Για την απόσυρση του βιβλίου της Ιστορίας
της Χριστίνας Μπάρτσα
Aπό τις πρώτες πράξεις της νέας κυβέρνησης ήταν η απόσυρση του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, παρόλο που λίγες μέρες πριν διαβεβαίωνε πως το βιβλίο ετοιμαζόταν να αποσταλεί στα σχολεία. Οι πιέσεις που δεχόταν όλη την προηγούμενη περίοδο από την εκκλησία και την ακροδεξιά, εντός και εκτός ΝΔ, η άνοδος και είσοδος του ΛΑΟΣ στη Βουλή, όπως και η μη εκλογή της Γιαννάκου οδήγησαν το βιβλίο στην ανακύκλωση. Η κυβέρνηση δεν είχε κανένα λόγο να έχει ανοιχτό ένα μέτωπο στα δεξιά της και, μάλιστα, έχοντας μια ισχνή πλειοψηφία 152 βουλευτών, και το ΛΑΟΣ ανταπέδωσε με την υποστήριξή του στην εκλογή Σιούφα.
Καταρχήν να πούμε πως η απόσυρση ενός οποιουδήποτε σχολικού βιβλίου, κατόπιν πιέσεων κάθε λογής αντιδραστικών, φασιστικών και θρησκόληπτων κύκλων, και όχι κάτω από την αριστερή κριτική και κινητοποίηση ενός πανεκπαιδευτικού και λαϊκού κινήματος, είναι γεγονός αρνητικό αυτό καθεαυτό.
Η κριτική και απόρριψη του βιβλίου από μια αριστερή οπτική πνίγηκε όλο το προηγούμενο διάστημα μέσα στον ορυμαγδό των εθνικιστικών κραυγών των Πλεύρηδων, των παπάδων, του Ψωμιάδη και την υπέρμετρη προβολή τους από τα ΜΜΕ.
Αυτή η αριστερή κριτική, λοιπόν, αφορά: Πρώτον, το πλαίσιο και τους σκοπούς, το γιατί και το πώς γράφτηκε το συγκεκριμένο βιβλίο, δεύτερον, το περιεχόμενό του, την ιδεολογία και τις αντιλήψεις που διαμορφώνει στους μαθητές, και, τρίτον, την πολιτική και τους σκοπούς που εξυπηρετούν τα νέα σχολικά βιβλία συνολικά.
Όσον αφορά το πρώτο, είναι ένα βιβλίο γραμμένο κατά παραγγελίαν και με τις προδιαγραφές που θέτει η νεοταξική θεώρηση –ή μάλλον αναθεώρηση– της ιστορίας. Η Μ. Ρεπούση συμμετείχε στο Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Ν.Α. Ευρώπη, «παράρτημα» του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, που χρηματοδοτείται απ’ αυτό κι από άλλα «ευαγή» ιδρύματα, όπως το Ίδρυμα Σόρος, και που εκπόνησε τετράτομο έργο της «καθωσπρέπει» ιστορίας των βαλκανικών λαών (αυτό το πόνημα, μάλιστα, θα μοιράζονταν στους εκπαιδευτικούς σαν βοήθημα για τη διδασκαλία της Ιστορίας).
Η τοποθέτηση των ζητημάτων που άπτονται των ελληνοτουρκικών σχέσεων (τουρκοκρατία, 1821, μικρασιατική καταστροφή, Κυπριακό) είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τής υπό αμερικάνικη διεύθυνση ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Έτσι, παράλληλα με τις ζεϊμπεκιές Γιωργάκη-Τζεμ ή τις κουμπαριές Καραμανλή-Ερντογάν, σε συμφωνία μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, τον Ιούνη του 2001, αναφέρεται πως τα δύο μέρη «θα συνεργάζονται στην παρουσίαση της ιστορίας, της γεωγραφίας, του πολιτισμού και της οικονομίας της άλλης χώρας, ιδιαίτερα στα σχολικά βιβλία. Με αυτόν το στόχο, θα συστήσουν μια Μεικτή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, η οποία θα ανταλλάξει και θα μελετήσει τα σχολικά βιβλία, για να προτείνει τη διόρθωση των ανακριβειών». Επομένως, ο «συνωστισμός στην παραλία της Σμύρνης» ή η «διχοτόμηση» της Κύπρου δεν αποτελούν «ατυχείς» εκφράσεις, αλλά πολύ συγκεκριμένη τοποθέτηση. (Για την «παρουσίαση της γεωγραφίας», εύλογα υποθέτουμε ότι αφορά τα Ίμια και λοιπές «γκρίζες ζώνες»). Το επιχείρημα των συγγραφέων ότι σκοπός τους ήταν να αμβλυνθούν τα μίση και τα πάθη μεταξύ των δύο λαών είναι πολύ σαθρό. Τα μίση και τα πάθη δεν αμβλύνονται με την απόκρυψη και τη διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων, αλλά με τη γνώση και κατανόηση των αιτίων, των συνθηκών, των πολιτικών που οδήγησαν σ’ αυτά και την εξαγωγή των ανάλογων συμπερασμάτων.
Σ’ ό,τι αφορά το περιεχόμενο του βιβλίου, προφανώς και δεν περιμέναμε σ’ ένα αστικό εκπαιδευτικό σύστημα τα βιβλία να είναι γραμμένα με βάση τη μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας. Όμως, στο συγκεκριμένο βιβλίο λείπει κι αυτή η στοιχειώδης ιστορική «αντικειμενικότητα» που υπήρχε στα προηγούμενα – αποτέλεσμα της ριζοσπαστικοποίησης και των συνθηκών που επικρατούσαν μεταπολιτευτικά. Σημαντικά ιστορικά γεγονότα αποκρύβονται ή διαστρεβλώνονται, το κύριο παρουσιάζεται σαν δευτερεύον και αντίστροφα, τα ιστορικά γεγονότα δεν εντάσσονται σε μια ιστορική εξελικτική πορεία αλλά είναι «ατάκτως ερριμμένα», και, φυσικά, απουσιάζει όχι μόνο η έννοια της ταξικής πάλης σαν παράγοντας της ιστορικής εξέλιξης, αλλά και η ίδια η έννοια των κοινωνικών τάξεων. Είναι μια «ιστορία» «λάιφ στάιλ». (Για το περιεχόμενο του βιβλίου έχουμε αναφερθεί πιο συγκεκριμένα σε προηγούμενα φύλλα).
Τέλος, το εν λόγω βιβλίο, όπως και τα άλλα νέα σχολικά βιβλία, εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τους στόχους της νεοταξικής πολιτικής στην εκπαίδευση. Ο βομβαρδισμός των μαθητών με ένα πλήθος ασύνδετων πληροφοριών –και όχι γνώσεων– χωρίς συνοχή, χωρίς αιτία και αποτέλεσμα, οδηγεί στη διαμόρφωση μιας νεολαίας αμόρφωτης ή ημιμαθούς, χωρίς κριτική σκέψη, εύκολα χειρίσιμης και χειραγωγήσιμης, αυριανή καύσιμη ύλη στο βωμό του κεφάλαιου.
Το ζήτημα της διαμόρφωσης της νέας γενιάς είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας για την Αριστερά και το λαϊκό κίνημα. Και αυτή η νέα γενιά πρέπει να γνωρίσει την ιστορία του τόπου μας, να γνωρίσει του αγώνες του λαού μας, να γνωρίσει και να κατανοήσει τους νόμους της ιστορικής εξέλιξης. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να γίνει το υποκείμενο που θα σπρώξει την ιστορία προς τα μπρος.