ΔΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΙΑΝΟΣ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, του Λ.Βατικιώτη

6 - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, τ.208-209, 15/12/2006

Διπρόσωπος Ιανός η ελληνική οικονομία

του Λ.Βατικιώτη

Ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο –με αφορμή την κατάθεση του κρατικού προϋπολογισμού για το 2007– οι προσπάθειες της κυβέρνησης να εξωραΐσει τη βαθιά αντιλαϊκή, ταξική πολιτική που ακολουθεί στην οικονομία. Με κύριο όπλο την προβολή μιας αμφίβολης αποτελεσματικότητας φορολογικής μεταρρύθμισης που στοχεύει κυρίως στα μεσαία εισοδήματα και την επαναλαμβανόμενη επίκληση των σχετικά υψηλών (για τα μέτρα της Ε.Ε.) ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ, αυτό που επιχείρησε να αποκρύψει είναι η εισοδηματική και κοινωνική πόλωση που συντελείται μεθοδικά την τελευταία δεκαπενταετία και με επιταχυνόμενο ρυθμό τα τελευταία χρόνια, οδηγώντας σε παροξυσμό τις ταξικές αντιθέσεις.

Αδιάψευστους μάρτυρες αυτής της πολιτικής που με ενιαίο τρόπο εφαρμόζεται από τον αστικό συνασπισμό εξουσίας την τελευταία δεκαπενταετία αποτελούν:

Οι 414.000 άνεργοι που καταγράφηκαν τον Σεπτέμβριο του 2006, αποτελώντας το 8,8% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Αριθμός που για την κυβέρνηση προκαλεί ανακούφιση μια και υπολείπεται αισθητά των 453.000 ανέργων που καταγράφηκαν τον Σεπτέμβριο του 2005 (9,9%) –λόγω της αλλαγής που επέβαλε η EUROSTAT στις μεθόδους μέτρησης της ανεργίας παύοντας να θεωρεί άνεργους επιπλέον τμήματα της εργατικής τάξης που απασχολούνται με όρους ελαστικής και εποχιακής εργασίας–, για την ίδια την κοινωνία και την εργαζόμενη πλειοψηφία όμως συνιστά χαίνουσα πληγή που υποβαθμίζει δραματικά το συνολικό επίπεδο διαβίωσης και τη μαχητικότητα της τάξης.

Το πάγωμα των μισθολογικών αυξήσεων όπως συντελείται μέσω των απαράδεκτα χαμηλών αυξήσεων που προβλέπουν τόσο οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που υπογράφει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία στον ιδιωτικό τομέα –διετούς μάλιστα διάρκειας ώστε να μη διαταράσσεται το κλίμα «εργασιακής ειρήνης»–, όσο και η εισοδηματική πολιτική που μονομερώς ανακοινώνει η κυβέρνηση για το δημόσιο τομέα.

Η βίαιη αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων στην κατεύθυνση της ελαστικοποίησης όπως προωθείται με κορυφαία παραδείγματα το νόμο του Παναγιωτόπουλου (2005) που καταργεί το οκτάωρο, τη διαιώνιση του θεσμού των συμβασιούχων και την κατάργηση της μονιμότητας στις ΔΕΚΟ, μέτρο-προάγγελος της κατάργησης της μονιμότητας ακόμη και στον αμιγώς δημόσιο τομέα.

Η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων για το 2007 όπως διατυπώνεται στο νέο προϋπολογισμό όπου έχουν προβλεφθεί έσοδα ύψους 1,7 δισ. ευρώ από το ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας κι ενώ το 2006 τα αντίστοιχα έσοδα ανήλθαν σε 1,74 δισ. ευρώ. Για το νέο έτος ειδικότερα το πολυώδυνο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων –που υπό την τρέχουσα νεοδημοκρατική του διαχείριση κατέστη σαφές μέσω του παραδείγματος του ΟΤΕ πως αποτελεί συνώνυμο της μισθολογικής υποβάθμισης των εργαζομένων, των εξαντλητικών ωραρίων και της διευθυντικής αυθαιρεσίας και της ακύρωσης κατακτήσεων όπως οι σταθερές σχέσεις εργασίας– θα αφορά ξανά τον ΟΤΕ, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και την Αγροτική, τουλάχιστον.

