ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΧΡΑΝΤ ΝΤΙΝΚ: ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, του Ιμπραΐμ Τσιτσέκ

τ.213, 23/2/2007 (σε ένθετο οι σελίδες της Αριστεράς με αφιέρωμα στην εποχή μας)

Πρόσωπο με πρόσωπο με την ιστορία

 «Εκείνη την ώρα, που μάθαμε ότι ο Χραντ Ντινκ δολοφονήθηκε, μέσα στο κελί της απομόνωσης ήμασταν τρεις σύντροφοι, χωρίς δυνατότητα επαφής με τους συγκρατούμενούς μας. Αρχίσαμε λοιπόν να φωνάζουμε μόνοι μας συνθήματα· “Ο Χραντ Ντινκ είναι αθάνατος”. “Ζήτω η αδελφοσύνη των Λαών”».

του Ιμπραΐμ Τσιτσέκ, φυλακισμένου δημοσιογράφου, αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Ατιλίμ»

«Το φωτισμένο και πονεμένο κομμάτι του τούρκικου λαού που βγήκε στους δρόμους για να αποχαιρετήσει τον Χραντ Ντινκ, έδειξε ότι ήρθε η ώρα να απαλλαγεί από την βρωμιά που η αστική τάξη τρίβει επάνω του, να πετάξει από πάνω του το βάρος του ιστορικού εγκλήματος».

Στο κελί μας, στη φυλακή τύπου F στο Τεκίρνταγ, πρωτομάθαμε ότι ο Χραντ Ντινκ έπεσε θύμα ρατσιστικής φασιστικής δολοφονίας ακούγοντας τις ειδήσεις των 5 στο ελεύθερο ραδιόφωνο Οζγκιούρ. Όταν ανοίξαμε την τηλεόραση, όλα τα κανάλια κάλυπταν ζωντανά το γεγονός. Ξαφνικά, η ημερήσια διάταξη στην Τουρκία είχε αλλάξει. Η συνδιάσκεψη με θέμα «Η Τουρκία αναζητά την ειρήνη της», το ζήτημα του Κιρκούκ, οι προεδρικές εκλογές, η «έκθεση του Συνδέσμου Τούρκων Βιομηχάνων για τη δημοκρατία», ακόμα και η απεργία πείνας στις φυλακές… όλα αυτά ξεθώριασαν κι όλος ο κόσμος άρχισε να συζητά για τη δολοφονία του Χραντ Ντινκ. Οι αυτόπτες μάρτυρες εξιστορούσαν πώς ο δολοφόνος έτρεξε να φύγει, φωνάζοντας «σκότωσα έναν Αρμένη»… Εκείνη την ώρα μέσα στο κελί της απομόνωσης ήμασταν τρεις σύντροφοι, χωρίς δυνατότητα επαφής με τους άλλους συγκρατούμενούς μας. Αρχίσαμε λοιπόν, στις 6 το απόγευμα, να φωνάζουμε μόνοι μας συνθήματα: «Ο Χραντ Ντινκ είναι αθάνατος», «Ζήτω η αδελφοσύνη των λαών».

Τα νέα της τηλεόρασης έδειχναν σημάδια μεγάλης πολιτικής κινητοποίησης στην Ισταμπούλ. Επαναστάτες, προοδευτικές δυνάμεις, αντιφασίστες, σοσιαλιστές και πατριώτες άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία Ταξίμ και μπροστά στα γραφεία της εφημερίδας «Αγκός». Η πρώτη εκδήλωση της αγανάκτησης, με τα συνθήματα «Είμαστε όλοι Χραντ Ντινκ», «Είμαστε όλοι Αρμένηδες» και «Το κράτος είναι ο δολοφόνος» σύντομα μετατράπηκε σε διαφώτιση συνειδήσεων και κάλεσμα για δυνάμωμα του αγώνα. Μετά την καθιστική διαμαρτυρία στην πλατεία Ταξίμ, το πλήθος άρχισε να βαδίζει προς την εφημερίδα «Αγκός». Ήδη εκείνη τη στιγμή χιλιάδες συγκροτούσαν την πορεία. Όταν έφτασαν στα γραφεία της εφημερίδας, οι συγκεντρωμένοι ήταν 10 με 15 χιλιάδες. Τις επόμενες ημέρες, τα συνθήματα που προανέφερα φωνάχτηκαν από δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Στον ένδοξο αποχαιρετισμό της «Ζωηρής Φωτιάς» (αυτό σημαίνει το όνομα Χραντ), την Τρίτη 24 Ιανουαρίου, τα συνθήματα «Είμαστε όλοι Χραντ Ντινκ» και «Είμαστε όλοι Αρμένηδες» αποτέλεσαν την αιχμή αυτής της αντιφασιστικής διαμαρτυρίας.

