Μεγάλοι Έλληνες: Παιδιά, ποιας Ελλάδας παιδιά; της Μαρίας Ξυλούρη

τ.264, 03/04/2009 (σε ένθετο οι σελίδες της Αριστεράς με αφιέρωμα στη 2η Πανελλαδική Σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ)

Θα μπορούσε, ίσως, να είναι ένα ελαφρώς σουρεαλιστικό αστείο, με τη διαφορά ότι οι συντελεστές μοιάζουν να παίρνουν το θέμα πολύ στα σοβαρά. Κι έτσι γέμισε η πόλη αφίσες με τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη, τον Μεγαλέξανδρο και τ’ άλλα παιδιά να μας προτρέπουν «Ψηφίστε με». Σαν την Καλομοίρα στο πιο διανουμενίστικό της. Ή ίσως σαν την Έφη Σαρρή και την αλησμόνητη προεκλογική της καμπάνια με το «Σταυρώστε με, σταυρώστε με, στα χέρια σας σηκώστε με». Στην Έφη είχαν απαντήσει κάποιοι παραλλάζοντας το δίστιχο (ολίγον τι πρόστυχα, η αλήθεια είναι). Στους ανθρώπους του ΣΚΑΙ όμως τι θα απαντήσει κανείς;

Ο λόγος βέβαια για την περιβόητη ψηφοφορία «Μεγάλοι Έλληνες» που διοργανώνει ο σταθμός με το απαραίτητο αμπαλάζ, λέγε με μάρκετινγκ. Με SMS, με τηλεφωνικές και διαδικτυακές ψήφους αποφασίζει το κοινό για τον «Μεγάλο Έλληνα» και ο ΣΚΑΙ παρουσιάζει σε ντοκιμαντέρ τις προσωπικότητες που προκύπτουν, με έμφαση στην πρώτη δεκάδα («κονταροχτυπιούνται» Μέγας Αλέξανδρος, Κολοκοτρώνης, Παπανικολάου, Σωκράτης, Αριστοτέλης, Καποδίστριας, Πλάτωνας, Βενιζέλος, Καραμανλής –ο θείος, όχι ο κουρασμένος ανιψιός– και Περικλής), εν αναμονή της οριστικής κρίσης του κοινού για τον Μεγαλύτερο των Μεγάλων Ελλήνων – μια πρωτιά που δεν είναι καθόλου σίγουρο τι ακριβώς σημαίνει, αν σημαίνει κάτι, πάντως απ’ ό,τι φαίνεται θα την κατακτήσει, κατά τη συνήθειά του, ο Μέγας Αλέξανδρος.

Εν τω μεταξύ, στην 100άδα –όπως ήταν άλλωστε και αναμενόμενο, δεδομένου ότι τα κριτήρια της ψηφοφορίας ήταν από θολά έως ανύπαρκτα και άρα καθένας ψήφισε «ό,τι του κατέβηκε» κατά το κοινώς λεγόμενο– βρίσκει κανείς να «συγκατοικούν» προσωπικότητες που είναι απορίας άξιο τι κοινό μπορεί να έχουν μεταξύ τους – αν όχι και τι είναι αυτό που συνιστά ικανό λόγο να θεωρηθούν μεγάλοι Έλληνες, ό,τι κι αν σημαίνει τέλος πάντων η φράση. Από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Ιωάννη Μεταξά η απόσταση δεν είναι μόνο μερικές χιλιετίες, και από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο μέχρι τον Ξυλούρη και τον Μπελογιάννη υπάρχει ένα χάσμα• η όποια φαντασίωση ελληνικότητας αδυνατεί να τους φέρει όλους αυτούς δίπλα δίπλα τόσο εύκολα, αν θέλουμε τέλος πάντων να είμαστε σοβαροί.

Σωκράτη, εσύ, σούπερ σταρ

Ονόματα φύρδην μίγδην, τα πάντα δεκτά αρκεί να συντηρείται όλη η ιδεοληψία του τρισχιλιετούς ελληνικού πολιτισμού με μια εσάνς νεοελληνικού μεγαλείου. Μεγάλος Έλληνας λοιπόν κι ο Ζαγοράκης πλάι στον Μίκη, ο Γλέζος χέρι χέρι με τον Γκάλη κι ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή δίπλα στη Βουγιουκλάκη με γκεστ σταρ… τον Όθωνα (ναι, εκείνο τον ξενοφερμένο βασιλιά… ξέρετε τώρα), τον Ιουστινιανό και τον Παλαιολόγο. Δεν βαριέσαι, όλοι εκπρόσωποι του τρισχιλιετούς.

