Το κείμενο του Λένιν, που παραθέτουμε, είναι απόσπασμα από την μπροσούρα του “Η καταστροφή που μας απειλεί”, που γράφτηκε στις αρχές του Σεπτέμβρη 1917, πριν, δηλαδή, από την Οκτωβριανή επανάσταση. Η σημασία και η σπουδαιότητα της εθνικοποίησης των τραπεζών συνίσταται, από δημοκρατική ριζοσπαστική άποψη, μια προχωρημένη μορφή για την αποκάλυψη και μείωση της φοβερής ασυδοσίας που προωθούν οι τράπεζες στο σύγχρονο καπιταλισμό. Στις σημερινές συνθήκες κρίσης και στα μέτρα που παίρνουν οι κυβερνήσεις για τη στήριξη των τραπεζών απουσιάζει κάθε σκέψη για εθνικοποίησή τους, ώστε να είναι εφικτός στόχος η ρύθμιση της οικονομικής ζωής σε διαφορετική βάση από αυτή που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα και τόσες καταστροφές επιφέρει στους εργαζόμενους και στην οικονομία.
Όπως είναι γνωστό, οι τράπεζες αποτελούν τα κέντρα της σύγχρονης οικονομικής ζωής, τους βασικούς νευραλγικούς κόμβους όλου του καπιταλιστικού συστήματος εθνικής οικονομίας. Το να μιλάς για “ρύθμιση της οικονομικής ζωής” και να παρακάμπτεις το ζήτημα της εθνικοποίησης των τραπεζών σημαίνει είτε ότι δείχνεις τη μεγαλύτερη αμάθεια είτε ότι πας να ξεγελάσεις το “λαουτζίκο” με παχιά λόγια και μεγαλόστομες υποσχέσεις, με την προμελετημένη απόφαση να μην εκπληρώσεις αυτές τις υποσχέσεις.
Το να ελέγχεις και να ρυθμίζεις την προμήθεια των σιτηρών ή γενικά την παραγωγή και την κατανομή των προϊόντων, χωρίς να ελέγχεις, χωρίς να ρυθμίζεις τις πράξεις των τραπεζών, είναι παραλογισμός. Οι σύγχρονες τράπεζες έχουν συνυφανθεί τόσο στενά και αδιάρρηκτα με το εμπόριο και με τη βιομηχανία, που, αν δεν “βάλεις χέρι” σ’ αυτές, δεν μπορεί να γίνει απολύτως τίποτα το σοβαρό, τίποτα το “επαναστατικό-δημοκρατικό”.
Μήπως όμως αυτό, το “να βάλει χέρι” το κράτος στις τράπεζες, αποτελεί μια πολύ δύσκολη και μπερδεμένη επιχείρηση; Τους φιλισταίους προσπαθούν συνήθως να τους εκφοβίσουν ακριβώς με μια τέτοια εικόνα – προσπαθούν, φυσικά, να το κάνουν αυτό οι καπιταλιστές και οι συνήγοροί τους, γιατί αυτό τούς συμφέρει.
Στην πραγματικότητα, όμως, η εθνικοποίηση των τραπεζών, χωρίς ν’ αφαιρεί ούτε ένα απολύτως καπίκι από κανέναν “ιδιοκτήτη”, δεν παρουσιάζει καμιά δυσκολία, ούτε τεχνική, ούτε πολιτιστική, και παρεμποδίζεται αποκλειστικά από τη βρωμερή απληστία μιας ασήμαντης χούφτας πλουσίων. Αν την εθνικοποίηση των τραπεζών τη συγχέουν τόσο συχνά με τη δήμευση των ιδιωτικών περιουσιών, για τη διάδοση της σύγχυσης αυτής φταίει ο αστικός Τύπος, που το συμφέρον του είναι να εξαπατά το κοινό.
