60 χρόνια από την επανάσταση
Τα εξήντα χρόνια από την ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας συμπίπτουν με τα είκοσι χρόνια από την πτώση του Τείχους και την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Είκοσι χρόνια, δηλαδή, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η Κίνα όχι μόνο δεν έχει καταρρεύσει και επιμένει “κομμουνιστικά”, αλλά επιπλέον κατακτά, εδώ και μια δεκαετία, αλλεπάλληλες πρωτιές σε δείκτες της παγκόσμιας (καπιταλιστικής) οικονομίας. Δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, δεύτερη σε εισαγωγές και τρίτη σε εξαγωγές. Όπως ήταν ιδιαίτερος ο δρόμος που χάραξε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Κίνα, ιδιαίτερος είναι και ο δρόμος που χαράχτηκε με την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Ό,τι έγινε στη Ρωσία μετά το 1991 με την ιδιοποίηση τεράστιων κρατικών επιχειρήσεων από πρώην μισθωτούς διευθυντές, επαναλαμβάνεται στην Κίνα –αν και σε μικρότερη κλίμακα- μέσα από το ίδιο το Κόμμα. Σχεδόν όλοι οι Κινέζοι μεγαλοκαπιταλιστές, όταν δεν είναι οι ίδιοι στελέχη, συνδέονται με τα ανώτερα στελέχη ενός κόμματος που αποτελεί το δίαυλο γέννησης και αναπαραγωγής του νεογέννητου μεγάλου κινέζικου ιδιωτικού κεφαλαίου.
Όταν τα καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης κατέρρεαν, η καταστολή στην πλατεία Τιενανμέν στο Πεκίνο έστελνε το μήνυμα πως οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην Κίνα θα ακολουθούσαν ένα διαφορετικό δρόμο σε πολιτικό επίπεδο. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι τα μεταρρυθμιστικά “δάνεια” από τη Δύση στην ανατολική Ευρώπη για δεκαετίες, είχαν ήδη υπερκεραστεί στην Κίνα, μια μόλις δεκαετία μετά το 1978. Στην “εποχή της παγκοσμιοποίησης” (το 2001 εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου), η Κίνα προχώρησε στη σχεδόν ολοκληρωτική αποκατάσταση των δυνάμεων της αγοράς στην οικονομική σφαίρα, σ’ έναν άγριο καπιταλισμό κάτω από τους πλέον νεοφιλελεύθερους όρους, στο πλαίσιο όμως μιας πολιτικής δομής που παραμένει “σοσιαλιστική”.
Με σύνθημα “πλουτίστε”
Η αποκατάσταση του Τενγκ Χσιάο Πινγκ το 1978, “κυνηγημένου” στα χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης, σήμανε όχι μόνο την αποκήρυξη, και τυπικά πλέον της τελευταίας –δυο χρόνια μετά το θάνατο του Μάο Τσε Τουνγκ–, αλλά και την εξαπόλυση των “τεσσάρων εκσυγχρονισμών” (στη γεωργία, τη βιομηχανία, την άμυνα και την άμυνα και τεχνολογία) ώστε να ολοκληρωθεί το “πρώτο στάδιο του σοσιαλισμού”. Οι σχετικά εκτεταμένες εμπορικές σχέσεις με δυτικές χώρες που κατ’ ανάγκη είχαν αναπτυχθεί μετά τη ρήξη με τη Σοβιετική Ένωση από τη δεκαετία του ’60, αποτέλεσαν το εξωτερικό κέντρισμα-πλεονέκτημα στον ιδιόμορφο δρόμο που ακολούθησαν οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Ενώ μέχρι το 1976 η Κίνα αρνιόταν ακόμη και τον δανεισμό από τη Δύση, όπως και από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, το 1979 λειτουργούσαν ήδη περίπου 100 ξένες επιχειρήσεις στο έδαφός της και σήμερα είναι εκατοντάδες χιλιάδες.
Την ίδια στιγμή, ο κρατικός τομέας στην Κίνα, αν και διαρκώς συρρικνούμενος (από 80% της βιομηχανικής παραγωγής το 1980 σε κάτω από 25% σήμερα), κρατά ακόμη στα χέρια του τη μεγάλη και πιο νευραλγική για την οικονομία βιομηχανία. Η κινεζική ηγεσία έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να συνδυάζει την πρωτόγνωρη για “σοσιαλιστική” χώρα απελευθέρωση της αγοράς με έναν συγκεντρωτικό διοικητικό έλεγχο και “σχεδιοποίηση” σε ένα διόλου ασήμαντο τμήμα της οικονομίας και των εξωτερικών συναλλαγών. Για πόσο ακόμη, είναι ένα άλλο ζήτημα.