Την περικοπή των κοινωνικών δαπανών και τη ραγδαία υποβάθμιση των δημόσια παρεχόμενων υπηρεσιών όπως συμβαίνει στην παιδεία, την υγεία και τον πολιτισμό, άμεσο αποτέλεσμα της χρόνιας υποχρηματοδότησης των αντίστοιχων υπουργείων, κάτι που συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Έτσι, τα κονδύλια που προβλέπονται στο προϋπολογισμό του 2007 για τα προαναφερθέντα υπουργεία αναμένεται να αυξηθούν κατά 5,9%, 5,7% και 4,8% αντίστοιχα όταν τα κονδύλια που έχουν διασφαλιστεί για το υπουργείο Δημόσιας Τάξης εμφανίζονται αυξημένα κατά 8,1%.

Αδιάψευστος μάρτυρας τέλος της ταξικής πολιτικής που ασκείται είναι η φορολογική πολιτική, που αντί να αμβλύνει τις εισοδηματικές αντιθέσεις τις επιτείνει, διευρύνοντας το πρωτογενές οικονομικό χάσμα. Στον νέο προϋπολογισμό προβλέπονται νέοι φόροι ύψους 3,2 δισ. ευρώ. Οι νέοι αυτοί φόροι (που συνιστούν αύξηση κατά 7,2% ως προς το 2006) θα προέλθουν πρωτίστως από την αύξηση των έμμεσων φόρων (που αυξάνονται κατά 8,8%) και των φόρων που καταβάλλουν τα φυσικά πρόσωπα (που αυξάνονται κατά 6,8%), ενώ οι άμεσοι φόροι και οι φόροι των νομικών προσώπων θα αυξηθούν πολύ λιγότερο (κατά 4,8% και 2,7%) καθιστώντας έτσι τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τη νεολαία και τη φτωχομεσαία αγροτιά προνομιακούς χορηγούς των κρατικών εσόδων. Άμεσο αποτέλεσμα των σχετικά χαμηλών συνολικών φορολογικών εσόδων (μόλις 35% του ΑΕΠ) που εμφανίζει η Ελλάδα σε σχέση με τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, απόρροια της απροθυμίας του ελληνικού κράτους να επιβάλει γενναία φορολογία στο κεφάλαιο και του ασυνήθιστα μεγάλου μέρους που καταλαμβάνουν οι έμμεσοι φόροι στα συνολικά φορολογικά έσοδα, από την άλλη, είναι το φορολογικό σύστημα της Ελλάδας να ομοιάζει περισσότερο με τα φορολογικά συστήματα των δέκα νέων χωρών που εισήλθαν προσφάτως στην Ε.Ε. παρά με τα φορολογικά συστήματα καπιταλιστικών σχηματισμών της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης, όπου τα φορολογικά έσοδα είναι πολύ υψηλότερα και η κύρια πηγή τους είναι οι άμεσοι φόροι που καταβάλλουν τα νομικά πρόσωπα.

Μόνο και μόνο για να φανεί πόσο ταξικό και παράλογο είναι το φορολογικό σύστημα που έχει εδραιωθεί στην Ελλάδα, αξίζει να θυμηθούμε την απειλή που εκστομίζει προς τον Αλλαντοπώλη ο Παφλαγών, στους Ιππής του Αριστοφάνη: «Θα μου το πληρώσεις ακριβά. Θα σε ξεζουμίσω στις εισφορές, θα φροντίσω να περάσεις στον κατάλογο των πλουσίων».

Στο σύγχρονο, ανεπτυγμένο, ολοκληρωτικό καπιταλισμό όμως αυτό το ενδεχόμενο –να περάσει κάποιος στον κατάλογο των πλουσίων– κάθε άλλο παρά απειλή συνιστά. Το δείχνουν τα υπερβολικά κέρδη που συσσωρεύει η κορυφή της πυραμίδας του ελληνικού κεφαλαίου, οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις, ως αποτέλεσμα κατά ένα σημαντικό μέρος των φορολογικών ελαφρύνσεων που νομοθέτησε η κυβέρνηση Καραμανλή λίγους μήνες αφότου ανέλαβε την εξουσία. Κατά το πρώτο εννιάμηνο του τρέχοντος έτους τα συνολικά κέρδη των εν λόγω επιχειρήσεων διαμορφώθηκαν στα 6,75 δισ. ευρώ εμφανίζοντας αύξηση σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο κατά 52%! Μάλιστα, τα αυξημένα αυτά κέρδη δεν προήλθαν από μια αντίστοιχη αύξηση του τζίρου, αλλά από μια πολύ υποδεέστερη αύξησή του, της τάξης του 18,7%. Τα κέρδη που συσσωρεύτηκαν συνεπώς δεν προήλθαν τόσο από τη διεύρυνση του κύκλου εργασιών, από νέες δουλειές, αλλά από την όξυνση της εκμετάλλευσης και το ευνοϊκότερο για το κεφάλαιο φορολογικό πλαίσιο.