Η ιδιοκτησία στα κεφάλαια που διαχειρίζονται οι τράπεζες και που συγκεντρώνονται στις τράπεζες πιστοποιείται με έντυπα και χειρόγραφα αποδεικτικά έγγραφα, που λέγονται μετοχές, ομολογίες, γραμμάτια, αποδείξεις κ.λπ. Κανένα απ’ αυτά τα αποδεικτικά έγγραφα δεν χάνεται ούτε και αλλάζει με την εθνικοποίηση των τραπεζών, δηλαδή με τη συγχώνευση όλων των τραπεζών σε μια κρατική τράπεζα. Όποιος είχε 15 ρούβλια, σύμφωνα με το βιβλιάριο του ταμιευτηρίου, παραμένει κάτοχος των 15 ρουβλιών και, υστέρα από την εθνικοποίηση των τραπεζών, κι όποιος είχε 15 εκατομμύρια, αυτός, κι υστέρα από την εθνικοποίηση των τραπεζών, θα έχει 15 εκατομμύρια σε μετοχές, ομολογίες, γραμμάτια, εμπορικά αποδεικτικά έγγραφα και τα παρόμοια.
Σε τι, λοιπόν, συνίσταται η σημασία της εθνικοποίησης των τραπεζών; Στο ότι είναι αδύνατο να γίνει οποιοσδήποτε πραγματικός έλεγχος στις ξεχωριστές τράπεζες και στις πράξεις τους (ακόμη κι αν έχει καταργηθεί το εμπορικό απόρρητο κ.λπ.), γιατί δεν μπορεί να παρακολουθήσει κανείς τις εξαιρετικά πολύπλοκες, μπερδεμένες και πανούργες μεθόδους που χρησιμοποιούνται κατά τη σύνταξη των ισολογισμών, την ίδρυση εικονικών επιχειρήσεων και υποκαταστημάτων, τη χρησιμοποίηση βαλτών προσώπων κ.λπ. Μόνο η ένωση όλων των τραπεζών σε μία, χωρίς να σημαίνει αυτή καθαυτή ούτε την παραμικρότερη αλλαγή στις σχέσεις ιδιοκτησίας, χωρίς να αφαιρεί, το επαναλαβαίνουμε, ούτε ένα καπίκι από κανέναν ιδιοκτήτη, δίνει τη δυνατότητα για έναν πραγματικό έλεγχο, φυσικά με τον όρο πως θα εφαρμόζονται όλα τα άλλα μέτρα που αναφέραμε πιο πάνω. Μόνο με την εθνικοποίηση των τραπεζών μπορούμε να πετύχουμε, ώστε να ξέρει το κράτος πού και πώς, από πού και πότε διοχετεύονται τα εκατομμύρια και τα δισεκατομμύρια. Και μόνο ο έλεγχος πάνω στις τράπεζες, σ’ αυτό το κέντρο, τον κύριο άξονα και βασικό μηχανισμό του καπιταλιστικού κύκλου εργασιών, θα επέτρεπε να οργανωθεί, στην πράξη κι όχι στα λόγια, ο έλεγχος όλης της οικονομικής ζωής, της παραγωγής και της κατανομής των σπουδαιότερων προϊόντων, να οργανωθεί η “ρύθμιση της οικονομικής ζωής”, που διαφορετικά είναι καταδικασμένη αναπότρεπτα να παραμείνει μια υπουργική φράση για την εξαπάτηση του λαουτζίκου. Μόνο ο έλεγχος των πράξεων των τραπεζών, με τον όρο ότι θα έχουν ενωθεί σε μια κρατική τράπεζα, επιτρέπει να οργανωθεί, με τη βοήθεια άλλων ευκολοεφάρμοστων μέτρων, μια πραγματική είσπραξη του φόρου εισοδήματος, χωρίς να μπορούν να κρύβουν την περιουσία και τα εισοδήματα, ενώ σήμερα αυτός ο φόρος εισοδήματος εξακολουθεί να είναι σε τεράστιο βαθμό πλασματικός.
