ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: ΕΝΔΟΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΚΟΠΙΑ, του Γ.Αναστασίου

τ.208-209, 15/12/2006 (σε ένθετο οι σελίδες της Αριστεράς με αφιέρωμα στην Ελληνική Οικονομία)

Eνδοαριστερός ανταγωνισμός και ανέξοδη λογοκοπία

Περί άλλων τυρβάζει η ευρωπαϊκή Aριστερά

του Γ.Αναστασίου

Η πολιτική Αριστερά στην Ευρώπη… άλλη μια πονεμένη ιστορία; Μάλλον, αν σκεφτεί κανείς την αναντιστοιχία ανάμεσα στα τόσα ελπιδοφόρα κινήματα που αναδείχθηκαν τα τελευταία χρόνια και σε μια σειρά βασικών δυνάμεων της ευρωπαϊκής πολιτικής Αριστεράς που αποδεικνύονται, για μία ακόμη φορά, επιεικώς ανεπαρκείς. Στο άρθρο αυτό θα εξετάσουμε τη στάση της πολιτικής Αριστεράς απέναντι σε μια σειρά ζητήματα που επηρεάζουν άμεσα τη ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας όσων κατοικούν στη γηραιά ήπειρο: α) το νεοφιλελευθερισμό, β) το επίσημο πολιτικό σύστημα, γ) τον πόλεμο και τις «αντι-τρομοκρατικές» πολιτικές. Και θα δούμε ότι, παρά τις πολιτικές ή γεωγραφικές διαφοροποιήσεις των βασικών δυνάμεων της ευρωπαϊκής Αριστεράς, η ανικανότητα –εκούσια ή ακούσια, μικρή σημασία έχει– να εκφράσουν τις λαϊκές προσδοκίες και να δώσουν θετική διέξοδο δεν αποτελεί ελληνικό προνόμιο.

Ο νεοφιλελευθερισμός μολύνει και τους «υπεράνω πάσης υποψίας»;

Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζονται απ’ άκρη σ’ άκρη της Ευρώπης, υπό την υψηλή εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν πια απονομιμοποιηθεί στη συνείδηση της πλειοψηφίας. Μεγάλα κινήματα ξεσπούν όλο και πιο συχνά με στόχο την απόκρουσή τους. Από τις ενωτικές κινητοποιήσεις ενάντια στο «συμβόλαιο πρώτης απασχόλησης» (CPE) στη Γαλλία ως τις διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων «ευέλικτων» εργαζόμενων στην Ιταλία και τις μεγάλες εργατικές απεργίες στη Γερμανία και αλλού, οι εργαζόμενοι και η νεολαία, σε κάθε ευκαιρία, φωνάζουν «φτάνει πια!». Η πολιτική Αριστερά συμμετέχει βέβαια σε αυτές τις κινητοποιήσεις, αν και συχνά μοιάζει να το κάνει για την τιμή των όπλων. Γι’ αυτό μάλλον εκπλήσσεται όποτε επιδεικνύουν ανθεκτικότητα και επιμονή, αντί να είναι αυτή που επιδιώκει να τους προσδώσει τέτοια χαρακτηριστικά. Το πρόβλημα όμως δεν σταματά εδώ. Όταν αυτή η Αριστερά αναρριχάται στην εξουσία, πατώντας ακριβώς στις πλάτες των κινημάτων και της γενικευμένης λαϊκής δυσαρέσκειας, δεν διστάζει να αποδεχτεί, με διάφορα προσχήματα, τη συνέχιση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Πιο πρόσφατο –και πιο απογοητευτικό για όσους τη στήριξαν– το παράδειγμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, όπου στο όνομα της «κυβερνητικής σταθερότητας» ψήφισε τον αντιλαϊκό προϋπολογισμό του Πρόντι. Για να μη μιλήσουμε για την εξευτελιστική για την έννοια της Αριστεράς, νεοφιλελεύθερη διαχείριση των διαφόρων μεταλλαγμένων «κομμουνιστών» σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Αυτού του τύπου ο «ρεαλισμός» κάθε άλλο παρά εξυπηρετεί τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας και ουσιαστικά στρώνει κόκκινο χαλί για την επιστροφή των πιο ανοιχτά αντιδραστικών δεξιών δυνάμεων.