Το πρώτο κύμα αναδιαρθρώσεων μετά το ’81 συνδυάζει το άνοιγμα στο ξένο κεφάλαιο με τη δημιουργία των πρώτων “Ειδικών Οικονομικών Ζωνών” στα πρότυπα των αντίστοιχων ελεύθερων ζωνών της Ταιβάν και της Ν. Κορέας, με την ώθηση στη μικρή καπιταλιστική παραγωγή κυρίως στην ύπαιθρο, και τέλος την αποκολλεκτιβοποίηση και τη βίαιη διάλυση των αγροτικών κομμούνων. Στη θέση των τελευταίων εγκαινιάζεται το σύστημα της ατομικής μίσθωσης γης σε μικρές οικογενειακές μονάδες, με ελευθερία πώλησης των προϊόντων στην ελεύθερη αγορά αλλά και επιβολή φόρου αντί της απόδοσης του συλλογικού πλεονάσματος της κομμούνας στο κράτος, με την παράλληλη έκκληση του Τενγκ προς τους αγρότες: “πλουτίστε!”. Διαλύθηκαν με διατάγματα ακόμη και οι κομμούνες που ήταν ιδιαίτερα πλεονασματικές. Η ευφορία που επικράτησε ένα πρώτο διάστημα από την άνοδο των αγροτικών τιμών και τον πλουτισμό μιας μειοψηφίας θα συνοδευτεί από αυξανόμενα κύματα μετανάστευσης εκατομμυρίων πάμπτωχων πλέον αγροτών προς τις πόλεις, ενώ την άνοδο της αγροτικής παραγωγής στα πρώτα χρόνια θα ακολουθήσει η στασιμότητα και εντέλει η συρρίκνωση της παραγωγής σε πολλά προϊόντα.
Η πορεία της παλινόρθωσης
Με εξαίρεση τις ελεύθερες ζώνες που ήταν ακόμα περιορισμένες, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στην Κίνα δεν υπερβαίνουν τις μεταρρυθμίσεις που είχαν γίνει από χρόνια σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Από το σημείο αυτό η επιτάχυνση της φιλελευθεροποίησης είναι τέτοια που τα βήματα της περεστρόικα στη Σοβιετική Ένωση φαντάζουν πολύ “λίγα”. Ενδεικτικά, το 1983-84 επιτρέπεται η περιορισμένη μίσθωση εργασίας, που αργότερα θα ελευθερωθεί τελείως, καθώς και η κατοχή μέσων παραγωγής από Κινέζους ιδιώτες, ενώ επιτρέπεται πλέον στα κομματικά μέλη το επιχειρείν. Οι ελεύθερες ζώνες πρακτικά επεκτείνονται σε όλες τις παράκτιες περιοχές και περιλαμβάνουν πλέον σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού, ενώ δίνεται ευρεία αυτονομία στις κρατικές επιχειρήσεις στον καθορισμό του ύψους παραγωγής, των τιμών, των μισθών. Από το 1986 καταργούνται για τους νέους εργαζόμενους οι συλλογικές συμβάσεις σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, αφήνοντας τον καθορισμό των μισθών στην απευθείας διαπραγμάτευση εργοδότη-σωματείου (στην καλύτερη περίπτωση) ή στην ατομική σύμβαση, που σε κάθε περίπτωση είναι ορισμένου χρόνου μετά τον οποίο ο εργαζόμενος μπορεί να απολυθεί. Μέχρι το 1997 περίπου το 25% στο δημόσιο τομέα εργαζόταν με τέτοιες συμβάσεις, ενώ στη Σαγκάη το ποσοστό αυτό έφτανε το 98%. Το 1988 διευρύνεται σε όλη τη χώρα η ελευθερία συμβάσεων ανάμεσα σε κρατικές επιχειρήσεις και τοπικές κυβερνήσεις με ξένες επιχειρήσεις που θα εκτινάξει τον αριθμό των μικτών επιχειρήσεων (κινεζικά και ξένα κεφάλαια) και των ξένων επενδύσεων (δέχεται περίπου το 40% όλης της ΝΑ Ασίας) και αποφασίζεται η σταδιακή μαζική ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα. Περιορίζονται δραστικά οι “διπλές τιμές” στα περισσότερα προϊόντα (τιμές αγοράς και τιμές που αγοράζει ή πουλά το κράτος) και νομοθετείται η δυνατότητα χρεοκοπίας των μη κερδοφόρων κρατικών επιχειρήσεων. Το 1997 αποφασίζεται η μερική ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα. Το 1998 καταργείται η υποχρέωση των επιχειρήσεων να εξασφαλίζουν υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας (δωρεάν ή φτηνή στέγη, φοίτηση των παιδιών στα σχολεία, περίθαλψη κ.λπ.) στους εργαζόμενούς τους. Το 2004 μια συνταγματική τροποποίηση αποκαθιστά πλέον και τυπικά την “ατομική ιδιοκτησία που αποκτήθηκε νόμιμα”.