Αυτό το βάρβαρο έγκλημα επανέφερε το «αρμενικό ζήτημα», δηλαδή τη γενοκτονία των Αρμενίων στις αρχές του 20ού αιώνα, ενώπιον όλων των κοινωνικών τάξεων και των εθνικών και θρησκευτικών κοινοτήτων της χώρας μας. Ήταν μια συγκλονιστική στιγμή. Η κηδεία που μετατράπηκε σε διαδήλωση έφερε κατά κάποιο τρόπο πρόσωπο με πρόσωπο τις μάζες του τουρκικού λαού με το «αρμενικό ζήτημα». Αν πάλι ειδωθεί από τη σκοπιά του αρμενικού ζητήματος,  το έφερε πρόσωπο με πρόσωπο με την ιστορία. Η ιστορία είναι, κατά κάποιο τρόπο, κάτι σαν σκιά που ακολουθεί τους λαούς και τα έθνη: δεν μπορούν να απαλλαγούν από αυτή. Τα ψεύδη, η άρνηση και η καταστρεπτική βίαιη ενσωμάτωση δεν μπορούν ποτέ να ρίξουν πέπλο λήθης πάνω στα μεγάλα, ιστορικά εγκλήματα.

Οι ιστορικές πραγματικότητες διαρρέουν προς την κοινωνία μέσα από τις κατάλληλες ρωγμές, κι αυτό συμβαίνει ξανά και ξανά. Κι έρχεται η στιγμή που η κραυγή για ιστορική δικαιοσύνη υψώνεται, πάνω στο ξέσπασμα που γεννιέται από έναν κοινωνικό σεισμό. Μετά τη δολοφονία την Παρασκευή 19 Ιανουαρίου, η γενοκτονία των Αρμενίων ήταν στην ημερήσια διάταξη όλου του κόσμου. Μια γενοκτονία που πραγματοποιήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις αρχές του 20ού αιώνα και κληρονομήθηκε από τη ρεπουμπλικανική Τουρκία (δηλαδή το τουρκικό αστικό εθνικό κράτος) κάτω από τον ευφημισμό «υποχρεωτική μετανάστευση». Το φωτισμένο και πονεμένο κομμάτι του τουρκικού λαού που βγήκε στους δρόμους για να αποχαιρετήσει τον Χραντ Ντινκ με το σύνθημα «Είμαστε όλοι Αρμένηδες» έδειξε ότι ήρθε η ώρα να απαλλαγεί από τη βρωμιά που η αστική τάξη τρίβει επάνω του, να πετάξει από πάνω του το μεγάλο βάρος του ιστορικού εγκλήματος. Ο Χραντ ήταν ένας επαναστάτης διανοούμενος. Ήταν ένας παλικαρίσιος εκφραστής των ιστορικών αληθειών και του μέλλοντός μας, ενός μέλλοντος γεμάτου φως κι ελπίδα. Οι δολοφονικές σφαίρες στόχευαν όλους τους προοδευτικούς και επαναστάτες διανοούμενους που μιλούν τη γλώσσα της αλήθειας. Ο στόχος τους ήταν να κλείσουν το στόμα των προοδευτικών και επαναστατών διανοούμενων.

