Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ. ΒΕΤΟ: ΣΕ ΠΟΙΟΝ – ΑΠΟ ΠΟΙΟΥΣ – ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ

τ.230, 02/11/2007 (σε ένθετο το τ.3 του Δικτύου Κριτικής και Δράσης στην Παιδεία)

Η άποψή μας

Βέτο: σε ποιον – από ποιους – και γιατί

Η ελληνική (αστική) εξωτερική πολιτική δοκιμάζεται τούτες τις μέρες, και η αιτία μοιάζει να βρίσκεται στη στάση της σε ένα ζήτημα γειτονίας με μια μικρή διπλανή χώρα. Η πραγματική αιτία όμως βρίσκεται στην –εδώ και δύο δεκαετίες– ενεργή παρέμβαση του ιμπεριαλισμού (ΗΠΑ-ΕΕ) στην περιοχή και στην πρόσφατη αναζωπύρωση των ανταγωνισμών (ανάμεσα σε Aμερικάνους και Pώσους) για τους ενεργειακούς αγωγούς, στην τροφοδότηση εθνικιστικών και αλυτρωτικών βλέψεων –που αφού λειτούργησαν σαν μοχλός για την προώθηση διαμελισμών και για την επαναχάραξη συνόρων, πρέπει κάποτε, κάπως, να ικανοποιηθούν– και, φυσικά, στον ανταγωνισμό τοπικών δυνάμεων. Αυτές βλέπουν τα νέα Βαλκάνια σαν το χρυσοφόρο Ελντοράντο, συναγωνιζόμενες στο ποια θα έχει τη στήριξη και τις πλάτες κάποιας μεγάλης δύναμης για να διεισδύσει κι άλλο.

Επομένως, όταν λήγουν τα τέρμινα (και θα θυμάται ο αναγνώστης ότι οι Aμερικάνοι φίλοι έκαναν υπομονή και ανέβαλαν για λίγο τις «λύσεις» σε Μακεδονικό και Κόσοβο, ώστε να γίνουν και οι εκλογές σε Τουρκία και Ελλάδα, και όλοι στη χώρα μας φρόντισαν τα «εθνικά» να μην είναι στην ατζέντα της προεκλογικής περιόδου) και πρέπει να προωθηθούν «λύσεις», τότε κάποιος πληρώνει το μάρμαρο. Οι ΗΠΑ στηρίζουν τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και τη θέλουν στο ΝΑΤΟ, θέλουν την ανεξαρτοποίηση του Κοσόβου, και προσπαθούν μέσα από διαμελισμούς, εκβιασμούς και στήριξη προτεκτοράτων να περνά η πολιτική τους στην περιοχή. Μάλιστα, δεν έχουν δώσει κανένα δείγμα αδιαφορίας ή υποβάθμισης της σημασίας που έχουν τα Βαλκάνια στο σχεδιασμό τους.

Διαμήνυσαν προς όλες τις πλευρές ότι δεν «τους αρέσουν τα βέτο, και ιδιαίτερα αυτά που στρέφονται ενάντιά τους» και εργάζονται πυρετωδώς για την προώθηση των σχεδίων τους.

Η δοκιμασία της ελληνικής (αστικής) εξωτερικής πολιτικής έγκειται στο ότι το χαρμάνι λεονταρισμών και εθνικιστικής έξαρσης, από τη μια πλευρά, και η δουλική προσήλωση στην εξυπηρέτηση των «συμμαχικών» υποχρεώσεων, από την άλλη, δημιουργούν όρους συνειδητοποίησης των οπισθοχωρήσεων και συμβιβασμών που είναι αναγκασμένη να κάνει, και αυτό έχει ένα ορισμένο εσωτερικό κόστος. Υπάρχει δικαιολογημένη ευαισθησία σε θέματα εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, απειλών και επεκτατισμών, όπως υπάρχει και εκμετάλλευση –για πολλούς λόγους– αυτής της ευαισθησίας από κύκλους που παίζουν το ρόλο του «Eλληναρά» αλλά που χορταίνουν και πλουτίζουν από το γενικευμένο ξεπούλημα της χώρας και την υποθήκευση του μέλλοντός της.

Έτσι, κυπριακό, μακεδονικό, ελληνοτουρκικές σχέσεις, ελληνοαμερικάνικες σχέσεις μπορεί ανά πάσα στιγμή να γίνουν σοβαρά σημεία κλυδωνισμών και τριβών, με μεγάλες συνέπειες για όποιον, έστω και φραστικά, αποδεχτεί τετελεσμένα ή βάλει την υπογραφή σε καθ’ υπαγόρευση συμφωνίες.