Με καύσιμη ύλη αγρότες και εργάτες
Τρεις είναι οι κατηγορίες που χτυπήθηκαν περισσότερο απ’ αυτές τις αναδιαρθρώσεις. Πρώτα και κύρια ένας τεράστιος αριθμός νέων κυρίως της υπαίθρου από αγροτικές οικογένειες, που αποτέλεσαν την καύσιμη ύλη μιας πρωτοφανούς στην ιστορία πρωταρχικής συσσώρευσης, και συσσωρεύονται, οι περισσότεροι άστεγοι ή σε άθλιες συνθήκες σε νεόκτιστες πόλεις για μια προσωρινή δουλειά με χαμηλό μεροκάματο, εξοντωτικά ωράρια και χωρίς δικαιώματα. Υπολογίζεται σε 150 με 200 εκατομμύρια το μεταναστευτικό ρεύμα από την ύπαιθρο προς τις πόλεις. Δεύτερον, τα εκατομμύρια των εργαζόμενων σε μη κερδοφόρες κρατικές επιχειρήσεις που κλείνουν με δραματικούς ρυθμούς. Από το 1997 μέχρι το 2002 απολύθηκαν 35 εκατ. στο δημόσιο τομέα, περίπου το 10% του συνολικού εργατικού δυναμικού, και η πλειοψηφία τους δεν ξαναβρήκε δουλειά. Τέλος, οι περισσότεροι εργαζόμενοι στις ελεύθερες ζώνες –ελεύθερες από δικαιώματα και κοινωνικές παροχές για τους εργαζόμενους όταν πρόκειται για μικτές ή ξένες επιχειρήσεις, αλλά με φορολογικά προνόμια για τις τελευταίες και χωρίς περιβαλλοντικούς και άλλους περιορισμούς– δουλεύουν σε συνθήκες που θυμίζουν την προεπαναστατική Κίνα.
Από έρευνα για τις μικτές επιχειρήσεις των ελεύθερων ζωνών το 1994 (είναι αναμφισβήτητο ότι τα πράγματα σήμερα έχουν χειροτερέψει), το 61% των εργαζόμενων σ’ αυτές δούλευαν περισσότερες από έξι μέρες τη βδομάδα, το ένα τρίτο δούλευε συχνά απλήρωτες υπερωρίες, το ένα τρίτο δεν είχε καν σύμβαση, τα τέσσερα πέμπτα δεν ήταν οργανωμένοι σε σωματείο και περισσότερες από τις μισές γυναίκες δεν είχαν ασφάλιση μητρότητας. Ακόμη και στις κρατικές επιχειρήσεις, η πλειοψηφία των εργαζόμενων αντιμετωπίζει πρόβλημα με στοιχειώδη κοινωνικά αγαθά όπως η στέγη, η υγεία, ή η εκπαίδευση των παιδιών, οι άδειες μητρότητας και οι συντάξεις που παλιότερα υποχρεωνόταν να παρέχει η επιχείρηση. Οι μη κερδοφόρες απλώς δεν έχουν τα χρήματα, ενώ το φαινόμενο των απλήρωτων για μήνες εργαζόμενων είναι εξαιρετικά διαδεδομένο, και πρώτα πρώτα στο δημόσιο τομέα. Η διάλυση των κομμούνων και η εξατομίκευση στην ύπαιθρο δημιούργησε αντίστοιχα προβλήματα. Δίπλα στην επίσημη ανεργία που δηλώνουν οι αρχές –η μεγαλύτερη, έτσι κι αλλιώς, από το 1949– μια στρατιά δεκάδων εκατομμυρίων “αόρατων” ανέργων περιφέρεται στις πόλεις και στην ύπαιθρο, παίρνοντας επιδόματα πείνας ή και τίποτα. Η εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της κατοικίας, της υγείας, ακόμη και της εκπαίδευσης αποτελειώνει ό,τι απομένει. Οι ηλικιωμένοι, οι ανήμποροι, τα παιδιά και οι γυναίκες είναι τα μεγαλύτερα θύματα αυτής της πολιτικής. Ενδεικτικά, στις αυτοκτονίες γυναικών η Κίνα κατέχει τη θλιβερή παγκόσμια πρωτιά (περίπου 500 κάθε ημέρα), ενώ ένα 20% των παιδιών στις πόλεις υποσιτίζεται. Να θυμίσουμε ότι η Κίνα της μαοϊκής εποχής, με το περίφημο “σιδερένιο πιάτο ρύζι”, ήταν ουσιαστικά η μόνη χώρα του Τρίτου Κόσμου που είχε “λύσει το πρόβλημα επισιτισμού του πληθυσμού της”, όπως αναγνώριζε το περιοδικό Τάιμ το 1976.