Αντίθετα δηλαδή με τις μονότονα επαναλαμβανόμενες οιμωγές της κυβέρνησης και της αστικής τάξης για κρίση, ελλιπή ανταγωνιστικότητα, υψηλό εργατικό κόστος και μη φιλικό προς τις επιχειρήσεις οικονομικό περιβάλλον, τα πιο επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα αποτελεί παράδεισο κερδοφορίας, με αποδόσεις που σπάνια συναντώνται στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, αλλά και παράδεισο εκμετάλλευσης!

Γιατί μια δεύτερη ματιά στο ράλι κερδών που πραγματοποιείται στην ελληνική κεφαλαιαγορά δείχνει ότι πρωταγωνιστές των κερδών, οι επιχειρήσεις δηλαδή που έσυραν στα ουράνια το άρμα της κερδοφορίας του ελληνικού καπιταλισμού, ήταν αυτές που μονοπώλησαν το ενδιαφέρον της δημοσιότητας εφαρμόζοντας τα πιο αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα, όπως είναι για παράδειγμα ο ΟΤΕ, που βρίσκεται στην τέταρτη θέση με κριτήριο τα κέρδη μετά από φόρους που συγκέντρωσε, και οι τράπεζες: Ειδικότερα η Alpha, η Eurobank και η Εθνική που μοιράζονται την τρίτη, δεύτερη και πρώτη θέση αντίστοιχα στη λίστα των δισ.

Καταλαμβάνοντας οι τρεις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες τα τρία πρώτα βάθρα της κερδοφορίας των εισηγμένων ολοκληρώνεται ως προς το παρόν και ένας φρενήρης αγώνας δρόμου που ως ενδιάμεσους σταθμούς είχε το μίνι ασφαλιστικό που επέβαλε η κυβέρνηση στους τραπεζοϋπαλλήλους το καλοκαίρι του 2005, με εμπνευστή τον υπουργό Οικονομίας Γ. Αλογοσκούφη, την αρχική απροθυμία των συμπαικτών του στο τένις κλαμπ της Εκάλης, την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, να συζητήσουν την υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας με την ΟΤΟΕ, αλλεπάλληλες εξαγορές ξένων τραπεζών και συγχωνεύσεις που στοίχισαν μυθικά ποσά, ανατροπή των –σχετικά καλών μέχρι πρόσφατα– εργασιακών σχέσεων στο χώρο των τραπεζών και, το προκλητικότερο, ξεδιάντροπη καταλήστευση των πελατών τους! Η άρνηση των τραπεζιτών να προσαρμόσουν τα επιτόκια ταμιευτηρίου, με τα οποία ανταμείβουν τους καταθέτες, στα νέα επιτόκια του ευρώ που από 2% κατά τις αρχές του 2006 έφθασαν στο 3,5% με την τελευταία αύξηση που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις 7 Δεκέμβρη, σε συνδυασμό με την αυτόματη, σχεδόν ακαριαία αναπροσαρμογή των επιτοκίων δανεισμού –από πιστωτικές κάρτες και χορηγήσεις μέχρι δάνεια που δεν είχαν συναφθεί με σταθερό επιτόκιο– έρχεται να δείξει τις βαθιά ανταγωνιστικές σχέσεις που υπάρχουν πίσω από τις θαυμαστές κατά τ’ άλλα επιδόσεις και πως η ελληνική οικονομία μοιάζει με το διπρόσωπο Ιανό.

Ταυτόχρονα πόσο ριζική και καθολική πρέπει να είναι η απάντηση της επαναστατικής Αριστεράς σήμερα στο οξυμένο κοινωνικό ζήτημα! 

(*) Συντάκτης, εφημερίδα «Πριν»