Για την επικαιρότητα του Μαρξ, της Έλενας Πατρικίου

τ.256, 28/11/2008

Εκπληκτη η Αριστερά, και μάλιστα η κομμουνιστικογενής, ανακαλύπτει την επικαιρότητα του Μαρξ. Και γιατί; Γιατί κατέρρευσε η Λίμαν και μάλλον καταρρέει η Σίτι Μπανκ. Δεν είναι κάπως θλιβερό το γεγονός ότι, μετά από 20-30 χρόνια απαξίωσης της μαρξιστικής σκέψης από την ανανεωτική Αριστερά κάθε αποχρώσεως, μας χρειάζεται η συνδρομή του καπιταλισμού για να ανακαλύψουμε ξανά τον Μαρξ;

Υπάρχει ένα πρόβλημα ενδογενές στην ανανεωτική Αριστερά, το πρόβλημα της σχέσης της με την "ορθοδοξία". Και το πρόβλημα αυτό μπορεί κανείς να το διαπιστώσει κατ’ αρχήν στην εσωτερική λειτουργία των ανανεωτικών κομματικών σχηματισμών, που αποποιήθηκαν μετά βδελυγμίας τον λενινιστικό δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, αλλά ποτέ δεν βρήκαν με τι ακριβώς να τον αντικαταστήσουν, με αποτέλεσμα η αυταρχικότητα και η ακαμψία να εξακολουθούν να θάλλουν και στα ανανεωτικά αριστερά κόμματα.

Το διαπιστώνει με ακόμα μεγαλύτερη ένταση στην απόλυτη απουσία θεωρητικών επεξεργασιών. Από τη στιγμή που η ανανεωτική Αριστερά απεμπόλησε τη δογματική εξάρτηση από το γράμμα των κειμένων, λες και απεμπόλησε εντελώς τη σχέση της με τα γραπτά κείμενα. Από την στιγμή που η ανανεωτική Αριστερά αποφάσισε να γίνει μοντέρνα, ξέχασε αυτό που ήξερε κι ο έσχατος των στοχαστών της νεωτερικότητας: πως ο Μαρξ είναι το ένα από τα δύο αγκωνάρια του μοντερνισμού.

Επομένως, το πρόβλημα δεν είναι πόσο επίκαιρος μπορεί να εμφανίζεται σήμερα ο Μαρξ (και γιατί σήμερα περισσότερο απ’ ό,τι όταν άρχισε αυτή η λαμπρή περίοδος απόλυτης φετιχοποίησης της αγοράς, εδώ και 25 χρόνια, για την ακτινοβολία της οποίας η Αριστερά και οι επίσημοι αριστεροί των μέσων μαζικής επικοινωνίας συνεισέφεραν τα μέγιστα), το πρόβλημα δεν είναι κατά πόσον ο Μαρξ μπορεί να εξηγεί την καπιταλιστική κρίση καλύτερα από έναν σοβαρό άνθρωπο όπως ο Σόρος ή έναν μη σοβαρό όπως ο Ανδριανόπουλος, ή το κατά πόσον η ιστορική στιγμή που ζούμε μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή με τη χρήση μαρξιστικών διανοητικών εργαλείων.

Το πρόβλημα είναι αυτό που ήταν και προ της κρίσης. Κατά πόσον δηλαδή η ανανεωτική Αριστερά έχει θεωρητικό λόγο, κατά πόσον είναι σε θέση να εκφράζει ένα λόγο όχι περιστασιακό και συγκυριακό και σε τελευταία ανάλυση συναισθηματικό, απέναντι στον εξίσου περιστασιακό και συντεχνιακό και επίσης συναισθηματικό λόγο της δογματικής Αριστεράς ή απέναντι στον επικυρωμένο από την εξουσία της αγοράς αστικό λόγο του καπιταλισμού, αλλά έναν θεωρητικό λόγο ουσίας. Το πρόβλημα είναι κατά πόσον η ανανεωτική Αριστερά μπορεί να μιμηθεί δηλαδή το τραγικά αμείλικτο ύφος της μαρξιστικής σκέψης, κατά πόσον μπορεί να ανάγει τις περιστασιακές της προτάσεις σε λογοτεχνικό είδος. Δηλαδή, κατά πόσον η ανανεωτική Αριστερά μπορεί τελικά να σκεφτεί. Χωρίς να ξεχνάει πως σκέψη χωρίς ρίζες δεν υπάρχει.

Για το λόγο αυτό, θα μου επιτρέψετε να σας κάνω δύο δώρα.