Υποταγή στο επίσημο πολιτικό παιχνίδι και μικροπολιτική

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες –με μεγαλύτερη ίσως εξαίρεση τη Γαλλία– υπάρχει, με τοπικές ιδιομορφίες πάντα, κάποια μορφή δικομματισμού. Η επίσημη πολιτική κυριαρχείται συνήθως από δύο βασικές δυνάμεις ή συνασπισμούς, ένα συντηρητικό και ένα σοσιαλδημοκρατικό, που πλέον έχουν ελάχιστες διαφορές μεταξύ τους. Και ενώ φουντώνει η δυσαρέσκεια, οι βασικές συνιστώσες του επίσημου πολιτικού κόσμου εναλλάσσονται στην κυβέρνηση, με ή χωρίς συμμάχους, εφαρμόζοντας μια ενιαία ουσιαστικά πολιτική. Στην πραγματικότητα, δεν νιώθουν να απειλούνται από την Αριστερά, που σχεδόν παντού αδυνατεί να κινηθεί με ενιαίο και χρήσιμο για το λαό τρόπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες στη Γαλλία ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2007. Το ενωτικό, ριζοσπαστικό κίνημα που επέβαλε το «Όχι στο Ευρωσύνταγμα» και πάγωσε το νομοσχέδιο για το CPE σίγουρα αξίζει καλύτερη τύχη από αυτήν που του επιφυλάσσουν οι διάφορες συνιστώσες της «πληθυντικής Αριστεράς»! Με το Γαλλικό Κ.Κ. να προσπαθεί να επιβάλει με το ζόρι και με κολπάκια την υποψηφιότητα της γενικής γραμματέως του, της κυρίας Μπιφέ, χωρίς μάλιστα να αποφεύγει τα βλεφαρίσματα προς τους «σοσιαλιστές», και τις τροτσκιστικές οργανώσεις να κλείνουν τη συζήτηση αναγγέλλοντας η καθεμιά το δικό της υποψήφιο, αυτό που βασιλεύει είναι η μικροπολιτική και η αδιαφορία για τις ανάγκες των καιρών και του λαϊκού κινήματος. Έτσι σκορπίζουν την απογοήτευση κι αφήνουν διάπλατα ανοιχτό το δρόμο στους Σαρκοζί, Σεγκολέν και Λεπέν να δημαγωγούν και να εκβιάζουν το εκλογικό σώμα. Κάπως διαφορετική πάντως είναι η κατάσταση στη Γερμανία όπου, εξαιτίας της εκλογικής επιτυχίας του Αριστερού Κόμματος, οι χριστιανοδημοκράτες και οι σοσιαλδημοκράτες εξαναγκάστηκαν από το μεγάλο κεφάλαιο να συγκροτήσουν από κοινού την κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού». Η αντιλαϊκή πολιτική που εφαρμόζουν τους ξεγυμνώνει στα μάτια του κόσμου, και το Αριστερό Κόμμα θα μπορούσε πράγματι να τους δημιουργήσει πολύ περισσότερα και ουσιαστικότερα προβλήματα, αν οι ηγέτες του ασχολούνταν λιγότερο με συντροφικά μαχαιρώματα και μικροπολιτικές και περισσότερο με την ανάγκη να εκφράσουν τη διάθεση αντίστασης εκατομμυρίων εργαζόμενων και νέων.

