Έκλεισε ένας χρόνος από τις περσινές εκλογές, και ο λαός έχει γευτεί για τα καλά τη λεηλασία που του επιβάλει η αντιλαϊκή και κυνική κυβέρνηση Καραμανλή. Η νέα φοροεπιδρομή, οι προτάσεις Αλογοσκούφη και η άθλια – προκλητική εμφάνιση του Καραμανλή στη ΔΕΘ, όπου τα πήρε όλα επάνω του και κάλυψε όλους τους υπουργούς, λειτούργησαν σαν μπούμερανγκ και έσπρωξαν την κυβέρνηση σε πιο βαθιά κρίση. Σήμερα όλοι μιλάνε ανοικτά για πρόωρες εκλογές, για πιθανή πτώση της κυβέρνησης, για αιφνίδιες πολιτικές εξελίξεις. Είτε έτσι είτε αλλιώς έχουμε μπει σε μια ιδιότυπη προεκλογική περίοδο μέσα σε μια κρισιακή ατμόσφαιρα σε όλους τους τομείς. Η πολιτική ρευστότητα (μαζί με την έλλειψη ρευστότητας των τραπεζών ή την πιθανή χρεοκοπία τραπεζικών και ασφαλιστικών εταιρειών, το όσο-όσο ξεπούλημα φιλέτων, π.χ. Ολυμπιακή, και τις αντιδράσεις που θα τροφοδοτήσουν όλα αυτά) θα είναι το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου που διανύουμε.
Το πολιτικό χαρακίρι που φαίνεται να κάνει η κυβέρνηση Καραμανλή στην αρχή της δεύτερης θητείας της (όπως κάνουν όλες οι σοβαρές κυβερνήσεις του δικομματισμού) δεν είναι απόρροια ανικανότητας ή αποτέλεσμα λανθασμένων επιλογών. Είναι το προϊόν μιας συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής, που συνοψίζεται στο "εισάγω περισσότερο νεοφιλελευθερισμό για να επουλώσω τις "πληγές" που προκαλεί ο ίδιος ο νεοφιλελευθερισμός". Αυτή είναι η συνταγή του κεφαλαίου την εποχή της παγκοσμιοποίησης της κρίσης: Η μόνη διέξοδος είναι η ακόμα μεγαλύτερη επίθεση στον κόσμο της εργασίας, τα ακόμα μεγαλύτερα ολοκαυτώματα οικονομιών και χωρών, ώστε τα μονοπώλια να μην καταρρεύσουν, να συνεχίσουν –όσα μπορέσουν και όσα αναδειχτούν– να κερδίζουν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση "παράγει" και επιβάλλει νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, και αυτός είναι ο χαρακτήρας όλων των μέτρων, όλων των ρυθμίσεων, που εφαρμόζει η κυβέρνηση Καραμανλή. Δεν είναι θέμα ανικανότητας.
Η πολιτική κρίση όμως στη χώρα μας τροφοδοτείται από πολλές διεργασίες, οι σπουδαιότερες των οποίων είναι: α) Το σπάσιμο των δεσμών που είχαν τα μεγάλα διαταξικά – πολυσυλλεκτικά κόμματα του δικομματισμού με τα ενδιάμεσα μικροαστικά στρώματα, αφού αυτά πλήττονται άμεσα από όλα τα μέτρα που παίρνονται. Σε αυτές τις συνθήκες, η "κοινωνική συναίνεση" άλλων εποχών έχει παρέλθει χωρίς επιστροφή. β) Η κατανόηση –μέσα από τη σκληρή πείρα– από εργαζόμενους και νεολαία του τι σημαίνει νεοφιλελεύθερη πολιτική και η ανάπτυξη αγώνων. Στη βάση αυτή έχει ξεκινήσει μια διαδικασία διαμόρφωσης νέας συνείδησης για το δημόσιο, το ιδιωτικό, τις ιδιωτικοποιήσεις, τα σκάνδαλα, το μέλλον που διαγράφεται. γ) Τον ανταγωνισμό – σκυλοκαβγά ανάμεσα σε διάφορες μερίδες του ελληνικού αστισμού και τη διαπλοκή τους με το ξένο κεφάλαιο σε περίοδο μεγάλων αναστατώσεων από τη διεθνή κρίση. Τα όσα γίνονται στα ΜΜΕ είναι η κορυφή του παγόβουνου αυτών των αντιπαραθέσεων – συμμαχιών. δ) Την άμεση ή έμμεση εμπλοκή των "συμμαχικών δυνάμεων" (αγωγοί, πρεσβείες, βάσεις, ΝΑΤΟϊκές "υποχρεώσεις", κυπριακό – μακεδονικό κ.λπ.).
Επομένως οι "τριγμοί" είναι φυσιολογικό επακόλουθο, αλλά στη βάση αυτή παράγεται ένα πραγματικό κενό που πρέπει να καλυφθεί. Και θα καλυφθεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ποιο είναι αυτό;
Θα αποδεσμευτούν δυνάμεις και σε ποιο βαθμό από το δικομματισμό; Θα αλλάξει το τοπίο σε κοινωνικό επίπεδο με την ανατροπή νεοφιλελεύθερων μέτρων και νόμων, και σε ποιο βαθμό; Ή, διαφορετικά, με ποιο κόστος ο αστισμός θα αναστηλώσει το χαμένο κύρος του σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο; Τι είδους μορφές διακυβέρνησης και επιτήρησης θα επιβληθούν ώστε να τιθασευτεί η λαϊκή οργή και αγανάκτηση; Τι είδους χειριστικοί μηχανισμοί θα μπουν σε λειτουργία ώστε να καλυφθεί το κενό με τρόπο θετικό για την αστική τάξη και να επιτευχθεί η περιθωριοποίηση του λαϊκού παράγοντα;
Η Αριστερά –και ειδικά η κομμουνιστική συνιστώσα της– έχει κάθε λόγο να πασχίσει να καλυφθεί το κενό με τη μεγαλύτερη αποδέσμευση δυνάμεων από το δικομματισμό, και τη συγκρότηση μιας κοινωνικής και πολιτικής δύναμης που θα στηρίζεται σε αυτή την αποδέσμευση και στη δυναμική της, και θα τις υπηρετεί. Αυτή η διαδικασία έχει τα εκλογικά της "ραντεβού", αλλά δεν μπορεί να στηρίζει τη στρατηγική της σε αυτά. Η στρατηγική της πρέπει να στηρίζεται στην αλλαγή στο κοινωνικό επίπεδο και στο κέρδισμα του κόσμου από τις ιδέες και τις προτάσεις της Αριστεράς πιο μόνιμα, πιο καθημερινά, πιο πραγματικά.
Μια τέτοια πορεία στην ταραγμένη διετία-τριετία που έρχεται πρέπει να νοηθεί σαν μια σημαντική επένδυση για την ανάπτυξη μιας πραγματικής αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής δράσης – συνείδησης– δύναμης την επόμενη δεκαετία!