Όλη η λίστα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, αν και το μόνο σίγουρο είναι ότι προδίδει, ακριβώς, το ότι το εγχείρημα είναι αστήρικτο και τελικά βαθιά ανιστόρητο από την ίδια τη φύση του. Αν πρέπει να εξαχθεί κάποιο συμπέρασμα για το τι συνιστά στα μάτια μας την ελληνικότητα, αλλά και το όποιο ανθρώπινο μεγαλείο, είναι ότι δεν υπάρχει κανένα κριτήριο. Όλα χωράνε στον ίδιο τενεκέ, σε ένα είδος ιστορικού ριάλιτι που συντηρείται από φαντασιώσεις και α-ιστορικές στρεβλώσεις.

Δεν έχουν ενδιαφέρον μόνο τα μετερίζια που στήθηκαν, με τους ακροδεξιούς να επιχαίρουν για την παρουσία στη λίστα του Παπαδόπουλου και του Μεταξά –πιο σκοτεινή η δική του περίπτωση, μια και (τυχαία τάχα;) επιβιώνει στη μνήμη ως αυτός που είπε «Όχι» στους Iταλούς παρά ως ο δικτάτορας που ήταν– και να ωρύονται για τη συγκατοίκησή τους με τον… προδότη Μπελογιάννη, φερ’ ειπείν, και τους αριστερούς να διανύουν την αντίστροφη ακριβώς πορεία.

Αυτά όμως είναι τα συμπτώματα μονάχα. Γιατί το μπάχαλο της λίστας είναι αναμενόμενο μέσα σε μια συλλογιστική που αυτόν ακριβώς τον αχταρμά επιδιώκει, προσπαθώντας να ενώσει τελείως διαφορετικές μεταξύ τους περιόδους, ξεχνώντας –όπως συνήθως– ότι το ελληνικό έθνος συγκροτήθηκε ως τέτοιο, όπως όλα τα έθνη, αιώνες αργότερα απ’ τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Οι οποίοι, πώς να το κάνουμε, δεν γίνεται να σταθούν δίπλα δίπλα με τον Ιουστινιανό και τον Παλαιολόγο – αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν, Βυζάντιο και Αρχαία Ελλάδα πρέπει να βρίσκονται αντάμα σε έναν φαντασιωτικό ιστορικό (τάχα) χώρο και χρόνο και να επιβεβαιώσουν τη συνέχεια του ελληνισμού. Και καταλήγει η ιστορία μια οθόνη όπου προβάλλονται φαντάσματα σε σχιζοφρενικό μοντάζ. Μια α-ιστορικότητα που όμως έχει μετατραπεί σε κυρίαρχη κοινωνική αναπαράσταση περί ιστορίας, και τώρα τροφοδοτείται (αλλά και το τροφοδοτεί η ίδια) από το έξυπνο τηλεοπτικό μάρκετινγκ ενός σταθμού που, διαβάζοντας την αγορά ώστε να εντοπίσει ποιο μερίδιο μπορεί να διεκδικήσει στο χαοτικό ελληνικό περιβάλλον των μέσων, βρίσκει κενά σημεία αλλά και πατήματα σε ήδη εμπεδωμένες στρεβλώσεις και ψωνίζει από όποιο ράφι τον βολεύει – οικολογία, ελληνισμός, γουατέβερ που λένε κι οι Άγγλοι.

