Δεν υπάρχει Αριστερά χωρίς κοινωνικά ερείσματα
του Γιώργου Καλαντζόπουλου
1. Η ανασυγκρότηση της αριστεράς δεν θα κριθεί τελικά από κάποια πολιτική συμφωνία, ούτε από ένα πολιτικό σχέδιο ή πρόγραμμα, όσο ολοκληρωμένο κι αν είναι αυτό. Οι απαντήσεις που προϋποθέτει ένα τέτοιο εγχείρημα δεν θα δοθούν αποκλειστικά με την προσφυγή στο διάλογο. Δεν υπάρχουν πολιτικά υποκείμενα που κατέχουν ή θα ανακαλύψουν την απόλυτη αλήθεια. Οι σχετικές αλήθειες που κατέχει κάθε υποκείμενο ξεχωριστά δεν είναι επαρκείς για την ανασύνθεση της αριστεράς. Η τομή που απαιτείται περνάει από τη συντριβή του παλαιού, με τη μορφή που υπάρχει, και το ριζικό μετασχηματισμό του. Σήμερα, το ένα έχει γίνει δύο, τρία, χίλια κομμάτια. Το νέο δεν πρόκειται να προκύψει από απλές αθροιστικές πράξεις μεταξύ συγγενών υποκειμένων, διατεταγμένων σε ομόκεντρους ή παράπλευρους κύκλους. Πρόκειται για μια σύνθεση αντιθέσεων, για τη διαλεκτική της οποίας ισχύει η ρήση του προέδρου Μάο: «Τα δύο δεν γίνονται ένα». Για να μην μιλάμε κινέζικα, τα όρια της ρήξης με το υπάρχον που εμπεριέχει ο πυρήνας όλων αυτών των εγχειρημάτων που έχουν μέχρι σήμερα καταγραφεί ως «ενωτικές» μετωπικές προσπάθειες δεν αφήνουν πολλές ελπίδες για κάτι διαφορετικό. Αυτό συμβαίνει, γιατί σε αυτά τα εγχειρήματα κυριαρχούν οι όροι αναπαραγωγής και όχι οι όροι μετασχηματισμού. Αναπαράγεται, λοιπόν, το παλιό με άλλο περιτύλιγμα. Δεν πρόκειται για την επιστροφή της Περσεφόνης από τον Άδη, που φέρνει την Άνοιξη. Είναι μια άχαρη και άγονη διαδικασία Σισύφειων μαρτυρίων, που παραμένει συνήθως ανάμεσα στους εμπλεκόμενους. Λέγεται ότι η ίδια ιστορία, όταν επαναλαμβάνεται για δεύτερη φορά, είναι φάρσα. Η συνεχής επανάληψη του φαινομένου της ενδογαμίας σε κλειστούς πληθυσμούς παράγει τερατογενέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μετεξέλιξη της «ΜΑΧΟΜΕΝΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ» στο «ΜΕΡΑ» και η πορεία που ακολούθησε.
2. Αριστερά χωρίς την ύπαρξη στοιχειωδών κοινωνικών ερεισμάτων και της όποιας κινηματικής τους συγκρότησης δεν μπορεί να υπάρξει. Χωρίς αυτήν την προϋπόθεση, οποιαδήποτε προσπάθεια για αριστερή πολιτική παρουσία ή και παρέμβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή –ανεξάρτητα από προθέσεις– είναι καταδικασμένη να περνάει από τα μονοπάτια της αστικής πολιτικής των χειρισμών, των εκπροσωπήσεων, των διαμεσολαβήσεων και των πελατειακών σχέσεων. Τα πολιτικά υποκείμενα που στρατεύονται στην υπόθεση της ανασυγκρότησης της αριστεράς είναι υποχρεωμένα να συγκροτούνται τα ίδια στο εσωτερικό των κινημάτων. Τότε μόνο ο διάλογος μπορεί να είναι γόνιμος, αφού θα τροφοδοτείται από εμπειρίες της πράξης. Η πολιτική συγκρότηση δεν είναι μια διαδικασία παραγωγής πολιτικών θέσεων από κάποια πολιτικά επιτελεία ή ειδικούς της πολιτικής, που απευθύνονται με γενικό τρόπο στην κοινωνία ή στο κίνημα, με τη μορφή ηθικών εκκλήσεων ή τη χρήση του «ορθού λόγου».
