Η εικόνα μιλάει μόνη της. Τα ασφαλιστικά ταμεία χρεωκοπούν, με το ΙΚΑ να οδηγείται στα νύχια των δανειστών. Η ανεργία σκαρφαλώνει – κάθε μήνα, ακόμη και με τα “φτωχά” επίσημα στοιχεία, προστίθενται 15-20 χιλιάδες άνεργοι. Απελπισμένοι αγρότες στα μπλόκα. Η εφορία “παράγει” διαδοχικά μπιλιετάκια για το ΕΤΑΚ, για τους ημιυπαίθριους, ενώ, χωρίς να το καταλάβουμε, αυξάνονται οι (έμμεσοι) φόροι στη βενζίνη, στα τσιγάρα κ.λπ. Ξεπουλιέται –για να μπαλωθεί μια τρύπα του προϋπολογισμού– ακόμη και το νερό στη Θεσσαλονίκη (ΕΥΑΘ). Με τη μέθοδο “αποφασίζομεν και διατάσσομεν”, δηλαδή με υπουργική απόφαση, αποσύρονται δεκάδες επαγγέλματα από τη λίστα των βαρέων και ανθυγιεινών. Ο δημόσιος τομέας είναι ξεχαρβαλωμένος, ειδικά σε ό,τι αφορά το κοινωνικό κράτος και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς – κι έτσι το κεφάλαιο “χορεύει”, ξεζουμίζει, σκοτώνει. Έχουμε πλέον ένα θανατηφόρο εργατικό “ατύχημα” κάθε 3 μέρες. Τα νοσοκομεία, χωρίς προσωπικό, χωρίς υποδομές, ακόμη και… χωρίς γάζες, ετοιμάζονται (;) να “υποδεχθούν” τη νέα γρίπη. Ταυτόχρονα το καθεστώς της Άγκυρας διεκδικεί το Αιγαίο υπό ΝΑΤΟϊκή επικυριαρχία.
Από την ομολογία της κρίσης περνάμε στην ομολογία της πτώχευσης. Κυνική και επιθετική ομολογία των διαχειριστών του συστήματος. Τόσο των ντόπιων (δικομματισμός) όσο και των υπερεθνικών επιτελείων (ΕΕ, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ).
20 χρόνια μετά το 1989, 20 μόλις χρόνια μετά την τυπική κατάρρευση του “υπαρκτού” σοσιαλισμού, και ο “αθάνατος” καπιταλισμός δείχνει τα αδιέξοδά του, τις αντιφάσεις του, την αυθόρμητη πορεία κατάρρευσής του. Μολονότι από μόνος του δεν καταρρέει. Αντίθετα, μέσα στη γενική κρίση του (οικονομική, κοινωνική, αξιών, περιβαλλοντική…), ο καπιταλισμός ανακαλύπτει ευκαιρίες για να κάνει πράγματα που δεν τολμούσε προηγουμένως να προωθήσει.
Η κρίση χρησιμοποιείται επιθετικότερα από την κυβέρνηση Καραμανλή –του Δεύτερου– με “μεταρρυθμίσεις” και μέτρα που στοχεύουν στην καρδιά της οικονομίας, δηλαδή στις εργασιακές σχέσεις, στη δημιουργία του νέου τύπου εργαζόμενου, του εργαζόμενου του 21ου αιώνα, ο οποίος θα θυμίζει τον εργαζόμενο του 19ου αιώνα – όπως “σωστά” ήταν τα πράγματα πριν την ατυχή στιγμή της Επανάστασης του Οκτώβρη.
Η μείζων αντιπολίτευση του Γ. Παπανδρέου –του μικρού– έχει δραπετεύσει προ πολλού από το κοινωνικό πεδίο, από το πραγματικό κοινωνικό πρόβλημα, και σιωπά. Φωνασκεί μόνο για εκλογές, “παίζοντας με τους θεσμούς”, υποδηλώνοντας περισσή ανυπομονησία και βουλιμία για την κυβερνητική εναλλαγή.
“Όσοι και όσο αντέξετε”, αυτό είναι το πρώτο σκέλος του μηνύματος. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και μικρομεσαία νοικοκυριά προ των πυλών του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας. Αν δεν έχετε να πληρώνετε για φόρους, δάνεια, κάρτες, λογαριασμούς (των ιδιωτικοποιημένων πρώην ΔΕΚΟ), ιδιωτικά νοσοκομεία, φάρμακα, ιδιωτική εκπαίδευση κάθε βαθμίδας, φροντιστήρια, διακοπές, τότε ο δρόμος προς το κοινωνικό περιθώριο είναι ανοικτός. Κοινωνικός καιάδας.
