4 ευρωβουλευτές.
Εν πάση περιπτώσει, οι ευρωεκλογές δεν είναι το χαρακτηριστικό, αλλά είναι μία ένδειξη του τι συμβαίνει γενικά. Γιατί όμως υπάρχει αυτή η στασιμότητα της Αριστεράς; Γιατί η Αριστερά από το 1975, στην Ελλάδα, δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το 13,19% που πήρε μαζί στις εκλογές του 2007. Υπάρχουν πολλές αντιλήψεις για το τι συμβαίνει, αλλά νομίζω ότι έχουνε, θα λέγαμε, παγιωθεί τέσσερις βασικές τάσεις. Η πρώτη είναι ότι υπάρχει μια ιστορική ανεπάρκεια των σχημάτων της Αριστεράς για τη σύνδεσή τους με το υπάρχον λαϊκό κίνημα. Αυτή η ιστορική ανεπάρκεια είναι αρκετά εμφανής τα τελευταία χρόνια και συνδέεται με το δεύτερο στοιχείο, το οποίο είναι η αδυναμία υπέρβασης της σοσιαλδημοκρατικής ηγεμονίας. Δυστυχώς ή ευτυχώς, τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετά, ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας ηγεμονεύει σε ένα επίπεδο ιδεών και στρατηγικών προτάσεων στο χώρο της Αριστεράς. Και βέβαια -αναφέρθηκαν και οι συνάδελφοι προηγουμένως- υπάρχει και μια αδυναμία υπέρβασης αυτών των ιστορικών ηττών. Θα έλεγα ότι το πρόβλημα, το οποίο με άλλα λόγια αναφέρθηκε προηγουμένως, είναι το εξής: ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι ένα ιστορικό ρεύμα, το οποίο αυτή τη στιγμή δεν έχει να κάνει καθόλου με το ζήτημα του σοσιαλισμού. Έχει, όμως, να κάνει με το ζήτημα της πραγματικής διαχείρισης λαϊκών αναγκών σε άμεσο χρόνο. Η Αριστερά δεν μπορεί να διαχειριστεί λαϊκές ανάγκες άμεσα. Έχει ένα πρόγραμμα διεκδικητισμού, διεκδικεί, αντιπαρατίθεται, αντιστέκεται, αλλά αυτό είναι μιας άλλης τάξης πρόβλημα.
Το πρόβλημα, λοιπόν, της εξουσίας του εθνικού κράτους είναι μπροστά μας. Και θα ήθελα να πω, επίσης, ότι ήταν σημαντικά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, όχι μόνο αριθμητικά, αλλά κυρίως για τρεις πολιτικούς λόγους. Αν μπούμε σε μια λογική αριθμητικής, τότε μπορούμε να πάμε κοντά σε αυτά που έλεγε το ΚΚΕ: Να κάνουμε κάποιες αλχημείες στο πώς μετράμε ακριβώς το πόσο χάσαμε και πόσο δεν χάσαμε, για να πούμε ότι τελικά κατακτήσαμε την τρίτη θέση, άρα πιθανόν να βγούμε και στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ, αν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη, αλλά δεν είναι εκεί το ζήτημα.
Τα πολιτικά ζητήματα των ευρωεκλογών ήταν τρία: Το πρώτο το είπα ήδη, ήταν η αδυναμία να καρπωθεί η Αριστερά τη λαϊκή δυσαρέσκεια από την κρίση. Το δεύτερο ήταν η αδυναμία της Αριστεράς να αντιπαρατεθεί σ’ αυτόν τον ακροδεξιό νεολαϊκισμό, αντιμπεριαλισμό. Κι αυτό επιμένω ότι δεν είναι μόνο στην Ελλάδα, δεν αφορά μόνο το ΛΑΟΣ, αφορά ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και το τρίτο ήταν ακριβώς ότι δεν μπόρεσε να δώσει -και δεν μπορεί να δώσει- μια σαφή εικόνα του ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο εθνικό κράτος και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ανάμεσα σε μια στρατηγική εξουσίας για το εθνικό κράτος και σε μια στρατηγική αλλαγών για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ναι μεν, μπορεί να φαίνεται ότι είναι ένα πεδίο, και είναι ένα πεδίο πολιτικών και λαϊκών αγώνων και συγκρούσεων, αλλά συντίθεται, συγκροτείται από 27 εθνικά κράτη. Οι αποφάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση παίρνονται από 27 εθνικά κράτη. Οι λαϊκοί αγώνες επηρεάζουν εσωτερικά τα εθνικά κράτη. Δεν επηρεάζουν κάτι αφηρημένο, το οποίο υπάρχει, δεν είναι σε ένα αφηρημένο επίπεδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Άρα, λοιπόν, όποιος θέλει να κάνει μεγάλες επεμβάσεις, όπως για παράδειγμα στο τι θα γίνει με το σύμφωνο σταθερότητας, θα πρέπει να παίξει στο επίπεδο των εθνικών εξουσιών των 27 χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι εκεί δυστυχώς τα πράγματα για την Αριστερά -σε όλα της τα ρεύματα- είναι δύσκολα.