Θα αρκούσε να εκδοθεί απλώς ένα διάταγμα για την εθνικοποίηση των τραπεζών, κι όσο για την πραγματοποίησή της, θα την κάνουν μόνοι τους οι διευθυντές και οι υπάλληλοι. Εδώ δεν χρειάζεται κανένας ιδιαίτερος μηχανισμός, κανένα ιδιαίτερο προπαρασκευαστικό μέτρο από μέρους του κράτους. Το μέτρο αυτό μπορεί να εφαρμοστεί ακριβώς μ’ ένα διάταγμα, “διαμιάς”. Γιατί η οικονομική δυνατότητα ενός τέτοιου μέτρου έχει δημιουργηθεί από τον ίδιο τον καπιταλισμό, μια και η ανάπτυξή του έφτασε μέχρι τα γραμμάτια, τις μετοχές, τις ομολογίες κ.λπ. Εδώ υπολείπεται μονάχα η ενοποίηση της λογιστικής, κι αν το επαναστατικό-δημοκρατικό κράτος έπαιρνε την απόφαση να συγκληθούν αμέσως, τηλεγραφικώς, σε κάθε πόλη συνελεύσεις και στις περιοχές και σ’ όλη τη χώρα συνέδρια των διευθυντών και των υπαλλήλων για τη χωρίς αναβολή συνένωση όλων των τραπεζών σε μια κρατική τράπεζα, η μεταρρύθμιση αυτή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσα σε μερικές εβδομάδες.
Είναι ευνόητο ότι ακριβώς οι διευθυντές και οι ανώτεροι υπάλληλοι θα πρόβαλλαν αντίσταση, θα προσπαθούσαν να εξαπατήσουν το κράτος, να τραβήξουν την υπόθεση σε μάκρος κ.λπ., γιατί οι κύριοι αυτοί θα έχαναν τις ιδιαίτερα προσοδοφόρες θεσούλες τους, θα έχαναν τη δυνατότητα να κάνουν ιδιαίτερα επικερδείς σπεκουλάντικες επιχειρήσεις. Εδώ βρίσκεται όλη η ουσία. Δεν υπάρχουν όμως ούτε οι παραμικρότερες τεχνικές δυσκολίες για τη συνένωση των τραπεζών, κι αν η κρατική εξουσία δεν είναι μόνο στα λόγια επαναστατική (δηλαδή, αν δεν φοβάται να ξεκόψει από την αρτηριοσκλήρωση και τη ρουτίνα), αν δεν είναι μόνο στα λόγια δημοκρατική (δηλαδή, αν δρα προς το συμφέρον της πλειοψηφίας του λαού κι όχι μιας χούφτας πλουσίων), τότε θ’ αρκούσε να εκδώσει ένα διάταγμα που θα προβλέπει την ποινή της δήμευσης της περιουσίας και της φυλάκισης των διευθυντών, των μελών της διεύθυνσης, των μεγάλων μετόχων, για την παραμικρότερη χρονοτριβή στην υπόθεση και για την προσπάθεια να αποκρύψουν έγγραφα και λογαριασμούς, θα έφτανε λ.χ. να ενωθούν χωριστά οι φτωχοί υπάλληλοι και να χορηγείται χρηματική αμοιβή σε όσους ανακαλύπτουν τις απάτες και τις κωλυσιεργίες των πλουσίων – και η εθνικοποίηση των τραπεζών θα γινόταν ομαλότερα από ομαλά, γρηγορότερα από γρήγορα.