Yπάρχει ένα επιχείρημα υπέρ της καμπάνιας: ότι λειτουργεί σαν αφετηρία για τον διάλογο περί ιστορίας και καταγράφει τάσεις κ.λπ. Mα ποια είναι η βάση του διαλόγου αυτού; Mια τηλεοπτική πίστα όπου παρελαύνουν όλοι αυτοί και διαγωνίζονται, περίπου όπως οι υποψήφιοι σταρ των ριάλιτι; Kάτι σαν «Δεν τραγούδησες όπως περίμενα, δεν είδα τον πραγματικό Mεγαλέξανδρο σήμερα, με απογοήτευσες, να δούμε τώρα αν θα σε σώσει το κοινό». Tην ίδια στιγμή που όποιος πάει να αρθρώσει έναν λόγο κάπως διαφορετικό, έναν λόγο που πάει να αμφισβητήσει κάτι ελάχιστο έστω από την αίγλη του εθνικού μας μύθου, αντιμετωπίζεται σαν ανθέλληνας. [Xαρακτηριστικό παράδειγμα η συγγραφέας Σώτη Tριανταφύλλου, την οποία φιλοξένησε πρόσφατα το διαδικτυακό κανάλι του Kούλογλου (TVXS) για να μιλήσει για το έθνος με αφορμή την 25η Mαρτίου κι αμέσως άρχισε ο εμφύλιος στα σχόλια, με απαντήσεις συχνά όχι πάνω στην ουσία των λόγων της –κάτι θεμιτό– αλλά ακόμα και… στο δικαίωμά της να λέει αυτές τις απόψεις που τέλος πάντων λέει. H υπέροχη ελληνική σούπα χωράει τα πάντα, από το κρυφό σχολειό μέχρι τα Eλ και τα συναφή, εκτός από τις λοξές αναγνώσεις και ματιές, που όμως αυτή τη στιγμή θα ήταν πολύ χρησιμότερες…]

Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τον Πλάτωνά μου

Στο σάιτ του ΣΚΑΙ, ο τρόπος παρουσίασης της «τελικής δεκάδας» είναι πολύ χαρακτηριστικός. Πλάι σε κάποια ιστορικά στοιχεία για κάθε πρόσωπο καταγράφεται όχι μόνο η πορεία της κατάταξης κάθε… φιναλίστ στη διάρκεια της ψηφοφορίας, αλλά και στατιστικά που θυμίζουν βιντεογκέιμ και προσδίδουν, αναπόφευκτα, έναν τόνο ιλαρότητας. Έτσι, ο (σταθερά πρώτος, και καθόλου τυχαία) Μέγας Αλέξανδρος «σκοράρει» 90% στην ευφυΐα, 88% στην κληρονομιά, 93% στην ηγεσία, 92% στην ανδρεία, 68% στην ευσπλαχνία (υποθέτουμε, γιατί σκότωνε πολύ τρυφερά και με χάρη) – σα να λέμε, 90% ζωή, 70% δεξιότητες, 70% πυρομαχικά, ή σα να μη λέμε απολύτως τίποτα γιατί αυτά τα ποσοστά είναι απλώς ανούσια (παρεκτός κι αν είσαι μπροστά στην οθόνη του πλέιστέισιον). Και κάνουν ένα μοναδικά ακαταμάχητο σετ με τα βιβλία που κυκλοφορούν για κάθε υποψήφιο σαν… προγραμματικό φυλλάδιο, και φυσικά με τις εκπληκτικές «προεκλογικές» αφίσες που αισθάνεται κανείς ότι εξαντλούν κάθε απόθεμα λογικής.

Και μετά θυμάται κανείς εκείνο το παλιό –και όχι τυχαία γουροβιζιονικό– άσμα της Καιτούλας: «τη μια μας παίζουν ροκ, την άλλη τσιφτετέλι, παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη». Γιατί είμαστε οι άμεσοι κληρονόμοι τους, φυσικά. Και άρα τον Πλάτωνα και τον Καστοριάδη τους παίζουμε στα δάχτυλα, όταν με αυτά τα ίδια δάχτυλα δεν αφοσιωνόμαστε στη φραπεδιά μας και το κινητό. Και έτσι δικαιούμαστε να συντηρήσουμε το υποτιθέμενο μεγαλείο μας, ψηφίζοντας σαν μεγαλύτερο Έλληνα το Μεγαλέξανδρο, φυσικά, για να τον υπερασπίσουμε από τους κάθε λογής κακόβουλους ξένους που συνωμοτούν εναντίον μας από φόβο ότι το μεγαλείο μας θα λάμψει ξανά και θα τους τυφλώσει. Το άλλο με τους Ελ το ξέρετε;

Μαρία Ξυλούρη