Τι μπορούμε να κάνουμε; Μπορούμε να κάνουμε μια σειρά από πράγματα. Και αυτά τα οποία πρέπει να κάνουμε θα έχουν να κάνουν όχι μόνο με το να διαχειριστούμε τις ανάγκες των λαϊκών μαζών στη χώρα που ζούμε και σ’ άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά με το να ανοίξουμε την προοπτική του νέου. Γιατί η Αριστερά που θα είναι αποτελεσματική τον 21ο αιώνα νομίζω ότι σε τίποτα δεν θα μοιάζει -σε ελάχιστα πράγματα θα μοιάζει, για να μην είμαι απόλυτος- με αυτό που βλέπουμε σήμερα. Έχουμε όμως καθήκον, είναι χρέος μας, να ανοίξουμε το δρόμο για το καινούριο.
Πρέπει, λοιπόν, να μπορέσουμε κατ’ αρχήν να ανασχέσουμε την κατάρρευση των διεκδικητικών αγώνων, οι οποίοι καταρρέουν παντού, και πρέπει να βρεθεί ο τρόπος ανάσχεσης. Το δεύτερο, πρέπει να ξαναπροσδιορίσουμε τις σχέσεις του εθνικού με το διεθνές, πρέπει να τα ξαναδούμε όλα αυτά από την αρχή, θέλουμε μια νέα στρατηγική πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Το τρίτο είναι πως πρέπει να κατανοήσουμε ότι στο σύγχρονο καπιταλισμό κυριαρχεί η σοσιαλδημοκρατία σαν κομμάτι του συστήματος και, μάλιστα, κυριαρχούν οι κακές πλευρές της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία έχει κι αυτή τις δικές της αντιφάσεις και έχει τις δικές της δυνατότητες μετεξέλιξης. Δεν είναι σταθεροποιημένη η σοσιαλδημοκρατία. Έχει κι αυτή δυνατότητες μετεξέλιξης σε διάφορες χώρες, και κυρίως τώρα που καταρρέει πανευρωπαϊκά, γιατί έχει καταρρεύσει το πρότυπο του κράτους πρόνοιας το οποίο η ίδια αναιρεί. Η ίδια το έχτισε και η ίδια το αναίρεσε. Εδώ, λοιπόν, τα πράγματα είναι ανοιχτά.
Το άλλο που θα πρέπει να δούμε είναι το πώς αντιμετωπίζει καθένας, σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, το επονομαζόμενο καρτέλ της πολιτικής, δηλαδή το καρτέλ του δικομματισμού. Ο δικομματισμός δεν είναι μια ελληνική επιλογή, ισχύει σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με κάποιες παραλλαγές. Αλλά το βασικό μοντέλο είναι αυτό, ένα μοντέλο δύο κομμάτων και πιθανόν συναφών δυνάμεων, οι οποίες δυνάμεις θα πρέπει να χειριστούν την πορεία των εθνικών κρατών. Πρέπει, λοιπόν, να δούμε με ποιο τρόπο πρέπει να αντιμετωπίσει κανείς το δικομματισμό. Ο δικομματισμός, προς το παρόν τουλάχιστον, μπορεί να υφίσταται μειώσεις, αλλά νομίζω ότι δεν είναι σε κακή κατάσταση και οργανώνει την αντεπίθεσή του για τις επόμενες εκλογές.