Από αυτήν τη σκοπιά, η πρόταση της ΚΟΕ είναι θετική όχι τόσο ως «πολιτική σύλληψη» αλλά ως πολιτική πρακτική. Είναι μία από τις ελάχιστες οργανώσεις που η πολιτική πρακτική της δεν προσδιορίζεται αποκλειστικά από τις επιτακτικές ανάγκες αυτοεπιβεβαίωσης, ανάγκες που επικαθορίζουν τις πολιτικές πρακτικές πολλών άλλων οργανώσεων. Η ΚΟΕ φαίνεται να τολμά αλλά και να ρισκάρει. Γι’ αυτό ίσως μπορέσει να «συμπυκνώσει» την εμπειρία της και να τη μετατρέψει σε πολιτική πρωτοβουλία που οδηγεί σε «υπερβάσεις». Η αριστερά, που μετασχηματίζεται είναι προφανώς προτιμότερη από την αριστερά που αναπαράγεται κλεισμένη στο καβούκι της. Τι «καινούργιο» μπορεί να γεννήσει μια αριστερά που η θέση της σε κάθε συγκυρία μπορεί εύκολα να… «προβλεφθεί» από τον οποιονδήποτε μέχρι την παραμικρή της λεπτομέρεια; Γιατί άραγε οι αριστεροί δεν διαβάζουν τα «κείμενα» πολλών οργανώσεων της αριστεράς; Επειδή γνωρίζουν από πριν τι γράφουν, όπως και οι χριστιανοί, που ξέρουν τι θα ακούσουν κάθε Κυριακή στην εκκλησία.
3. Ο νεοφιλελευθερισμός, με την απόλυτη κυριαρχία των νόμων της αγοράς, στιγματίζει την ίδια τη συγκρότηση της εργατικής δύναμης. Οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις και η γενίκευση της ατομικής διαπραγμάτευσης της εργασίας προάγουν την κοινωνική αποσάθρωση και τη διάλυση των συλλογικών μορφών διαπραγμάτευσης και αντίστασης. Γι’ αυτό, σήμερα, η διατήρηση και η ανάπτυξη συλλογικών δράσεων και αντιστάσεων είναι πρωταρχικό ζήτημα. Ευπρόσδεκτες οι προσπάθειες για «κοινές» εκλογικές παρεμβάσεις, όμως δεν είναι πειστικές για τις «αγαθές» προθέσεις των συμμετεχόντων, όταν οι αντιθέσεις που χωρίζουν τους ίδιους πολιτικούς χώρους σε ένα συνδικάτο ή σύλλογο δεν επιτρέπουν να έχουν καμία κοινή συνδικαλιστική πρακτική…
Η κοινή δράση στο εργατικό κίνημα, στα συνδικάτα, στους φοιτητικούς συλλόγους και στις γειτονιές, μέσα από πλατιά ενωτικά συνδικαλιστικά σχήματα με σταθερή και μόνιμη λειτουργία στο μαζικό τους χώρο είναι η πολιτική πρακτική που μπορεί να οικοδομήσει σχέσεις εμπιστοσύνης και ενότητας ανάμεσα στα πολιτικά υποκείμενα, που νοιάζονται για την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος και θεωρούν αυτήν την ανάπτυξη βασική προϋπόθεση για την πολιτική ανασυγκρότηση της αριστεράς. Αυτό το ζήτημα όμως απαιτεί ξεχωριστή συζήτηση.
* Μέλος της Συσπείρωσης Αριστερών Μηχανικών