Το «ειρηνευτικό» κράνος και οι ίσες αποστάσεις…

Η βάρβαρη επίθεση του Ισραήλ στο Λίβανο και στα Κατεχόμενα (ίσως θα ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα να ξαναρχίσουμε να ονομάζουμε έτσι τη Γάζα) επέτρεψε σε μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς να δώσει νέο ρεσιτάλ υπευθυνότητας και ρεαλισμού – σε πλήρη αντίθεση με τα αντιιμπεριαλιστικά, αντιαμερικάνικα και αντισιωνιστικά αισθήματα της συντριπτικής πλειοψηφίας των οπαδών της. Βαφτίζοντας, έστω και διστακτικά, «θετικό βήμα υπέρ της ειρήνευσης» την επέμβαση της «διεθνούς κοινότητας», έβαλε στην ίδια μοίρα θύτες και θύματα κι έκανε ότι δεν βλέπει το βρόμικο ρόλο τόσο των ΗΠΑ όσο και της ΕΕ. Αρνείται να βαθύνει τον αντιαμερικανισμό που, παρ’ όλα αυτά, είναι διάχυτος ανάμεσα στους λαούς και ιδίως στη νεολαία σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Φαίνεται ότι ο διεθνισμός είναι κάτι «αλλόκοτο» γι’ αυτήν την Αριστερά, με πιο χτυπητό παράδειγμα και πάλι τη Γαλλία –όπου ενώ υπάρχουν συνεχείς και βαθιοί κοινωνικοί αγώνες και είναι μια ιμπεριαλιστική χώρα, ο αντιιμπεριαλισμός είναι είδος εν ανεπαρκεία– και την Ιταλία – όπου ο κυβερνητισμός και η υπευθυνότητα φαίνεται να έχουν ζαλίσει αρκούντως τις ηγεσίες της Αριστεράς. Υπάρχουν μάλιστα και ακραία ανησυχητικά παραδείγματα, όπως του εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσόντος Πιέτρο Ινγκράο, που δεν διστάζει να κατακεραυνώνει τη… «δικτατορία στην Κούβα»! Άλλο παράδειγμα, η επιμονή του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς να στηρίζει την «ευρωπαϊκή προοπτική» μιας Τουρκίας, που (ας ξεχάσουμε την Κύπρο;) δίνει ρέστα στην πιο βάρβαρη καταστολή του αριστερού κινήματος και του κουρδικού λαού. Η εξίσωση των ιμπεριαλιστικών εγκλημάτων με την αντίσταση των λαών, η επιμονή σε έναν κουρελιασμένο από την πραγματικότητα ευρωπαϊσμό («Άλλη Χάρτα για την Ευρώπη»), η υποτίμηση του αντιαμερικανισμού και του αντιιμπεριαλισμού ως «καθυστερημένου» δείχνουν ότι αυτή η Αριστερά περί άλλων τυρβάζει και βρίσκεται σε αντίθεση με τις διαθέσεις πλατιών λαϊκών στρωμάτων.

«Μικρό μικρό τ’ αμπέλι μου, αλλά καταδικό μου»

Έτσι, ο κορμός αυτής της Αριστεράς επιδεικνύει μια κραυγαλέα αδυναμία να εκφράσει σε πολιτικό επίπεδο ένα μέτωπο των εργαζομένων, της νεολαίας, όλων όσων πλήττονται από το νεοφιλελευθερισμό. Αρκείται στη μικρόψυχη, κοντόφθαλμη αντίληψη «μικρό μικρό τ’ αμπέλι μου, αλλά καταδικό μου», αδυνατώντας γι’ αυτό το λόγο να διεμβολίσει το επίσημο πολιτικό σκηνικό και να αντιπαρατεθεί αποφασιστικά στον αστισμό. Γι’ αυτό, σε πολλές χώρες αφήνει ελεύθερο το πεδίο ακόμη και σε ακροδεξιές δυνάμεις να διαπερνούν τα κοινωνικά στρώματα, που λογικά θα εκφράζονταν μέσα από την Αριστερά, εμφανιζόμενες ως εκφραστές της λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στο «ευρωπαϊκό κατεστημένο». Αυτό το φαινόμενο δεν περιορίζεται στη Γαλλία με τον Λεπέν, αλλά εξαπλώνεται σε πρώην ανατολικές χώρες, των οποίων οι λαοί στενάζουν κάτω από τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση των υποτιθέμενων πρώην κομμουνιστών. Αφορά δε τόσο το ρεύμα που εκφράζεται μέσα από το Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς όσο και τους υποτιθέμενους «σκληρούς» τύπου ΚΚΕ ή Κ.Κ. Πορτογαλίας, που κι αυτοί αδυνατούν να συγκροτήσουν οποιοδήποτε πραγματικό μπλοκ αντίστασης, όσο κι αν επιδίδονται σε πρωτάθλημα ανέξοδης επαναστατικής λογοκοπίας (διατηρώντας ταυτόχρονα άριστες σχέσεις με τον αστισμό και κατηγορώντας τον κόσμο που «καλά να πάθει μ’ αυτά που ψηφίζει»). Εν τέλει, όλοι τους μοιάζουν ικανοποιημένοι με αυτήν την καταθλιπτική πραγματικότητα, εφόσον διατηρούν το μαγαζάκι τους, περιχαρακωμένοι, εξαντλώντας τη μαχητικότητά τους στον ενδοαριστερό εμφύλιο πόλεμο.

