Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ: ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ Η ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

τ. 206, 17/11/2006

Στην καρδιά της νεοφιλελεύθερης πολιτικής η εκμετάλλευση των εργαζομένων

Συμπληρώνονται 20 χρόνια αδιάλειπτης και συστηματικής εφαρμογής νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών. Όλες οι κυβερνήσεις που παρέλασαν, όλα τα επιτελεία υπουργείων και οργανισμών είχαν σαν βασικό τους μέλημα την εφαρμογή των οικονομικών και πολιτικών δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού. Ποια είναι τα βασικότερα σημεία του νεοφιλελευθερισμού;

Σημαντική αναδιάρθρωση και μετασχηματισμός του παραγωγικού ιστού. Αποβιομηχάνιση, κυριαρχία τομέα υπηρεσιών, μετατόπιση παραγωγικών μονάδων, χρηματιστηριοποίηση της οικονομίας.

Σημαντική χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού. Η αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού και οι νέες εξορμήσεις-εκτινάξεις του κεφάλαιου είχαν ανάγκη από μια ανατροφοδότηση των κερδών που σε συνθήκες κρίσης μπορεί να γίνει μόνο με την επιβολή της λιτότητας, την κατάργηση κάθε κατάκτησης και δικαιώματος, την περιστολή του δημόσιου χώρου, την πλήρη ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση της υγείας, της παιδείας, των συντάξεων κλπ.

Ένταση της συγκέντρωσης (μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων) και κυριαρχίας των μονοπωλιακών ομίλων σε όλες της σφαίρες της οικονομίας. Στην ουσία ο νεοφιλελευθερισμός δημιουργεί «λεωφόρους» και «υπερταχύτητες» για τα μεγάλα μονοπώλια και τα καρτέλ μονοπωλίων. Ελάχιστοι όμιλοι-μεγαθήρια ελέγχουν κλάδους και επιβάλλουν οικονομικές ρυθμίσεις.

Στην καρδιά των νεοφιλελεύθερων πολιτικών βρίσκεται η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Η παραγωγή υπεραξίας και η μετατροπή της σε κέρδος για τα διάφορα τμήματα του κεφάλαιου μπορεί να γίνεται μονάχα μέσα από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και με κανέναν άλλο τρόπο. Συνεπώς όλα τα κέρδη που συσσωρεύονται στον έναν πόλο της κοινωνίας έχουν παραχθεί και αποσπαστεί (με διάφορους τρόπους) από τους άμεσους παραγωγούς. Η επίθεση στο χρόνο εργασίας των εργαζομένων, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, η μαύρη εργασία, η ανεργία, η εντατικοποίηση των ρυθμών, οι μειώσεις των μισθών, οι έμμεσοι φόροι και οι ιδιωτικοποιήσεις κοινωνικών αγαθών, αποτελούν μια μόνιμη πηγή απόσπασης υπεραξίας και αναδιανομής της στους κεφαλαιούχους.

20 χρόνια μόνιμης, επίμονης, συστηματικής επιβολής του νεοφιλελευθερισμού σε κάθε χώρα και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο έχουν διαμορφώσει ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό τοπίο φτώχειας, αβεβαιότητας, αποκλεισμού, δυστυχίας. Αυτή η οικονομική και κοινωνική πολιτική αποτελεί, να μην το ξεχνάμε, απαραίτητο όρο για τις ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις και φιλοδοξίες των αρχουσών τάξεων. Η φράση «να γίνουμε ανταγωνιστικοί, να αντέξουμε στον ανταγωνισμό των άλλων» καθοδηγεί τις πολιτικές της λεγόμενης «σύγκλισης», της «μεταρρύθμισης», του «εκσυγχρονισμού», του «ευρωπαϊκού ιδεώδους».

Τα τελευταία πέντε χρόνια είχαμε μια άλλη κλιμάκωση: για να προωθηθεί ακόμα πιο έντονα αυτή η οικονομική και κοινωνική πολιτική κηρύχθηκε ο «πόλεμος ενάντια στον τρόμο» και επιβλήθηκε με αλματώδεις ρυθμούς μια φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής. Αυτή η φασιστικοποίηση είναι απαραίτητη γιατί εξασφαλίζει την εφαρμογή των πιο κραυγαλέων νεοφιλελεύθερων πολιτικών, γιατί επιβάλλει την στρατιωτικοποίηση των οικονομιών και κάνει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ενάντια σε χώρες και λαούς συνηθισμένη υπόθεση.

Στη χώρα μας όλα αυτά τα βιώσαμε και τα βιώνουμε και μάλιστα με δραματικό τρόπο. Σήμερα όλοι διαισθανόμαστε πως γινόμαστε φτωχότεροι, και ότι οι φτωχοί πολλαπλασιάζονται. Σχεδόν όλοι οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε κατάσταση ομηρίας: Στον εργοδότη και στην επιχείρηση με τον κίνδυνο της απόλυσης και τον εξαναγκασμό να δέχονται όλες τις «ελαστικότητες» που επιβάλλονται. Στις τράπεζες, τους επίσημους τοκογλύφους, με τον πολύμορφο δανεισμό που παίρνει πλέον τεράστιες διαστάσεις, γιατί «τι θα γίνει αν δεν μπορέσω να πληρώσω τις δόσεις;» Στα κόμματα, στη δικαιοσύνη και στο κράτος, περιμένοντας την υλοποίηση κάποιων υποσχέσεων και δικαιωμάτων, με την οδυνηρή συνειδητοποίηση ότι η δικαιοσύνη είναι μονομερώς «τυφλή», ότι τα κόμματα ακούνε μόνο τους εφοπλιστές, τους εργολάβους, τους τραπεζίτες, την Ε.Ε. και τους Αμερικάνους, και ότι το κράτος, τέλος, είναι διεφθαρμένο, εχθρικό και θωρακισμένο ενάντιά τους.

Στα 20 χρόνια δεν φαίνονται σημάδια «κόπωσης» στις προσπάθειες επιβολής του νεοφιλελευθερισμού. Αντίθετα έχουμε μια κλιμάκωση των προσπαθειών με απόπειρες συνταγματοποίησής του, είτε με το ευρω-σύνταγμα είτε με τις συνταγματικές αναθεωρήσεις σε κάθε χώρα ξεχωριστά. Ακόμα περισσότερο οι 4 εξουσίες -νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική και ΜΜΕ- διαπλέκονται και συγκροτούν μια ιερή νεοφιλελεύθερη συμμαχία ενάντια στην κοινωνία συνολικά.

Στη χώρα μας όλα όσα αναφέρουμε έχουν προωθηθεί και συντελεστεί από την πλήρη προγραμματική «σύγκλιση» των δύο μεγάλων κομμάτων και έχουμε έτσι τον συναινετικό δικομματισμό και τη συστηματική εφαρμογή όλων των «συνταγών» και οδηγιών του νεοφιλελευθερισμού. Στην ουσία έχουμε ένα πολιτικό, κρατικό, δικαστικό, προπαγανδιστικό και χειριστικό πλέγμα που υπηρετεί πειθήνια το νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή τη σύγχρονη μορφή του κεφάλαιου.

Τόσο επί ΠΑΣΟΚ όσο και τώρα επί Ν.Δ. επιχειρείται η μετατροπή της χώρας σε «πλατφόρμα» του πολυεθνικού κεφάλαιου, σε χώρα υπηρεσιών και υπηρετών, σε «πλατφόρμα» για τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις και τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς, σε διαμετακομιστικό κέντρο εμπορευμάτων και πληροφοριών, ξεπλύματος χρήματος και κάθε λογής λαθρεμπορίου.

Κι όμως, τα τελευταία χρόνια ο νεοφιλελευθερισμός έχει απονομιμοποιηθεί, δεν πείθει πλέον για την αναγκαιότητά του, και φαίνονται όλο και καθαρότερα τα ταξικά χαρακτηριστικά του. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο έχουν ξεσπάσει πολλοί αγώνες ενάντια στη νεοφιλελεύθερη πολιτική και τις επιπτώσεις της.

Η μεγάλη πρόκληση των καιρών είναι η διάχυτη δυσαρέσκεια και η κοινωνική αντίσταση να αποκτήσει πολιτική έκφραση και φωνή. Πώς μπορεί να γίνει αυτό σε πανευρωπαϊκό επίπεδο; Πώς μπορεί να γίνει σε ελλαδικό; Η πρόταση που διατυπώνει η ΚΟΕ (βλέπε σελίδες 10-11) επιχειρεί να δώσει μια απάντηση ή να δρομολογήσει διαδικασίες για την απάντηση του ερωτήματος. Και αυτό δεν αφορά μονάχα μια ανταπόκριση στις ανάγκες της προεκλογικής περιόδου που έχουμε ήδη εισέλθει. Αφορά μια πιο ουσιαστική ανάγκη.