Οι κενές θέσεις στα ΑΕΙ και η πελατεία των κολεγίων, της Γιάννας Γιαννουλοπούλου

τ.249, 05/09/2008 (σε ένθετο οι σελίδες της Αριστεράς με αφιέρωμα στον πόλεμο στον Καύκασο)

Η κυβέρνηση στην υπηρεσία των επιχειρηματιών της εκπαίδευσης

Η κυβέρνηση, προβάλλοντας με αυταρέσκεια και λαϊκισμό το δόγμα "δεν θέλουμε να είμαστε ευχάριστοι, αλλά χρήσιμοι", προχωρά στην εφαρμογή μιας σκληρής νεοφιλελεύθερης πολιτικής βαλκανικού τύπου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα άσκησης μιας τέτοιας πολιτικής είναι ο χώρος της εκπαίδευσης.

Αφού απέτυχε να αναθεωρήσει το άρθρο 16 και αφού κατάφερε την προηγούμενη άνοιξη να δυσφημίσει το φοιτητικό κίνημα, προβάλλοντας ως το σημαντικότερο των ζητημάτων την εκλογή των διοικήσεων των πανεπιστημίων, η κυβέρνηση μπόρεσε να νομοθετήσει μέσα στο καλοκαίρι υπέρ της λειτουργίας των κολλεγίων. Εκπλήρωσε με αυτόν τον τρόπο τις υποχρεώσεις της απέναντι στην ΕΕ και πρόσφερε επιχειρηματικό πεδίο στους σχολάρχες που θα μπορούν πλέον επισήμως να πουλάνε "εκπαίδευση" και "πτυχία". Η χρησιμότητα αυτής της νομοθετικής ρύθμισης φάνηκε πολύ σύντομα με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ θα λειτουργήσουν φέτος με 18.435 κενές θέσεις. Αν συνυπολογίσουμε και όσους είναι και εκτός αυτών των κενών θέσεων, δημιουργείται για τα προσφάτως αναγνωρισθέντα κολέγια μια πελατεία 60.000 νέων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές διαφημίσεις για την καινούργια σχολική και ακαδημαϊκή χρονιά αυτές για τα κολέγια συναγωνίζονται επάξια εκείνες των σχολικών τσαντών!

Η ανάγκη της νεολαίας για μόρφωση και η αγωνία της για το επαγγελματικό μέλλον γίνεται εμπορεύσιμο είδος με καθαρότερο τρόπο από κάθε άλλη φορά τα τελευταία χρόνια. Ο ίδιος ο υπουργός Παιδείας στις συνεντεύξεις του προβάλλει τα κολέγια ως εναλλακτική λύση για τους αποτυχόντες των εισαγωγικών. Και όταν χρειάζεται να απαντήσει για τις κενές θέσεις στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ, ισχυρίζεται αφενός ότι πολλά από αυτά τα ιδρύματα έχουν φτιαχτεί χωρίς λόγο και αφετέρου ότι το υπουργείο δεν κάνει εκπτώσεις σε ζητήματα ποιότητας σπουδών και επιμένει στη βαθμολογική βάση του 10. Αλήθεια, όσοι θα φοιτήσουν στα κολέγια θα πρέπει να έχουν συμπληρώσει τη βάση του 10 ή για αυτούς τα ποιοτικά κριτήρια θα αντικατασταθούν από τα ποσοτικά κριτήρια των διδάκτρων;

Είναι κοινός τόπος που επιβεβαιώνεται πανηγυρικά από τις υπουργικές ανακοινώσεις ότι εάν έχεις να πληρώσεις, δεν χρειάζεται να είσαι και ιδιαίτερα μελετηρός. Άλλωστε σε χώρες με παρελθόν στη γενικευμένη εμπορευματοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης, όπως η Μεγάλη Βρετανία, οι διδάσκοντες στα ΑΕΙ δέχονται συστάσεις από τους ανωτέρους τους να είναι πιο ελαστικοί στη βαθμολογία, με άλλα λόγια "να περνάνε" τους φοιτητές, προκειμένου να δεχτεί το ίδρυμα περισσότερη πελατεία.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνιστούν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική στο χώρο της μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Ο "βαλκανικός χαρακτήρας" αυτής, που προαναφέρθηκε, έγκειται στην ευκολία με την οποία διάφορα ιδρύματα του εξωτερικού ανοίγουν στην Ελλάδα τα "παραρτήματά" τους. Ιδρύματα απαξιωμένα στις χώρες καταγωγής τους που λειτουργούν κυρίως με εξω-ευρωπαϊκή πελατεία μοιράζουν πτυχία μέσω δικαιόχρησης (franchising) στην Ελλάδα. Σε αυτές τις περιπτώσεις φτάνει και μόνο μια αγγλική ή γαλλική επωνυμία για να συγκινήσει τους ιθαγενείς. Παλιά και γνωστή διαφημιστική πρακτική για τις υπανάπτυκτες χώρες που στην ελληνική περίπτωση ειδικά μπορεί να συνοδεύεται από φτηνούς δεκάρικους για την αναμφισβήτητη υπεροχή του ελληνικού πνεύματος ανά τους αιώνες…

Η καινούργια ακαδημαϊκή χρονιά βρίσκει, λοιπόν, τα πανεπιστήμια σε μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Η έμμεση καταστρατήγηση του άρθρου 16 είναι γεγονός. Η ελλιπέστατη κρατική χρηματοδότηση για τα δημόσια ΑΕΙ και η εξάρτηση αυτής από το αν θα επιδείξουν τα ΑΕΙ καλή διαγωγή σε σχέση με την αξιολόγηση είναι πραγματικότητα.

Και χρειάζεται εδώ να επισημανθεί ότι η κατάσταση στα ΑΕΙ εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο που συνοπτικά μπορεί να περιγραφεί με δύο βασικά χαρακτηριστικά: αφενός ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης από το νηπιαγωγείο έως τα μεταπτυχιακά και αφετέρου απαξίωση του αγαθού της παιδείας ως κοινωνικής αξίας. Ένα εμπόρευμα μπορεί να είναι φτηνό ή ακριβό, αλλά δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί δικαίωμα.

Για το κίνημα της εκπαίδευσης έχει γίνει πια ορατό ότι οι νίκες δεν διαρκούν επ’ άπειρο. Η ανατροπή της αναθεώρησης του άρθρου 16 ήταν μια μεγάλη νίκη, στις δάφνες της οποίας δεν είναι δυνατό να επαναπαυόμαστε για πολύ.

Ενώπιον της γενικευμένης εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης, τα αιτήματα για δημόσια δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες, για ελεύθερη πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση γίνονται πιο επίκαιρα από ποτέ.

Γιάννα Γιαννουλοπούλου