Στο μεταξύ, ο αντικομμουνισμός εγκαθίσταται στα ευρωπαϊκά σαλόνια

Την ίδια στιγμή, εξαπλώνεται ανησυχητικά σε ολόκληρη την Ευρώπη ο αντικομμουνισμός, «μοντέρνος» ή και παραδοσιακός. Αυτό δείχνουν οι απαγορεύσεις λειτουργίας κομμουνιστικών κομμάτων και νεολαιών στην Τσεχία και σε όλες τις χώρες της Βαλτικής, οι διώξεις εναντίον κομμουνιστικών και αντιιμπεριαλιστικών οργανώσεων στην Ιταλία, τη Δανία, στο Βέλγιο κ.λπ., η συμπερίληψη αριστερών και κομμουνιστικών δυνάμεων στις αισχρές «τρομολίστες» της ΕΕ, το κυνηγητό εναντίον αριστερών πολιτικών προσφύγων, οι νομοθετικοί περιορισμοί της δράσης των κομμουνιστών στο μαζικό κίνημα στη Γερμανία και αλλού. Το μεγαλύτερο τμήμα της ευρωπαϊκής πολιτικής Αριστεράς παρακολουθεί σχεδόν με αδιαφορία το λεκέ του αντικομμουνισμού να ποτίζει την ήπειρο, πράγμα που οφείλεται τόσο στην αποκομμουνιστικοποίησή της όσο και στην κοντόφθαλμη αντίληψη ότι ο κίνδυνος αυτός δεν την αφορά και δεν θα την αγγίξει.

Τι μέλλει γενέσθαι;

Κι όμως, αντικειμενικά υπάρχει η δυνατότητα για μια διαφορετική πορεία. Ενόσω οι επίσημες ηγεσίες συμπεριφέρονται μικροπολιτικά, οι «από κάτω» κινούνται με ριζοσπαστισμό και αγωνιστική διάθεση, επιβάλλοντας συχνά την κοινή δράση ενάντια στις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού και του ιμπεριαλισμού. «Καθυστερημένα», λοιπόν, δεν είναι τα εκατομμύρια των εργαζόμενων και των νέων που διαδηλώνουν το «φτάνει πια!» στις πολιτικές της φτώχειας, της καταπάτησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και του πολέμου, αλλά οι αντιλήψεις και η πολιτική αυτής της Αριστεράς που κωφεύει στις ανάγκες των καιρών και των λαών. Η συγκρότηση ενός ανεξάρτητου από τον αστισμό πόλου στην Ευρώπη είναι αντικειμενικά δυνατή και την επιζητούν εκατομμύρια εργαζόμενοι και νέοι. Ένας ανεξάρτητος αριστερός πόλος θα έπρεπε να παλεύει για την απαλλαγή της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, να καταπολεμά με συνέπεια τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, να αγωνίζεται για τη δημοκρατία που κινδυνεύει, να δίνει μάχες έτσι ώστε οι ευρωπαϊκές χώρες να απέχουν από πολέμους, κατοχές, εκστρατευτικά σώματα και τυχοδιωκτισμούς. Ένας τέτοιος πόλος θα ήταν ικανός να βάλει πραγματικά εμπόδια στην πολιτική της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης. Εκατομμύρια απλοί άνθρωποι σε όλη την ήπειρο επιθυμούν μια τέτοια Αριστερά, κι αυτό αποδεικνύεται από τις επιτυχίες των δυνάμεων που δοκιμάζουν, έστω και σε τοπικό επίπεδο, έναν τέτοιο δρόμο. Αντίθετα, η περιχαράκωση, ο κυβερνητισμός, η δικαιολόγηση των αδικαιολόγητων υποσκάπτουν την ίδια την επιβίωση της Αριστεράς. Όσο γρηγορότερα το αντιληφθούν οι υγιείς δυνάμεις που βρίσκονται εντός, εκτός και πέριξ των τειχών της, τόσο συντομότερα θα ανθίσει η ελπίδα για τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία.