Λογοτεχνικά έργα στη βαριά σκιά των Δίδυμων Πύργων, της Μαρίας Ξυλούρη

τ.250-251, 19/09/2008

Εφτά χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου

Πριν από εφτά χρόνια, αμέσως μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, μια βορειαμερικάνικη εφημερίδα είχε επιλέξει για το εξώφυλλο της κάλυψης των γεγονότων τη φωτογραφία που βλέπετε εδώ: ένα από τα πολλά θύματα της επίθεσης στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου που προτίμησαν την πτώση στο κενό από την ασφυξία και τη φωτιά.

Οι αντιδράσεις ήταν θυελλώδεις. Οι φωτογραφίες των jumpers, των ανθρώπων που διάλεξαν να ανταλλάξουν τον ένα θάνατο με άλλον, ήταν κάτι που ελάχιστοι είχαν το κουράγιο να αντικρύσουν – ανάμεσα, ίσως, στα πολλά πράγματα που αρνούνταν ή δεν είχαν τη δύναμη να δουν, ή ακόμα τους αποκρύπονταν: όταν οι καπνοί των εκρήξεων καταλάγιασαν, οι πολίτες των ΗΠΑ ζούσαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σε ένα είδος συλλογικής τύφλωσης.

Εφτά χρόνια και δεκάδες χιλιάδες θύματα –εκτός βορειοαμερικάνικου εδάφους πλέον– μετά, η επιδημία έχει αρχίσει να υποχωρεί, καθώς γίνεται όλο και πιο φανερό ότι αυτό που διαφημίστηκε σαν έξοδος από τον εφιάλτη δεν ήταν παρά η βύθιση σε αυτόν. Κάτι που στην Ευρώπη μπορεί να φάνταζε εξαρχής αυτονόητο σα σκέψη, όχι όμως και στις ΗΠΑ. Χωρίς να είναι καθόλου δεδομένο βέβαια ότι την τύφλωση θα ακολουθήσει, κατά τα πρότυπα του Σαραμάγκου, μια μαζική φώτιση, αξίζει να παρακολουθήσει κανείς τις λογοτεχνικές καταγραφές αυτής της διαδικασίας.

Ήταν αναμενόμενο ότι ένα τέτοιο πλήγμα, και μάλιστα σε μια πόλη-φετίχ για πολλούς δημιουργούς, θα αποκτούσε σύντομα τις λογοτεχνικές του καταγραφές. Ίσως μάλιστα να τις απέκτησε εκπληκτικά σύντομα, θα έλεγε κανείς.. Όμως δεδομένης της τοπικής και παγκόσμιας σημασίας του γεγονότος, της αλυσίδας των εκρήξεων που πυροδότησε, και της πολιτικής κατάστασης στο εσωτερικό των ΗΠΑ, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί έκπληξη. Έτσι, αρκετοί λογοτέχνες γράφουν πια στη σκιά των Δίδυμων Πύργων, επίμονα παρούσα ακόμα και μετά την κατάρρευσή τους.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι, φυσικά, τα τελευταία βιβλία –αμετάφραστα ακόμα στα ελληνικά– των Don DeLillo και Paul Auster, Falling Man (2007) και Man in the Dark (2008), αντίστοιχα. Για τον DeLillo, το θέμα της τρομοκρατίας είναι η απόλυτη λογοτεχνική περιοχή: είναι ο συγγραφέας που "χρεώνεται" την πρόβλεψη του ίδιου του χτυπήματος στους Δίδυμους Πύργους, και μάλιστα πολλά χρόνια πριν, σε μια εποχή που αυτό φαινόταν δυνατό μόνο στην πιο τρελή φαντασία.