Την ίδια στιγμή, στόχο αποτελούσε και η αρμένικη εθνική κοινότητα. Αλλά και το κουρδικό έθνος και όλες οι μη τουρκικές κοινότητες, η ίδια τους η ύπαρξη, η ταυτότητα και τα αιτήματά τους για ελευθερία, αποτελούσαν επίσης στόχο των δολοφόνων. Σκοπός ήταν να τους εκφοβίσουν απειλώντας τους με εξόντωση, να τους φιμώσουν και να τους «εκτουρκίσουν» διά της βίας. Έτσι κι αλλιώς, αυτή ήταν η ρατσιστική πολιτική του αστικού κράτους τον περασμένο αιώνα. Το σκεπτόμενο τμήμα της τουρκικής κοινωνίας και όσοι συνειδητοποιημένοι νιώθουν την ωμότητα που έζησε το αδελφικό τους, πνευματικά συγγενές έθνος, οι εκατοντάδες χιλιάδες λαού που πήραν μέρος στον αποχαιρετισμό του Χραντ Ντινκ και ο καθένας από εμάς που συμμετείχαμε με το μυαλό και την καρδιά μας, όλοι αυτοί φώναξαν «Είμαστε όλοι Αρμένηδες». Έτσι, έδειξαν ότι μοιράζονται, και γι’ αυτό αρχίζουν να κατανοούν, τον αβάσταχτο πόνο του αρμένικου λαού. Εκείνη την ώρα οι συνένοχοι, αυτοί που όπλισαν το δολοφόνο, έμειναν σιωπηλοί, τρίζοντας τα δόντια τους.

Δέκα ημέρες μετά τη δολοφονία, περνώντας σε μια δεύτερη φάση, άρχισε η συζήτηση για το σύνθημα «Είμαστε όλοι Αρμένηδες». Αυτοί που δεν μιλούσαν επί ημέρες, αυτοί που υποχρεώθηκαν να σιωπήσουν, άρχισαν να υψώνουν λίγο-λίγο τη φωνή τους. Τώρα οι ηγέτες του τουρκικού σοβινισμού και ρατσισμού ψελλίζουν ότι το σύνθημα «Είμαστε όλοι Αρμένηδες» τούς ταπεινώνει, προσβάλλει τον «τουρκισμό» τους ή το Ισλάμ ή και τα δυο μαζί. Στην πραγματικότητα, λέγοντάς τα αυτά ομολογούν τις ρατσιστικές σκέψεις τους. Άρχισαν να ανησυχούν για το πώς να κρύψουν τα εγκλήματά τους. Όταν για πρώτη φορά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους, υποχρεώθηκαν να αμυνθούν. Και όταν εκατοντάδες χιλιάδες ήρθαν, σαν μια μάζα, πρόσωπο με πρόσωπο με την ιστορία, οι Τούρκοι εθνικιστές και ισλαμιστές χωρίστηκαν στα δυο:

Αυτοί που υποστηρίζουν ότι το σύνθημα «Είμαστε όλοι Αρμένηδες» ταπεινώνει τον τουρκισμό και το Ισλάμ, είναι οι άγριοι ρατσιστές. Αρνούνται να αντικρύσουν την ιστορία και την πραγματικότητα. Το να ανοίγεις συζήτηση για το σύνθημα «Είμαστε όλοι Αρμένηδες» με το επιχείρημα ότι προσβάλλει και ταπεινώνει τον τουρκισμό και το Ισλάμ είναι το άκρον άωτον της ξεδιαντροπιάς του ρατσισμού. Αυτοί που δεν μπορούν να αντικρύσουν την ιστορία και την πραγματικότητα σταδιακά αποκαλύπτονταν. Ο ρατσισμός έκανε τα μυαλά και τις καρδιές τους να ταράζονται και επίσης να εκπλήσσονται από το σύνθημα. Η άλλη ομάδα προσπάθησε να πει ότι φωνάζοντας το σύνθημα «Είμαστε όλοι Αρμένηδες» κανείς δεν χάνει τον τουρκισμό του και την ισλαμική πίστη του. Εξηγούν ότι όποιος φωνάζει αυτό το σύνθημα απλώς μπαίνει στη θέση του θύματος και δεν σημαίνει τίποτε άλλο από μια συνειδητή και δημοκρατική στάση απέναντι σε μια τέτοια δολοφονία. Πεφωτισμένη και δημοκρατική ματιά στην ιστορία, όσον αφορά αυτήν την ομάδα.

Όμως, ποιος είναι ο δολοφόνος; Αυτοί που ανακάλυψαν και ένιωσαν ότι ταπεινώνονται από το σύνθημα «Είμαστε όλοι Αρμένηδες» είναι αυτοί που επιδίωξαν τη δολοφονία. Πού αλλού θα έπρεπε να ψάξει κανείς για να βρει τους πιθανούς δολοφόνους!

