Η επιστροφή της ιδέας του κομμουνισμού, του Χρήστου Γιοβανόπουλου

τ.263, 20/03/2009 (σε ένθετο οι σελίδες της Αριστεράς με το αφιέρωμα "Λογοτεχνία, Πολιτική, Ουτοπία")

Το τριήμερο 13-15 Μαρτίου οργανώθηκε από το πανεπιστήμιο του Birkbeck στο Λονδίνο συνέδριο με θέμα “γύρω από την ιδέα του κομμουνισμού”. Συμμετείχαν αναγνωρισμένοι αλλά και νεότεροι θεωρητικοί, που στην πλειοψηφία τους συνεχίζουν να υπερασπίζονται αυτό που ονομάστηκε “υπόθεση του κομμουνισμού”. Στους παλιότερους συγκαταλέγονταν οι Α. Μπαντιού, Τ. Νέγκρι, Σ. Ζίζεκ, Ζ. Ρανσιέρ, Τ. Ίγκλετον, ενώ από τα νεότερα ονόματα ξεχώρισαν οι Μ. Χαρντ, Μ. Μπόστελς και Α. Τοσκάνο.

Δεν ήταν το πρώτο, ούτε το μοναδικό συνέδριο μαρξιστών διανοούμενων από μία ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική σκοπιά. Ωστόσο, η έμφαση του τίτλου στην κομμουνιστική προοπτική σαν τη μόνη άξια για τη φιλοσοφική σκέψη και τη συλλογική δράση προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, αλλά κυρίως μεγάλο ενδιαφέρον. Ο “Guardian”, όχι εντελώς αδικαιολόγητα, το χαρακτήρισε ως “the hottest ticket” (το πιο “καυτό” εισιτήριο) του σαββατοκύριακου. Το ότι οι διοργανωτές αναγκάστηκαν να αλλάξουν τρεις φορές το χώρο του συνεδρίου λόγω της απρόσμενα μεγάλης ζήτησης εισιτηρίων, παρά την όχι ευκαταφρόνητη τιμή των 100 λιρών (45 για τους φοιτητές), δείχνει το μέγεθος του ενδιαφέροντος. Γύρω στα χίλια άτομα απ’ όλο τον κόσμο παρακολούθησαν τελικά το συνέδριο.

Το γεγονός όμως ότι διοργανώθηκε υπό την αιγίδα ενός ακαδημαϊκού φορέα προξένησε την οργή ακροδεξιών στοιχείων, με τις γνωστές συκοφαντικές κατηγορίες περί φιλοξενίας ολοκληρωτικών και εγκληματικών ιδεολογιών κ.λπ. Όπως δήλωσε στο άνοιγμα της συνάντησης ο Ζίζεκ, ένας από τους πρακτικούς σκοπούς του συνεδρίου ήταν η “αποεγκληματικοποίηση της ιδέας του κομμουνισμού”. Αν και είχε προγραμματιστεί από το προηγούμενο καλοκαίρι, πριν από την κρίση και την επαναφορά του Μαρξ “στη μόδα”, η παρούσα κατάσταση ενίσχυσε την ανάγκη εγκατάλειψης της απολογητικής στάσης όσων αναφέρονται στον κομμουνισμό. Αποτελεί και αυτό ένα σημείο καμπής που συνάδει με τη γενικότερη αλλαγή κλίματος.

Το συνέδριο επικεντρώθηκε στην “ιδέα του κομμουνισμού”. Αποτελούσε ένα κάλεσμα για τη φιλοσοφική υπεράσπιση και επικαιροποίηση του κομμουνισμού σαν κοσμοαντίληψη για την ανάλυση του κόσμου και την ενατένιση του μέλλοντος. Δεν αποσκοπούσε στο να δοθούν απαντήσεις στα πρακτικά ζητήματα της επικαιρότητας, αλλά στη διερεύνηση των φιλοσοφικών παραμέτρων που θα έκαναν την κομμουνιστική υπόθεση επίκαιρη. Αυτό φυσικά είχε σαν συνέπεια τον “αποκλεισμό” πλευρών της γνώσης που γεννιέται στο επίπεδο της πράξης, αν και δεν έλειψαν αναφορές σ’ αυτήν, όπως ήταν φυσικό. Ένα από τα σημεία, άλλωστε, που τέθηκαν (από τους Ζίζεκ και Μποστέλς) ήταν ακριβώς η αδυναμία και οι περιορισμοί της “αμεσότητας” στην πολιτική δράση (είτε σαν άμεση απάντηση-υλοποίηση του κομμουνισμού που αναφερόταν στην αυτονομία-αναρχία, είτε σαν άμεσα υλοποιήσιμα αιτήματα που αναφέρονταν στον ρεφορμισμό), να συστήσει έναν τρόπο προσέγγισης και διεξόδου από τη σημερινή κρίση, που να ανανεώνει την κομμουνιστική ιδέα και να αποφεύγει τον διλημματικό χαρακτήρα των εκβιασμών που θέτει το σύστημα.