Όπως μαρτυρά και ο τίτλος του, στο Falling Man η παρουσία των απελπισμένων jumpers, των βουτηχτών στο κενό, είναι διαρκής και καταλυτική. (Επαναλαμβάνεται μάλιστα ως "εικαστικό δρώμενο", με έναν άνθρωπο να κρέμεται στο κενό από διάφορα κτίρια.) Ο DeLillo διαρθρώνει το Falling Man ώστε να διαγράφει έναν πλήρη κύκλο: το βιβλίο ανοίγει με έναν ήρωα που μόλις έχει κατορθώσει να βγει από τους φλεγόμενους Πύργους, και κλείνει με τις εικόνες που είχε αντικρύσει πριν βγει από αυτούς (κλείσιμο που η κριτική χαρακτήρισε ό,τι πιο συγκινητικό έχει γράψει ένας κατά τα άλλα ψυχρός στη γραφή του συγγραφέας). Στο ενδιάμεσο, η μετά την 11/9 ζωή έχει πλήρως αποδιοργανωθεί.

Ο Auster, από την άλλη, αν και Νεοϋορκέζος που η αγάπη του για την πόλη του είναι παροιμιώδης –η Νέα Υόρκη είναι μόνιμο σκηνικό των βιβλίων του, και λειτουργεί σχεδόν σαν χαρακτήρας της τριλογίας με την οποία εμφανίστηκε ως πεζογράφος τη δεκαετία του ‘80, με τον (αναπόφευκτο) τίτλο Η Τριλογία της Νέας Υόρκης– προτιμάει να μην "μπει" μέσα στους φλεγόμενους Πύργους. Το προηγούμενο σχετικό του μυθιστόρημα, The Brooklyn Follies (Τρέλες στο Μπρούκλιν, Ζαχαρόπουλος, 2006), έκλεινε ακριβώς 46 λεπτά πριν το πρώτο αεροπλάνο χτυπήσει το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου. Στο Man in the Dark, το χτύπημα έχει ήδη γραφτεί στην ιστορία, και ο κεντρικός ήρωας αφηγείται στον εαυτό του τη δυστοπία μιας "παράλληλης" χώρας –που μετά την πρώτη εκλογή του Μπους, έχει οδηγηθεί σε εμφύλια σύρραξη, και φυσικά το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου της ποτέ δεν καταστράφηκε από εκείνα τα αεροπλάνα– για να ξεγελάσει την αϋπνία του, θρεμμένη από τις προσωπικές του απώλειες και το δράμα της εγγονής του, ο φίλος της οποίας, υπάλληλος μιας βορειοαμερικάνικης εταιρείας στο Ιράκ, αποκεφαλίστηκε ως όμηρος – αποκεφαλισμό που παρακολουθούν, μαζοχιστικά σχεδόν, μέσω διαδικτύου, αφού κανένα βορειοαμερικάνικο δίκτυο δεν θα πρόβαλλε το σχετικό βίντεο.

Είχαν, βεβαίως, προηγηθεί και άλλα βιβλία. Στο Extremely Loud & Incredibly Close (2005) του επίσης Νεοϋορκέζου Jonathan Safran Foer, ένα εννιάχρονο αγόρι, εγγονός Ευρωπαίων που έφτασαν στις ΗΠΑ μέσα από τις στάχτες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ξεκινάει μια περιπετειώδη αναζήτηση σε όλη τη Νέα Υόρκη προσπαθώντας να συμφιλιωθεί με το χαμό του πατέρα του σε έναν από τους Πύργους. Οι φιγούρες των jumpers είναι και εδώ παρούσες, αφού κεντρικό ρόλο παίζει μια σεκάνς φωτογραφιών που καταγράφουν, καρέ καρέ, την πτώση ενός από αυτούς στο κενό. Ενώ ο John Updike, ένα από τα ιερά τέρατα της βορειοαμερικάνικης λογοτεχνίας, είχε αποπειραθεί μια πιο κοινή πρακτική: να "διαβάσει" το θέμα της τρομοκρατίας όχι από τη σκοπιά του "θύματος" αλλά του "θύτη" (που κι εκείνος είναι θύμα, με τη σειρά του) στο The Terrorist (Ο Τρομοκράτης, Καστανιώτης, 2007) με ήρωα έναν πιτσιρικά μουσουλμάνο που μεγαλώνει στο Νιου Τζέρζι και ωθείται στη βία όταν αντιλαμβάνεται ότι η Δύση αρνείται να τον αποδεχτεί για αυτό που είναι και απαιτεί την υποταγή του στους δικούς της όρους. Σε ευρωπαϊκό έδαφος, ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Βρετανούς λογοτέχνες, ο Ian McEwan, παρακολούθησε στο Saturday (Σάββατο, Νεφέλη, 2006) μια μέρα από τη ζωή του χειρουργού Perowne – όχι τυχαία, η μέρα αυτή είναι το Σάββατο, 15 Φεβρουαρίου 2003, ημέρα της παγκόσμιας διαδήλωσης ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ, και κατά τη διάρκειά της ο Perowne όχι μόνο θα διαπληκτιστεί με την κόρη του για τη μετά την 11/9 εποχή, αλλά θα δει και την κανονικότητα της ζωής του να διαταράσσεται από το ξέσπασμα της βίας.