Τα οφέλη από την εθνικοποίηση των τραπεζών θα ήταν τεράστια για όλο το λαό, και όχι ειδικά για τους εργάτες (γιατί οι εργάτες δεν έχουν πολλές δοσοληψίες με τις τράπεζες), αλλά για τη μάζα των αγροτών και των μικροεπιχειρηματιών. Θα είχαμε μια γιγάντια εξοικονόμηση της εργασίας, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι το κράτος θα διατηρούσε τον προηγούμενο αριθμό τραπεζικών υπαλλήλων, και πάλι η εθνικοποίηση θα σήμαινε ένα εξαιρετικά μεγάλο βήμα προς τα μπρος, προς μια καθολική (γενική) χρησιμοποίηση των τραπεζών, προς την αύξηση του αριθμού των υποκαταστημάτων τους, και οι πράξεις τους θα γίνονταν πιο προσιτές κ.λπ. οι πιστώσεις θα γίνονταν πάρα πολύ πιο προσιτές και πιο εύκολες ακριβώς για τους μικρονοικοκυρέους, για την αγροτιά. Και το κράτος θα αποκτούσε, για πρώτη φορά, τη δυνατότητα πρώτα να επιβλέπει όλες τις κύριες χρηματικές πράξεις, χωρίς απόκρυψή τους, ύστερα να τις ελέγχει, κατόπι να ρυθμίζει την οικονομική ζωή, τέλος να παίρνει εκατομμύρια και δισεκατομμύρια για τις μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις, χωρίς να πληρώνει “για την εξυπηρέτηση” εξωφρενικές “μεσιτείες” στους κυρίους καπιταλιστές.
Γι’ αυτό –και μόνο γι’ αυτό– όλοι οι καπιταλιστές, όλοι οι αστοί καθηγητές, όλη η αστική τάξη, όλοι οι Πλεχάνοφ, Πότρεσοφ και Σία που την υπηρετούν είναι έτοιμοι με αφρούς στο στόμα να καταπολεμήσουν την εθνικοποίηση των τραπεζών, να σοφιστούν χίλιες προφάσεις ενάντια σ’ αυτό το ευκολότατο και επιτακτικότατο μέτρο, παρά το γεγονός ότι, ακόμη και από την άποψη της “άμυνας” της χώρας, δηλαδή από στρατιωτική άποψη, το μέτρο αυτό θα ήταν τεράστιο πλεονέκτημα, θα ανέβαζε σε τεράστιες διαστάσεις τη “στρατιωτική δύναμη” της χώρας.
Η εθνικοποίηση των τραπεζών θα διευκόλυνε εξαιρετικά την ταυτόχρονη εθνικοποίηση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, δηλαδή τη συνένωση όλων των ασφαλιστικών εταιριών σε μία, τη συγκεντροποίηση της δράσης τους, τον έλεγχό τους από το κράτος. Τα συνέδρια των υπαλλήλων των ασφαλιστικών εταιριών θα πραγματοποιούσαν κι εδώ τη συνένωση αυτή αμέσως και χωρίς καμιά δυσκολία, αν το επαναστατικό-δημοκρατικό κράτος έβγαζε το σχετικό διάταγμα κι έδινε εντολή στους διευθυντές, στους μεγάλους μετόχους να πραγματοποιήσουν τη συνένωση χωρίς την ελάχιστη καθυστέρηση με αυστηρή προσωπική τους ευθύνη. Οι καπιταλιστές έχουν επενδύσει εκατοντάδες εκατομμύρια στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις? όλη τη δουλειά την κάνουν οι υπάλληλοι. Η συνένωση των ασφαλιστικών εταιριών θα μείωνε τα ασφάλιστρα, θα έδινε ένα σωρό πλεονεκτήματα και διευκολύνσεις σε όλους τους ασφαλισμένους, θα επέτρεπε να πλαταίνει ο κύκλος τους με την ίδια δαπάνη δυνάμεων και μέσων.
Κανένας απολύτως άλλος λόγος, έκτος από την αρτηριοσκλήρωση, τη ρουτίνα και την απληστία μιας χούφτας ανθρώπων που κατέχουν προσοδοφόρες θεσούλες, δεν εμποδίζει αυτή τη μεταρρύθμιση, που συνάμα θα ανέβαζε και την “αμυντική ικανότητα” της χώρας, εξοικονομώντας τη λαϊκή εργασία, ξανοίγοντας πολλές σοβαρότατες δυνατότητες για τη “ρύθμιση της οικονομικής ζωής” στην πράξη κι όχι στα λόγια.