Καθαρί-ζω, σκουπί-ζω, σφουγγαρί-ζω… Όμως, ζω; της Μαρίνας Μπρέστα

τ.262, 06/03/2009

Η δολοφονική επίθεση στην Κωνσταντίνα Κούνεβα έβγαλε στη φόρα τα "άπλυτα" των εταιριών καθαρισμού. Ανέδειξε ένα σύγχρονο σκλαβοπάζαρο, την ευελιξία και τη επισφάλεια στις σχέσεις εργασίας, τις άθλιες συνθήκες, το μεσαίωνα που οραματίζονται οι "από πάνω" ως μέλλον όλων των εργαζόμενων. Η Κωνσταντίνα είναι εργαζόμενη, μετανάστρια, γυναίκα (η σειρά μπλέκεται). Η Κωνσταντίνα είναι μια από τις χιλιάδες γυναίκες που εργάζονται ως καθαρίστριες και αποτελούν την πλειοψηφία στον κλάδο αυτό. Θέλουμε λοιπόν να πιάσουμε αυτή τη διάσταση, να την ξύσουμε λίγο παραπάνω. Γιατί είναι γυναίκες;

Θεωρείται ένα κατεξοχήν γυναικείο επάγγελμα. Όπως και πολλά άλλα: νοσοκόμα, νηπιαγωγός κ.λπ. Όλα αυτά έχουν ένα κοινό στοιχείο. Ότι έχουν προκύψει ως επαγγέλματα κατά τη διαδικασία κοινωνικοποίησης της οικιακής εργασίας, δηλαδή της αντικατάστασης και μετασχηματισμού της δουλειάς στο σπίτι σε αγαθά και σε υπηρεσίες για την αγορά, το κεφάλαιο αλλά και το κράτος. Η κοινωνικοποίηση της οικιακής εργασίας προέκυψε ως ανάγκη από την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στη μισθωτή εργασία, ώστε να είναι "ελεύθερες" να δουλεύουν περισσότερο.

Η οικιακή εργασία εξακολουθεί να μην αναγνωρίζεται ως εργασία. Θα ήταν περιττό αυτή τη στιγμή να προσπαθήσουμε να αποδείξουμε το αντίθετο. Θα το λάβουμε ως δεδομένο, μιας και η αναγνώριση της οικιακής εργασίας ως τέτοιας αποτέλεσε ένα από τα κύρια αιτήματα του φεμινιστικού κινήματος, του αριστερού φεμινισμού, όχι όμως και της Αριστεράς συνολικά. Το σημαντικό είναι αν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς αυτό επιδρά σήμερα στις σχέσεις παραγωγής και, κατ’ επέκταση, στο μισθό, τις εργασιακές σχέσεις και ταυτόχρονα στην κοινωνικο-οικονομική θέση της γυναίκας.

Το κεφάλαιο έχει πολλαπλά οφέλη λόγω της μη αναγνώρισης της οικιακής εργασίας ως εργασίας. Καρπώνεται μια τεράστια ποσότητα εργασίας από τις γυναίκες σχεδόν δωρεάν (οι γυναίκες κάνουν τα δύο τρίτα της παγκόσμιας εργασίας, εισπράττουν το 10% του παγκόσμιου εισοδήματος και κατέχουν το 1% του παγκόσμιου πλούτου). Ταυτόχρονα η υπεραξία που κερδίζει από την εργασία του άνδρα αυξάνεται, εφόσον στην αξία των απαραίτητων για τη συντήρησή του συμβάλει σημαντικά η δουλειά της συζύγου στο σπίτι, που δεν συμπεριλαμβάνεται στο μισθό του. Επίσης, λόγω του ρόλου της νοικοκυράς, πολλές γυναίκες αναγκάζονται να "επιλέγουν" τη μερική απασχόληση. Αυτό την ίδια στιγμή δημιουργεί ένα μεγάλο εργατικό δυναμικό σε ρεζέρβα, ενώ ενισχύεται και νομιμοποιείται η μερική απασχόληση ως μορφή εργασίας, όπως και η ευέλικτη μορφή της. Τα γυναικεία επαγγέλματα αμείβονται λιγότερο, και αυτό δρα ανταγωνιστικά και καταλυτικά, με τάση την εξίσωση των μισθών προς τα κάτω. Διαπιστώνουμε σήμερα ότι τα γυναικεία επαγγέλματα συνεχίζουν να χαρακτηρίζονται ως δεύτερης και τρίτης κατηγορίας. Η υποτίμηση, η απαξίωση αυτή (κοινωνική και οικονομική), την ίδια στιγμή αλληλεπιδρά με την υποτίμηση της αξίας της γυναικείας εργασίας και στη μισθωτή σφαίρα. Στην Ελλάδα, η αμοιβή των γυναικών κυμαίνεται μεταξύ 63 και 94% της αμοιβής των ανδρών. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο μέσος όρος για το χάσμα αμοιβών σε όλα τα κράτη-μέλη είναι 76,3%.

