Γίνεται πιο επιτακτική η ανάγκη για μια αποφασιστική και δημόσια συζήτηση ανάμεσα στις συλλογικότητες της ταξικής και εναλλακτικής Αριστεράς της χώρας μας.
Είναι πια προφανές ότι στην Ιταλία ολοκληρώνεται μια ιστορική φάση και ανοίγει μια καινούρια. Αυτό έχει και μια σειρά επιπτώσεις στον πολιτικό, κοινωνικό, συνδικαλιστικό και πολιτιστικό τομέα.
Η προσπάθεια προσαρμογής της ("μη ανακηρυχθείσας") Δεύτερης Δημοκρατίας στις απαιτήσεις του μεγάλου διεθνούς ανταγωνισμού και των ισχυρών δυνάμεων της Ευρώπης δεν είχε τα αποτελέσματα που προσδοκούσαν οι μεγάλοι καπιταλιστικοί κύκλοι και οι κυρίαρχες τάξεις στη χώρα μας. Για τούτο δρομολογήθηκε μια εντυπωσιακή ολομέτωπη κλιμάκωση, με σκοπό την "επαναφορά της κοινωνίας στην ομαλότητα" και την κατοχύρωση του διπολισμού ως μόνης έγκυρης μορφής διοίκησης και εξουσίας. Στην κατεύθυνση αυτή, για να ενισχυθεί ο ολιγαρχικός χαρακτήρας του κράτους, της πολιτικής και των κέντρων λήψης αποφάσεων, χρειάζεται και ο νέος εκλογικός νόμος (είτε προκύψει από τις διαβουλεύσεις ανάμεσα στον Μπερλουσκόνι και τον Βελτρόνι, είτε από ένα δημοψήφισμα), καθώς και οι θεσμικές αλλαγές που είναι στα σκαριά.
Σκοπός αυτής της προσπάθειας είναι η με κάθε τρόπο διόρθωση της "ιταλικής ανωμαλίας", στα πλαίσια της οποίας συνέκλιναν και συμβίωσαν, ένας παρωχημένος καπιταλισμός χρηματοδοτούμενος από το κράτος, με την παρουσία και τη δραστηριότητα μιας κομμουνιστικής οντότητας με βαθιές ρίζες στην κοινωνία. Το πολιτικό και ιδεολογικό απαράτ που πρωτοστατεί σ’ αυτή την ομαλοποίηση πασχίζει να καταργήσει την κοινωνική σύγκρουση σαν εργαλείο χειραφέτησης και σχέσης ανάμεσα στις τάξεις και στα στρώματα της κοινωνίας. Σημαντική φάση αυτού του αυταρχικού χειρισμού είναι η ενσωμάτωση των συμβιβασμένων συνδικάτων σε ένα νεοκορπορατίστικο σχήμα, που θα αλλοιώσει το ρόλο και τη λειτουργία τους και ταυτόχρονα θα επιφέρει σύγχυση και θα αποδυναμώσει τη σύγκρουση και τις κοινωνικές δυναμικές. Το να ισχυρίζεσαι πως αφεντικά και εργαζόμενοι έχουν τα ίδια συμφέροντα και είναι το ίδιο πράγμα (όπως ισχυρίστηκε πρόσφατα ο Βελτρόνι και όπως πιστεύουν οι επικεφαλής των "επίσημων" συνδικάτων GGIL,CISL και UIL) είναι ενδεικτικό αυτού του ιδεολογικού και πολιτικού σχεδίου.
Να αγνοήσεις, να υποτάξεις ή να αποδυναμώσεις τα συμφέροντα των εργαζομένων, των λαϊκών στρωμάτων, όλου του κοινωνικού ανταγωνιστικού μπλοκ, θα προκαλέσει αναπόφευκτα ένα ολοφάνερο έλλειμμα δημοκρατίας και πολιτικής αντιπροσώπευσης, που θα γίνει περισσότερο αισθητό σε όσους συμμετέχουν ενεργά στα κοινωνικά κινήματα και σε σημαντικές συγκλίσεις.