Στο πλαίσιο αυτό τέθηκε ξανά από τον Νέγκρι μία θέση που έβλεπε ως βασική αντίθεση για την επαναφορά του κομμουνισμού την αντίθεση σοσιαλισμού-κομμουνισμού και όχι καπιταλισμού-σοσιαλισμού. Η σύσταση αυτής της προβληματικής επικεντρωνόταν σε δύο σημεία. Πρώτον, στην ανάγκη αναχώρησης απ’ το μοντέλο των σοσιαλιστικών προσπαθειών του 20ού αιώνα με επίκεντρο το κράτος, το σχήμα κόμμα-κράτος, και το κόμμα σαν τα εργαλεία για την υλοποίηση του κομμουνισμού ως άλλου τρόπου κοινωνικής οργάνωσης. Δεύτερον, στην υπογράμμιση ότι η κύρια αντίθεση δεν είναι ανάμεσα στη ιδιωτική και τη δημόσια περιουσία, που σήμερα όπως ειπώθηκε παίρνει τη μορφή της “ιδιωτικοποιημένης δημόσιας περιουσίας”, αλλά στην ιδιωτική και τη συλλογική/κοινωνική (commons).

Αξίζει να πούμε ότι η κριτική αυτή, προς την οποία υπήρχε μία γενική σύγκλιση, είχε σαν αφετηρία δύο διαφορετικές παραδόσεις που αντίστοιχα χρωμάτιζαν και το περιεχόμενό της: Αυτή της ιταλικής αυτονομίας, από τη μία, περί κοινωνικού εργοστασίου, με κυριότερους εκπροσώπους τους Νέγκρι και Χαρντ και την έννοια της βιοπολιτικής, και, από την άλλη, την εμπειρία της πολιτιστικής επανάστασης με επίκεντρο το έργο του Μπαντιού. Οι υπόλοιπες τοποθετήσεις κινούνταν ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους, με τον Ζίζεκ να προσπαθεί έως κάποιο βαθμό να συνθέσει τις δύο θέσεις, αν και πολιτικά έκλινε προς τον Μπαντιού. Η επιστροφή της πολιτιστικής επανάστασης σαν δόκιμο σημείο κριτικής του σοσιαλισμού, μπορεί να σημειωθεί σαν ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο του συνεδρίου: ήταν μια θέση που κάτω από την ίδια ρητορική της εγκληματολογίας είχε εξοριστεί από τους ακαδημαϊκούς χώρους, ιδιαίτερα στον αγγλοσαξωνικό χώρο, και η επανεισαγωγή της οφείλεται κυρίως στην αυξανόμενη επίδραση του Μπαντιού τα τελευταία χρόνια.

Σημείο σύγκλισης αναφορικά με το πεδίο της πολιτικής δράσης αποτελούσε η κριτική προς το κράτος και η απόρριψή του σαν βασικό εργαλείο κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτό, ωστόσο, που προξένησε ενδιαφέρον ήταν ότι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό κανείς δεν ξεκινούσε από τη διαγραφή του παράγοντα κράτος, ή δεν εκκινούσε από μία θέση πλήρους αδιαφορίας γι’ αυτό. Για παράδειγμα, ο Νέγκρι, μιλώντας για έναν επαναπροσδιορισμό της σχέσης ρεφορμισμού κι επανάστασης ενέτασσε τους θεσμούς μέσα στην έννοια του τού “πλήθους”. Από την άλλη, ο Ζίζεκ (που υποστήριξε ότι το κράτος ενισχύεται σε βαθμό ολοκληρωτικό και δεν αποδυναμώνεται, και γι’ αυτό πρέπει να έχεις πολιτική για το κράτος) και ο Μπαντιού μίλησαν για τη δημιουργία θεσμών έξω από το κράτος κι ενάντια σ’ αυτό, σαν το αναγκαίο πεδίο πολιτικής παρέμβασης ώστε να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη λειτουργία του κράτους σαν μη-κράτος και της επιτάχυνσης της αποδόμησής του.

Η κριτική επικεντρωνόταν κυρίως στη σχέση κοινωνικών υποκειμένων και αντιπροσώπευσης και την αναπαραγωγή των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων μέσω της μορφής κράτος, όπου η ταύτισή του με το υποκείμενο της αλλαγής κάνει αδύνατη τη διάλυσή του. Η διαφορά των δύο προσεγγίσεων οφειλόταν και σε ένα διαφορετικό μοντέλο μετάβασης από το σημερινό καπιταλιστικό σύστημα στον κομμουνισμό. Η άποψη της βιοπολιτικής, ξεκινώντας από μία οικονομική ανάγνωση, υιοθετούσε μία γενίκευση του άυλου σταδίου της μεταβιομηχανικής οικονομίας όπου κυριαρχεί η πρόσοδος (rent) σαν κύρια μορφή εκμετάλευσης παρά το κέρδος, χωρίς πλέον να υπάρχει “έξω από τον καπιταλισμό”, ενώ παράλληλα ενισχύονται τα κοινωνικά στοιχεία ή αποτελέσματα της καπιταλιστικής παραγωγής που σαν “κοινά” (commons) πρέπει να υπερασπιστούμε και να διευρύνουμε. Έτσι, ο κομμουνισμός ενυπάρχει μέσα στον καπιταλισμό, και η βιοπολιτική σαν πεδίο δράσης του πλήθους (στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και θεσμοί) μπορεί να επιταχύνει, όχι χωρίς συγκρούσεις, το μετασχηματισμό του ενός στο άλλο.