Οι γυναίκες αποτελούν το 61% των ανέργων, το 65% των ανέργων μακράς διάρκειας και το 64% των οικονομικά μη ενεργών, στην Ελλάδα. Η ανεργία των γυναικών ανέρχεται σε 17,9% και είναι υπερδιπλάσια της ανεργίας των ανδρών. Από τα στοιχεία αυτά μπορούμε να βγάλουμε ορισμένα συμπεράσματα. Αυτά τα ποσοστά καταδεικνύουν τη γυναίκα ως αδύναμο κρίκο στην αγορά εργασίας και τον καταμερισμό της. Το γεγονός ότι το 64% των οικονομικά μη ενεργών είναι γυναίκες είναι πλήρως συνυφασμένο με το ότι ακόμα η φροντίδα της οικογένειας, η αφοσίωση σε αυτή (και άρα η οικιακή εργασία) αποτελούν καθοριστικό στοιχείο στην ελληνική κουλτούρα, που νομιμοποιεί την ανισότητα των δύο φύλων. Οι γυναίκες επίσης, φαίνεται σα να "επιλέγουν" την ανεργία, ιδιαίτερα μετά το γάμο, ή η συμμετοχή τους στο οικογενειακό εισόδημα έχει βοηθητικό-υποστηρικτικό ρόλο. Ακόμα και όταν λοιπόν η γυναίκα εργάζεται, επωμίζεται και όλη την ευθύνη της φροντίδας της οικογένειας, άρα απλά ο χρόνος εργασίας της επιμηκύνεται. Σύμφωνα με τα στοιχεία κοινωνιολογικών ερευνών, οι γυναίκες αναλώνουν κατά μέσο όρο 77 ώρες την εβδομάδα στην εκτέλεση οικιακών εργασιών. Ωστόσο η οικιακή εργασία δεν έχει κανένα από τα "προνόμια" της μισθωτής εργασίας. Επιπλέον, όλες οι μελέτες δείχνουν ότι όταν οι γυναίκες είναι μόνο "νοικοκυρές", οι σύζυγοί τους έχουν την τάση να κάνουν κατάχρηση της αυξημένης οικονομικής, κοινωνικής και ψυχολογικής τους δύναμης ως "αρχηγοί της οικογένειας", με αποτέλεσμα συχνά περιστατικά κακοποίησης γυναικών και ανηλίκων. Την ίδια στιγμή, το κεφάλαιο δεν διατίθεται να καλύψει το κενό στο σπίτι, παρά μόνο αν μπορεί να έχει κέρδος ή τουλάχιστον να μην ζημιώνεται. Για αυτό βλέπουμε και μια αναδίπλωση σε αυτή τη διαδικασία, που εκφράζεται κυρίως με τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και των κοινωνικών υπηρεσιών από τη μία πλευρά και με την εντατική ιδιωτικοποίησή τους από την άλλη.

Το βασικό συμπέρασμα συμπυκνώνεται στην πλήρη συνάφεια και αλληλεπίδραση μεταξύ της οικιακής, της γυναικείας και της μισθωτής εργασίας που, μέσα σε αυτό το σύστημα παραγωγής και υπό τις σχέσεις που το καθορίζουν, χρησιμοποιούνται για την περαιτέρω όξυνση της ανισότητας των δυο φύλων στον καταμερισμό εργασίας. Την ίδια στιγμή, είναι αιτία της διπλής καταπίεσης των γυναικών, σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Ακόμα, χρησιμεύει ως εργαλείο για την περαιτέρω εκμετάλλευση όλων των εργαζομένων, αφού τελικά ανοίγει τον δρόμο, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες διεθνούς κρίσης, για να επιβάλουν οι "από πάνω" τον εργασιακό μεσαίωνα.

Αν ψάχναμε σήμερα για το άμεσο αίτημα, αυτό θα ήταν η διεκδίκηση από το κράτος (έστω και στις σημερινές συνθήκες) της ποσοτικής αύξησης και της ποιοτικής βελτίωσης των κοινωνικών υπηρεσιών και αγαθών, ως ελάχιστη συμβολή στην απελευθέρωση καταρχήν χρόνου για τις γυναίκες. Την ίδια στιγμή, ανοίγει και το ζήτημα αύξησης της συμμετοχής των γυναικών στην κοινωνική, οικονομική αλλά και πολιτική ζωή. Η Αριστερά έτσι θα έδινε μια πρώτη "λύση", θα γέμιζε το κενό που υπάρχει στην συμμετοχή και κατ’ επέκταση στην εκπροσώπηση των γυναικών στους κόλπους της, αλλά κυρίως στην ενεργοποίησή τους, στην "απελευθέρωσή" τους. Και πάλι αντλούμε γνώση από την υπόθεση Κούνεβα. Αυτή τη φορά, για το τι σημαίνει διεκδικούμε, τι σημαίνει αγωνιζόμαστε. Το στίγμα της 8ης Μάρτη φέτος δεν θα μπορούσε παρά να ταυτιστεί με τον αγώνα της Κωνσταντίνας, ως εργαζόμενης, ως μετανάστριας και ως γυναίκας. Κυρίως, ως στάσης ζωής.

Μαρίνα Μπρέστα