“Υποταχθείτε”, το δεύτερο σκέλος του μηνύματος. Θέλετε εργασία; Δεχθείτε τρίωρη απασχόληση χωρίς ασφάλιση. Τριήμερη βάρδια την εβδομάδα, με το μισό μισθό. Απολύσεις; Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, εκτός από το να σας προσφέρουμε stage – ειδικά αν είστε της γαλάζιας παράταξης. Εργασιακός καιάδας.
“Δημοκρατική θωράκιση”, ένα ακόμα πισωγύρισμα. Μαζί με την κοινωνία και την εργασία, η δημοκρατία τους πρέπει να γυρίσει χρόνια πίσω. 35 χρόνια μετά το 1974, κάθε πέρσι και καλύτερα για τη δημοκρατία. Μια δημοκρατία των ολίγων, χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο, των μεγάλων συμφερόντων, των σκανδάλων… Μετανάστες και “μηδενική ανοχή”. Ο big brother και οι κάμερες σε κάθε δρόμο, πόλη, συνοικία, ίσως και σπίτι. Τράπεζες DNA και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όλα για τη δημοκρατία τους, που πρέπει να αντιστοιχηθεί με την οικονομία τους, με την κοινωνία τους.
Κι ενώ το κοινωνικό ζήτημα (αλλά και το πολιτικό πρόβλημα, όπως έδειξαν οι ευρωεκλογές) βρίσκονται στο προσκήνιο, το ερώτημα είναι αν η Αριστερά θα παίξει ένα ρόλο χρήσιμο και αποτελεσματικό για το λαό.
Βρισκόμαστε μπροστά και μέσα σε μια κοινωνία που βρίσκεται ανάμεσα στην αυθόρμητη μαζική έκρηξη και την ατομική αναδίπλωση, το κλείσιμο, με αρκετά φοβικά σύνδρομα αλλά και θυμό. Έχουμε μια Αριστερά αδύναμη να ενώσει και να ενωθεί ουσιαστικά, για να αλλάξει τα πράγματα στην κοινωνία. Μια Αριστερά –και μιλάμε για το πρωτότυπο, μέχρι τώρα, εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ– που δεν επικεντρώνει στην ουσία του ζητήματος. Μια Αριστερά με ολίγη ταξική πολιτική.
Από την άλλη, έχουμε μια Αριστερά που δεν θέλει ούτε να ενωθεί ούτε να ενώσει. Γυρνώντας 60 χρόνια πίσω, ξαναδυσφημεί το σοσιαλισμό, περιφρουρεί το κάστρο από “τους βαρβάρους” και περιμένει το θάνατο του αντιπάλου –όχι του ταξικού– που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ. 20 χρόνια από το 1989, και η ήττα του τότε μάς βασανίζει και σήμερα. 20 χρόνια από την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, αλλά τα θραύσματά του δεν μας δημιούργησαν την ικανότητα ωριμότητας και αντιστροφής της δύσκολης κατάστασης. Δυστυχώς, 20 χρόνια μετά, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος για μια μεγαλύτερη οπισθοδρόμηση, πολιτική και κοινωνική, από εκείνη του 1989. Και μάλιστα από έναν αντίπαλο που τρεκλίζει!
Το κρίσιμο ζήτημα για την όποια Αριστερά είναι να κάνει το αποφασιστικό βήμα. Να ξαναπάει εκεί όπου βρίσκεται η δύναμή της. Το σημείο επανεκκίνησής της είναι ο κόσμος που πλήττεται από την κρίση, από τα συγκεκριμένα μέτρα, παρελθόντα, παρόντα, μελλοντικά, του ΔΝΤ, της κυβέρνησης, των αφεντικών.
Να ενωθούμε με το λαό και τις κοινωνικές τάξεις που πλήττονται. Να βρεθούμε πραγματικά, κι όχι εικονικά, απέναντι στις πολιτικές και το προσωπικό που τις δημιουργεί και τις υπηρετεί, σε συνολική καθαρή αντιπαράθεση με το δικομματισμό, με συνολική αμφισβήτηση και κριτική του χρεωκοπημένου καπιταλισμού, παγκοσμιοποιημένου και “εθνικού”.
Ο θυμός διαδέχεται την ελπίδα και τούμπαλιν. Εμείς, η Αριστερά συνολικά, πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι. Και την αισιοδοξία την αντλούμε από το γεγονός ότι γνωρίζουμε ότι τα πράγματα αλλάζουν, μπορούν να αλλάξουν. Ευχόμαστε καλό καλοκαίρι, και η όποια ξεκούραση να γεννήσει γόνιμες σκέψεις και διαθέσεις.