Απέναντι σ’ αυτήν την πιο “οργανική”, θα έλεγε κανείς, διαδικασία μετάβασης, ή αποσύνθεσης του καπιταλισμού, στεκόταν η άποψη του Μπαντιού που υπέτασσε την οικονομία στο κράτος, με το επιχείρημα ότι όντως δεν υπάρχει “έξω από τον καπιταλισμό”, αλλά υπάρχει “έξω από το κράτος”. Άρα, ελεύθερο πεδίο για μία αντισυστημική διαδικασία μετασχηματισμού υπάρχει μόνο στο πεδίο της συγκρότησης παράλληλων εκτός κράτους θεσμών, στη βάση διαφορετικού τύπου κοινωνικών σχέσεων, που ταυτόχρονα θα συγκροτούν το υποκείμενο. Στο γενικό του σχήμα, ο Μπαντιού επιχειρεί να κάνει μία σύνθεση του πολιτικού, ιστορικού, υποκειμενικού, ιδεολογικού πεδίου και να διακρίνει τις σχέσεις αλληλεπίδρασης του ενός με το άλλο.

Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ακριβώς η προσπάθεια σύνθεσης του γενικού (ιστορία-ιδεολογία) με το ειδικό (πολιτικό-υποκειμενικό) στη συγκρότηση ιστορικών υποκειμένων. Η σχέση του μερικού με το καθολικό ήταν ένας ακόμη από τους άξονες της συζήτησης. Μετά από μία περίοδο σχεδόν απόλυτης κυριαρχίας του “υποκειμενικού”, που για τον Ζίζεκ –με την υπερβολή που τον χαρακτηρίζει– είναι αυτό που έχει καταρρεύσει στον 20ό αιώνα, επιστρέφει η αναζήτηση αυτού που ο Ρανσιέρ ονόμασε “έξοδο από τη συνθήκη της μειοψηφίας” σαν προϋπόθεση για την ενδυνάμωση της συλλογικής δυνατότητας του κομμουνισμού. Αυτή τη φορά, όμως, η επαναφορά της ανάγκης συγκρότησης κοινών συλλογικών ταυτοποιήσεων είναι ενημερωμένη από το ειδικό στοιχείο ή τις συγκεκριμένες συνθήκες του υποκειμένου. Ο Ρανσιέρ εξέφρασε αυτή τη νέα προσέγγιση σαν την ανάγκη “εύρεσης της γενικότητας μέσα στη μοναδικότητα”. Η ανάδειξη, από τον Μπαντιού, της “υποκειμενικότητας” σαν ξεχωριστό πεδίο κινείται σε αυτή τη κατεύθυνση, έχοντας όμως επιπλέον το στοιχείο της βούλησης, της αποφασιστικότητας του υποκειμένου να δράσει πολιτικά, σε αντίθεση με το πιο αφηρημένο, απροσδιόριστο σχήμα των Νέγκρι και Χαρντ.

Ένα τελευταίο ενδιαφέρον στοιχείο ήταν η αναφορά του Ζίζεκ, στη δικιά του προσπάθεια σύνθεσης, στη διάσπαση και τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό του σύγχρονου προλεταριάτου, ανάμεσα στην κλασική βιομηχανική εργατική τάξη, όπου κύρια μορφή εκμετάλλευσης είναι η απόσπαση υπεραξίας/κέρδος, στη διανοητική και “υπηρεσιακή” εργασία (cognitive και affective labor) με κύρια σχέση την ενοικίαση, και το οικονομικά αποκλεισμένο κομμάτι με λούμπεν χαρακτηριστικά, και στην ανάγκη ένωσής τους. Γι’ αυτό και η έκκλησή του για “επιστροφή” στα πιο παραδοσιακά μοντέλα οργάνωσης του κομμουνιστικού κινήματος.

Σαν μία γενική αποτίμηση, και παρά την κριτική που μπορεί κανείς να ασκήσει σε διάφορες απόψεις που ακούστηκαν, το άνοιγμα της συζήτησης για την έννοια του κομμουνισμού της εποχής μας, με τέτοια συμμετοχή κι εύρος, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα θετικό και γόνιμο γεγονός.

Χρήστος Γιοβανόπουλος