Η αντιμετώπιση της ιστορίας εξακολουθεί να είναι μια πολύ δύσκολη και οδυνηρή πρόοδος για το λαό μας. Μεταξύ των αιτίων πρέπει να αναφέρουμε τις ιστορικές σφαγές στις οποίες επιδόθηκε η τουρκική αστική τάξη, που καθοδηγούσε τη διαδικασία εθνικής συγκρότησης, όλα τα βαριά εγκλήματα συγκάλυψης όσων έγιναν, την προσπάθεια να καταστεί ο λαός μας συνένοχος σε αυτά, τη δηλητηρίαση του λαού μας με ψεύδη επί εκατοντάδες χρόνια, την καταπίεση από τη δικτατορία και το λαϊκό φόβο απέναντι στην ελευθερία και την πραγματικότητα. Η τουρκική αστική τάξη νόμιζε ότι είχε τσακίσει τη θέληση του κουρδικού λαού πριν από 100 χρόνια. Με την άρνηση, την εξόντωση και την ενσωμάτωση, σχεδόν κατάφερε τον τουρκικό λαό να «πιστέψει» ότι δεν υπάρχει κουρδικός λαός, ούτε κουρδική γλώσσα!

Ο τουρκικός λαός βρίσκεται αντιμέτωπος με την κουρδική εθνική πραγματικότητα εδώ και 30 χρόνια. Γνωρίζει πια πολύ καλά πόσο αιματηρός είναι ο βρώμικος πόλεμος εναντίον των Κούρδων. Η λαϊκή οδύνη για τον Χραντ Ντινκ και, με αφετηρία αυτή την οδύνη, η αντιμετώπιση των αληθειών για το αρμενικό ζήτημα, αποτελεί κρίκο της ίδιας αλυσίδας. Ο λαός μας δεν έχει άλλη επιλογή από το να δει κατάματα την ιστορία, εάν θέλει να προοδεύσει στην αρχή του 21ου αιώνα. Η καταστροφή της ιδεολογικής ηγεμονίας της τουρκικής αστικής τάξης και του τουρκικού κράτους είναι απολύτως απαραίτητη.

Το γεγονός ότι δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βάδισαν στους δρόμους της Ισταμπούλ με το σύνθημα «Είμαστε όλοι Αρμένηδες» σημαίνει ότι η ρατσιστική και σοβινιστική ιδεολογική ηγεμονία αρχίζει να διαλύεται, ότι η κρίση αυτής της ηγεμονίας βαθαίνει και δυναμώνει. Αυτό ήταν το πρώτο παράδειγμα σχετικά με το βίαιο ξεριζωμό και τη γενοκτονία του αρμενικού έθνους. Αλλά αυτό δεν συνέβη αμέσως, ούτε με αυτόματο τρόπο. Η συσσώρευση των αγώνων των επαναστατών, σοσιαλιστών, πατριωτών, αντιφασιστών καθώς και των προοδευτικών και επαναστατών διανοούμενων τα τελευταία 25 χρόνια, αγώνων που στηρίχθηκαν σε μεγάλες θυσίες και πολύ πόνο, ήταν η βάση γι’ αυτό που έγινε. Σ’ αυτή τη βάση, η δολοφονία του Χραντ Ντινκ, στο πρόσωπο του οποίου εκπροσωπούνται όλοι οι προοδευτικοί και επαναστάτες διανοούμενοι, ο αρμενικός λαός και όλες οι μη τουρκικές εθνικές κοινότητες, πυροδότησε ένα σεισμό πόνου και συνείδησης ανάμεσα στο λαό, που ακολουθήθηκε από μια μαζική απόσπαση από τις αγκάλες του σοβινισμού. Είμαστε ακόμη στην αρχή της πορείας μας, αλλά γνωρίζουμε πως ο δρόμος είναι πλέον ανοιχτός.

Είμαστε διεθνιστές επαναστάτες, κόρες και γιοι του τουρκικού λαού και πιονιέροι της εργατικής τάξης. Ας μην αμφιβάλλει κανείς: Θα βαδίσουμε μπροστά χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, στον αγώνα για ελευθερία και σοσιαλισμό, με τη δύναμη που παίρνουμε από την οργή, το πάθος και τα αιτήματα των εκατοντάδων χιλιάδων που ξεσηκώθηκαν ενάντια σ’ αυτή τη βάρβαρη δολοφονία.