Αν θυμόμαστε καλά, ο Καραμανλής στο ντιμπέιτ είχε πει ότι θα θέσει βέτο στο θέμα της ονομασίας, δηλαδή θα αρνηθεί την είσοδο της ΠΓΔΜ σε ΝΑΤΟ και ΕE. Λίγες μόλις μέρες μετά, διέψευσε τη δήλωσή του («ποτέ δεν είπα εγώ τη λέξη αυτή») και έγινε γνωστό πως, αν δεν καταγγελθεί η ενδιάμεση συμφωνία, δεν υπάρχει δυνατότητα –διαδικαστικά– να τεθεί βέτο. Η άλλη πλευρά, δηλαδή η αστική τάξη των Σλαβομακεδόνων, δεν νιώθει καμία μεγάλη πίεση και αρνείται κάθε συνεννόηση και συμβιβασμό. Οι δηλώσεις των αμερικανοθρεμμένων ακροεθνικιστών γιάπηδων, που σήμερα μανατζάρουν τη γειτονική χώρα, είναι χαρακτηριστικές: «Tο βέτο είναι στρατηγική παράλογων ηττημένων», «Tο θέμα δεν έχει να κάνει με το όνομα λ.χ. της Coca Cola, ώστε να σκεφτεί κάποιος αν είναι αποδεκτή η ονομασία Coca Cola Light».

Απ’ ό,τι φαίνεται, ούτε οι Aμερικάνοι ούτε κανένας άλλος στην περιοχή ανησυχεί ιδιαίτερα από τις «κανονιές» που έριξαν από κοινού οι Έλληνες ακροδεξιοί μακεδονομάχοι (Ψωμιάδης, Καρατζαφέρης, Άνθιμος) σε δηλώσεις τους για το θέμα κατά τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου. Φυσικά, δεν εκστόμισαν τη λέξη «βέτο» –δείγμα ρεαλισμού, δείγμα συμμόρφωσης, ποιος ξέρει;– και αρκέστηκαν στα «Μακεδονία ξακουστή, που δεν διαμελίζεται, που είναι συνώνυμη με την Ελλάδα» και άλλα τέτοια.

Με δεδομένο ότι κανένας –ή σχεδόν κανένας– «δεν ξέχασε σε 10 χρόνια» το ζήτημα της ονομασίας, όπως υποστήριζε ο Κ. Μητσοτάκης, ότι τα γκάλοπ βγάζουν ένα 60% να είναι ενάντια και στη σύνθετη ονομασία, και με δεδομένο επίσης ότι περιπλέκεται η κατάσταση με τους ανταγωνισμούς για τους αγωγούς (άρα και οι πιέσεις), δεν αποκλείεται το «μακεδονικό» να γίνει όχημα προς πολιτικές εξελίξεις και σχεδιασμούς που συμπεριλαμβάνουν μέχρι και την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, στις αρχές του 2008. Για να γίνουν πιο σαφή ορισμένα ζητήματα, στα μέσα Νοεμβρίου θα εγκαινιαστεί ο αγωγός φυσικού αερίου Ελλάδας-Τουρκίας, ο υπουργός Eνέργειας των ΗΠΑ θα έρθει στην Ελλάδα σε λίγες μέρες για διαπραγματεύσεις, ο Καραμανλής θα ταξιδέψει στη Μόσχα. Επίκεντρο των ταξιδιών και επαφών είναι από πού θα περάσουν οι αγωγοί, από ποιους θα προμηθεύονται και πόσο πετρέλαιο και αέριο, τι συμβόλαια θα συναφθούν, τι ανταλλάγματα θα πάρει κάθε πλευρά στη μια ή στην άλλη περίπτωση. Δύσκολο deal και, πάντως, όχι ο Καραμανλής στο ρόλο του «τραπεζίτη»…

Η ουσία, επομένως, δεν είναι το «βέτο». Και μάλιστα ένα βέτο για να μην μπει μια χώρα σε ΝΑΤΟ ή ΕΕ, όταν το επίδικο ζήτημα για την εργατική τάξη και τους λαούς είναι η ένταση της πάλης ενάντια στον πόλεμο και στους καταναγκασμούς που επιβάλλει το κεφάλαιο. Άρα η πολιτική της Aριστεράς πρέπει να είναι σαφής απέναντι σε τέτοια βέτο.

Η Aριστερά, σαν εκφραστής της εργατικής τάξης, πρέπει να προβάλλει τα δικά της βέτο:

Βέτο στην πολιτική του ιμπεριαλισμού, να φύγουμε από το ΝΑΤΟ, να κλείσει η Σούδα.

Βέτο στον εθνικισμό και τον αλυτρωτισμό, και τον εγχώριο και των γειτόνων μας – Φιλία, συνεννόηση και συνεργασία των βαλκανικών λαών.

Βέτο στη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεων που την προωθούν, καταδικάζοντας τους εργαζόμενους στην πείνα, τη φτώχεια, τη δυστυχία.

Βέτο στο ρατσισμό, στον αντικομμουνισμό, στο ραγιαδισμό.

Με αυτά τα βέτο (που δεν αρέσουν σε κανέναν από το αντιδραστικό στρατόπεδο – ιμπεριαλιστές, αστούς, σοβινιστές, φασίστες, αντιδραστικό παπαδαριό κ.λπ.) και την αποφασιστική προώθησή τους, η εργατική τάξη μπορεί να αποκτήσει την ανεξαρτησία της (απαραίτητος όρος για κάθε θετική εξέλιξη) και να παίξει ρόλο στην απελευθέρωση όλου του λαού από τα δεσμά καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού. Μέσα απ’ αυτά τα βέτο θα οικοδομηθεί ο νέος διεθνισμός και η αλληλεγγύη των λαών.