Οι αντιδράσεις της "ιστορικής" Αριστεράς σε αυτό το σενάριο είναι εντελώς άστοχες και έχουν ορισμένες απαράδεκτες πλευρές, που προκαλούν ένα γενικό αποπροσανατολισμό ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και στα κοινωνικά κινήματα. Από τη μια, οι δυνάμεις που ενώθηκαν στην "Αριστερά-Ουράνιο Τόξο" ολοκληρώνουν αντικειμενικά το προτσές που ξεκίνησε το 1990 στην Μπολονίνα [ΣτΜ: το τελευταίο συνέδριο του Ιταλικού Κ.Κ., όπου άλλαξε το όνομα και καταργήθηκαν τα… επικίνδυνα σύμβολα], διαγράφοντας από το πολιτικό σκηνικό την κομμουνιστική ταξική τοποθέτηση. Η εξέλιξη αυτή δεν αποσκοπεί μόνο στην εξαφάνιση της κομμουνιστικής φυσιογνωμίας, αλλά παρασύρει και τα βασικά σημεία της πολιτικής ατζέντας (στρατιωτικές αποστολές και βάσεις, επίθεση στους μισθούς και πρωτόκολλο της 23ης Ιούλη, αντίσταση στη σκοταδιστική επίθεση του Βατικανού, νόμοι για την ασφάλεια), αποκαλύπτοντας έναν ρεφορμιστικό και νεοκεϊνσιανό ακολουθητισμό, που υποθηκεύει το μέλλον. Από την άλλη, η αντίδραση σε αυτές τις εξελίξεις εκδηλώνεται περισσότερο σαν αποπροσανατολισμός, αμηχανία, απογοήτευση, αναζήτηση ταυτότητας αλλά και σαν οργανωμένη προσπάθεια να δρομολογηθεί μια αντίθετη τάση. Σε αυτό το τοπίο εμφανίζονται, ακόμη και ασυνείδητα, οργανωτικά άστοχες κινήσεις ή ροπή προς την εκλογολογία, δηλαδή τάσεις που υποτιμούν αποφασιστικά τα απαραίτητα ενδιάμεσα στάδια και κινδυνεύουν να επαναλάβουν παλιές αποτυχημένες εμπειρίες της πρόσφατης ιστορίας μας.
Εμείς, αντίθετα, πιστεύουμε πως πρέπει να ξεκινήσει μια ενωτική προσπάθεια συζήτησης, μαζί με όλες τις συλλογικότητες της αριστεράς που "αντιστέκονται" (και ταυτόχρονα δεν υποτιμούν αλλά και δεν θεωρούν δεδομένη τη σχέση με το ανταγωνιστικό μπλοκ της κοινωνίας). Κανείς πια δεν μπορεί σήμερα να υποτιμήσει το ότι η συμμετοχή δύο κομμουνιστικών κομμάτων στην πιο αντιλαϊκή κυβέρνηση των τελευταίων είκοσι ετών δημιουργεί σοβαρά προβλήματα αξιοπιστίας της κομμουνιστικής άποψης στο λαό και στην κοινωνία. Ξεκινώντας από αυτή τη διαπίστωση, και με βάση τις συγκεκριμένες στάσεις και πρακτικές σχετικά με το θέμα των μισθών και του εισοδήματος, της δημοκρατίας και του αντιμιλιταρισμού, θα πρέπει να κατοχυρωθεί ξανά η θεωρητική και κοινωνική βαρύτητα της κομμουνιστικής άποψης στη χώρα μας και στον 21ο αιώνα, παίρνοντας υπόψη και τη διεθνή διάσταση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε στο εσωτερικό της χώρας μας.
Με αυτές τις σκέψεις, και λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές και αναγκαίες επιπτώσεις, καλούμε όλους όσοι αποδέχονται και συμμερίζονται, συνολικά ή επιμέρους, τα ζητήματα που βάζουμε σε αυτή την ανοιχτή επιστολή, σε έναν ειλικρινή και ανοιχτό δημόσιο διάλογο και στη σύγκληση μιας πανιταλικής συνέλευσης με σκοπό τον καθορισμό μιας κοινής πορείας.