Υπάρχει ένα απόσπασμα από τα Οικονομικά Χειρόγραφα του 1858, που προσπάθησα μάταια να το εντάξω στην παράσταση του Μανιφέστου, αλλά η λογική τόσο του κειμένου όσο και της παράστασης δεν το άντεχε. Πρόκειται για ένα άκρως πυκνό και σχεδόν στρυφνό απόσπασμα, που σας το χαρίζω σε μία πρόχειρη μετάφραση:

Στο μέτρο που αναπτύσσεται η μεγάλη βιομηχανία, η δημιουργία του πραγματικού πλούτου εξαρτάται λιγότερο από το χρόνο της εργασίας και της ποσότητας εργασίας που χρησιμοποιείται, και περισσότερο από την ισχύ των παραγόντων που τίθενται σε κίνηση στη διάρκεια του χρόνου της εργασία. Η ισχύς αυτή, με τη σειρά της, δεν έχει καμία σχέση με το χρόνο της εργασίας που δαπανάται άμεσα για την παραγωγή, αλλά εξαρτάται πολύ περισσότερο από το γενικό επίπεδο της επιστήμης και την πρόοδο της τεχνολογίας, με άλλα λόγια από την εφαρμογή αυτής της επιστήμης στην παραγωγή […]

Η κλοπή του χρόνου εργασίας του άλλου ανθρώπου, πάνω στην οποία βασίζεται ο σύγχρονος πλούτος, μοιάζει να είναι μία θλιβερή βάση, συγκρινόμενη με αυτήν που αναπτύχθηκε πρόσφατα και η οποία δημιουργήθηκε από την ίδια τη μεγάλη βιομηχανία. Από τη στιγμή που η εργασία, υπό την άμεση μορφή της, έπαψε να είναι η μεγάλη πηγή του πλούτου, ο χρόνος της εργασίας παύει αναγκαστικά να είναι το μέτρο αυτού του πλούτου. Η μαζική υπερεργασία έπαψε να είναι η συνθήκη της ανάπτυξης του γενικού πλούτου, κατά τον ίδιο τρόπο που η μη-εργασία μερικών ανθρώπων έπαψε να είναι η συνθήκη της ανάπτυξης των οικουμενικών δυνάμεων του ανθρώπινου μυαλού. Η συνθήκη ανάπτυξης των δυνάμεων αυτών είναι η ελεύθερη ανάπτυξη των διαφορετικών προσωπικοτήτων, όπου δεν συρρικνώνουμε τον απαραίτητο χρόνο εργασίας για να θέσουμε την υπερεργασία, αλλά συρρικνώνουμε την απαραίτητη εργασία της κοινωνίας μέχρι το ελάχιστο δυνατό όριο, στο οποίο αντιστοιχεί η καλλιτεχνική και επιστημονική ανάπτυξη των ανθρώπων, χάρη στον απελευθερωμένο χρόνο και στα μέσα που έχουν δημιουργηθεί για όλους τους ανθρώπους. Το κεφάλαιο είναι το ίδιο μία αντίφαση εν εξελίξει, στο βαθμό που προσπαθεί να μειώσει το χρόνο της εργασίας σε ένα ελάχιστο όριο, ενώ, από την άλλη πλευρά, θέτει το χρόνο της εργασίας ως μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου.

Έχοντας μπροστά μας την επικείμενη σύνταξη του πολυαναμενόμενου προγράμματος του Συνασπισμού, θεωρώ πως το απόσπασμα αυτό μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμο στην επεξεργασία θέσεων και διεκδικήσεων γύρω από το 35ωρο, το χρόνο σύνταξης και τελικά τη συνολική αντίληψη που μπορεί να έχει σήμερα η Αριστερά για τη μισθωτή εργασία, την εφαρμογή της επιστήμης στη βιομηχανική παραγωγή και, τελευταίο αλλά όχι επουσιώδες, την πνευματική και καλλιτεχνική εργασία και την αμοιβή της.

Το δεύτερο δώρο μου έχει να κάνει με μία απουσία, ή καλύτερα, με μία έλλειψη. Την απουσία ή την έλλειψη φεμινιστικής προοπτικής και προβληματικής μέσα στο μαρξιστικό έργο. Στην παράσταση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, η μόνη παρέμβαση που έκανα δραματουργικά ήταν η φεμινιστικής εμπνεύσεως υπογράμμιση της παραγράφου που αφορά την "κοινοκτημοσύνη των γυναικών". Αυτήν την έλλειψη, άλλωστε, προσπάθησαν γενιές φεμινιστριών να την καλύψουν. Και εδώ έρχεται το δώρο μου, που είναι μάλλον μία προειδοποίηση. Η Αριστερά δεν πρέπει να ξεχνάει πως τα μεγάλα κύματα του φεμινισμού δημιουργήθηκαν όταν οι γυναίκες της Αριστεράς απηύδησαν με τους αριστερούς. Αν οι κόρες του Μαρξ δεν εγκατέλειψαν ποτέ τον μπαμπά τους, οι αριστεροί δεν πρέπει να ξεχνούν πως οι κόρες της Αριστεράς έδειξαν μεγαλύτερο πνεύμα ανεξαρτησίας από τη Λόρα, τη Τζένη και την Έλινορ.

Έλενα Πατρικίου,
ιστορικός και σκηνοθέτης