Σε κάθε περίπτωση, η ζωή πριν και η ζωή μετά είναι εντελώς διαφορετικές. Η 11η Σεπτεμβρίου είναι μια ασυνέχεια στο νήμα της. Για να προχωρήσει κανείς μπροστά, θα πρέπει να κάνει ένα άλμα. Κι αυτό το άλμα περιλαμβάνει, με ένα τρόπο, και κάποια βήματα προς τα πίσω: απαραίτητα για να προσδιοριστεί εκ νέου η βορειοαμερικάνικη ταυτότητα και αυτά που την καθιστούν σημαντική. Είναι μια οπτική που, υποχρεωτικά, έχει σκοτεινή απόχρωση. Όχι τυχαία, αυτό που οι περισσότεροι συγγραφείς μοιάζουν να επικαλούνται είναι η ίδια η ανθρωπιά: η στροφή στους γύρω μας ως μόνη διέξοδος. Σαν να μη μπορείς, όταν όλα έχουν διαλυθεί, παρά να αρπάξεις το χέρι του διπλανού σου, ελπίζοντας βέβαια ότι ο διπλανός σου υπάρχει: το ταξίδι ενός πατέρα και ενός γιου που διασχίζουν μια ρημαγμένη χώρα ελπίζοντας ότι θα σωθούν αν καταφέρουν να φτάσουν στη θάλασσα στο The Road (Ο Δρόμος, Καστανιώτης, 2007) του Cormac McCarthy, μια δυστοπία που μοιάζει θρεμμένη από τον πεσιμισμό της μετά την 11/9 εποχής, είναι ίσως η πιο ακραία εκδοχή αυτής της οπτικής, ψήγματα της οποίας θα μπορούσαν να εντοπιστούν και στο Everyman (Καθένας, Πόλις, 2006) του Philip Roth, αν όχι και στην "εναλλακτική" του ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στο The Plot Against America (Η Συνωμοσία Εναντίον της Αμερικής, Πόλις, 2004).

Τα βιβλία φυσικά -και ειδικά τα μυθιστορήματα- δεν γράφουν την αλήθεια, αλλά τις εκδοχές της. Δεν έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τον κόσμο και δεν μπορούν, ειδικά σήμερα, να συγκροτήσουν αφηγήσεις του βεληνεκούς μιας επίθεσης με αεροπλάνα στη συμβολική καρδιά του καπιταλισμού. Και ίσως για τους μη Αμερικανούς αναγνώστες αυτές οι απόπειρες λογοτεχνικών παυσιλύπων να είναι συναισθηματικά λιγότερο επιτακτικές και πολιτικά λειψές: απόπειρες επεξεργασίας του τραύματος, και αναστοχασμού πάνω στην ίδια την ουσία της αμερικανικότητας – για αυτό και ουσιαστικές και για τον μη Βορειοαμερικανό αναγνώστη, ακόμα κι αν τα δικά του κριτήρια είναι λιγότερο συναισθηματικά.

Μαρία Ξυλούρη


Βιβλία σχετικά με την 11η Σεπτεμβρίου

Image

Paul Auster, Τρέλες στο Μπρούκλιν, Ζαχαρόπουλος
Image

Ian Mc Ewan, Σάββατο, Νεφέλη
Image

John Updike, Ο Τρομοκράτης, Καστανιώτης
Image

Cormac Mc Carthy, Ο Δρόμος, Καστανιώτης
Image

Philip Roth, Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής, Πόλις