Και ένα άλλο θέμα το οποίο θα ήθελα να θέσω είναι το εξής: Η Αριστερά δεν μπορεί να χειριστεί τη σοσιαλδημοκρατία. Το αντίθετο ισχύει. Η σοσιαλδημοκρατία ηγεμονεύει στην Αριστερά. Η Αριστερά δεν έχει βρει έναν τρόπο χειρισμού αυτού του ρεύματος. Επίσης, θα ήθελα να σας πω ότι σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό η Αριστερά δεν καθοδηγεί τις εξελίξεις στο λαϊκό κίνημα. Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή θα λέγαμε στις χώρες του κέντρου του συστήματος, τα αιτήματα τα οποία υπάρχουν από την πλευρά του λαϊκού κινήματος σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι ρεφορμιστικά αιτήματα, δεν είναι επαναστατικά αιτήματα.
Αυτό, λοιπόν, σημαίνει ότι υπάρχουν λαϊκά κινήματα, εκδηλώνονται κάθε τόσο λαϊκά κινήματα, δεν σημαίνει όμως ότι η Αριστερά τα καθοδηγεί. Εκφυλίζονται γρήγορα και σπάνια προσθέτουν κάτι περισσότερο, αλλά αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αποκτά κανείς σχέση σύνδεσης μαζί τους. Δεν μπορεί όμως να βασίζεται μόνο σ’ αυτά, είναι ασταθείς παράγοντες, και αυτό το οποίο κάνουν στο τέλος είναι ότι ενσωματώνονται μέσα σε έναν κυρίαρχο τρόπο, κυρίαρχο καπιταλιστικό τρόπο αναδιανομής.
Θέλω να πω τώρα και δυο λόγια για το ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως δεν συμμετέχω κι εγώ στο ΣΥΡΙΖΑ και δεν μπορώ να πω γι’ αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του, αλλά μπορώ να πω το εξής: Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ το επόμενο διάστημα θα αισθανθεί τεράστια πίεση. Θα πιεστεί εξωτερικά. Πιστεύω ότι τα επιτελεία του δικομματισμού στοχεύουν σε μια τετρακομματική Βουλή. Μια τετρακομματική Βουλή είναι αυτή η οποία, θα λέγαμε, ταιριάζει περισσότερο στα μελλοντικά σχέδια αναπαραγωγής του δικομματισμού.
Ο δικομματισμός θέλει να αναπαράγεται αυτόνομος. Τα μικρότερα κόμματα, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν σε μια αναπαραγωγή του δικομματισμού, αντιμετωπίζονται ακόμα και τώρα με δυσπιστία. Επομένως, πιστεύω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πιεστεί πάρα πολύ εν όψει των επόμενων εθνικών εκλογών. Θα έλεγα, λοιπόν, πως πέρα από το ότι πρέπει να ανοίξει ο διάλογος σε σοβαρά ζητήματα, θα πρέπει όλοι να βοηθήσουν σε μία θα λέγαμε στρατηγική σοβαρής επιβίωσης αυτού του χώρου της Αριστεράς που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ, έτσι ώστε να μη φτάσουμε σε μια τετρακομματική Βουλή, να μην περάσουν διάφορα σχέδια τα οποία ήδη έχουν μπει μπροστά και τα οποία, με κάποιον τρόπο, το κυρίαρχο σύστημα πολιτικών κομμάτων και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας θα κοιτάξει να υλοποιήσει.
Από κει και πέρα, νομίζω ότι καλές είναι οι συζητήσεις, καλοί είναι οι προβληματισμοί, αυτά θα υπάρχουν ούτως ή άλλως. Η Αριστερά ποτέ δεν είχε προβλήματα συζητήσεων και προβληματισμών, είχε προβλήματα πρακτικής δράσης. Εδώ, λοιπόν, αυτό το οποίο προέχει είναι να υπάρξει μεγαλύτερη δυνατή ενότητα, κι από κει και πέρα να υπάρξει η κατάλληλη κινητοποίηση, η κατάλληλη θα λέγαμε δραστηριοποίηση, να υπάρξει ένας στόχος εφικτός, έτσι ώστε να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να παίξει τα επόμενα χρόνια αυτόν το ρόλο που πρέπει να παίξει στην ελληνική κοινωνία.