Εκρηκτικές καταστάσεις
Στις συνθήκες αυτές, εκατοντάδες άγριες απεργίες και εξεγέρσεις σε μικρές πόλεις και στην ύπαιθρο ξεσπούν κάθε χρόνο σε ολόκληρη την Κίνα. Εργάτες απλήρωτοι για μήνες, εργαζόμενοι που ανακαλύπτουν την απίστευτη διαφθορά της κρατικής εργοδοσίας ή της τοπικής κυβέρνησης, αγρότες που ασφυκτιούν από τη φορολογία ή εξεγείρονται για την απαλλοτρίωση της γης τους χωρίς αποζημίωση, καταλαμβάνουν εργοστάσια ή δημαρχεία, συγκρούονται. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι συγκρούσεις είναι ένοπλες. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη από τις ιδιομορφίες της Κίνας που οικοδομεί τη “σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς” ή που βαδίζει στο “σοσιαλισμό με κινέζικα χαρακτηριστικά”, σύμφωνα με τους ευφημισμούς της ηγεσίας του ΚΚΚ. Κατά ένα παράδοξο τρόπο είναι αυτή η πραγματικότητα –περισσότερο από οτιδήποτε άλλο– που έχει καθυστερήσει την εναρμόνιση του “κομμουνιστικού” πολιτικού εποικοδομήματος με τις εξελίξεις στην οικονομία. Η λειτουργία του καθεστώτος όπως αυτό υπάρχει σήμερα και οι ηγεμονίες που συναρθρώνει σε διάφορα επίπεδα και περιοχές, η δυνατότητά του να στηρίζει ζημιογόνες επιχειρήσεις, να παρέχει επιδόματα πείνας για να συγκρατεί τα πράγματα, να ξεγελά με διάφορους τρόπους τα εκατομμύρια των αγανακτισμένων εργατών και αγροτών, δεν είναι δεδομένο ότι θα εξασφαλιστούν εξίσου από μια δυτικού, ρωσικού ή ινδονησιακού τύπου “δημοκρατία”.
Είναι χαρακτηριστικό πως η κινεζική ηγεσία δεν καταφεύγει μόνο στον εθνικισμό για εσωτερική κατανάλωση. Καταφεύγει επίσης όλο και συχνότερα στην καταδίκη της Πολιτιστικής Επανάστασης (τριάντα χρόνια μετά!) και των λαθών της εποχής Μάο προκειμένου να αντιμετωπίσει και την παραμικρή διεκδίκηση και λαϊκή καταδίκη της πολιτικής της. Έχοντας την “τύχη” να γνωρίσουν τον άγριο καπιταλισμό σε συνθήκες “σοσιαλισμού”, όχι λίγοι εργαζόμενοι, αγρότες και διανοούμενοι, καταγγέλλουν την πορεία που έχει πάρει το ΚΚΚ χωρίς να αλληθωρίζουν προς στον καπιταλισμό που βιώνουν καθημερινά. Το μέλλον της Κίνας δεν είναι καθορισμένο πως θα αντιγράψει την πορεία άλλων χωρών προς το 1989-91. Αλλά είτε έτσι είτε αλλιώς το μέγεθος και ο ρόλος της στα παγκόσμια πράγματα είναι τέτοια που κάθε αλλαγή ή ανατροπή στη μια ή την άλλη κατεύθυνση στο γίγαντα αυτό δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη τη διεθνή σκηνή.
Γιώργος Τσίπρας
Ο διεθνής ρόλος της Κίνας
Αν και ο διεθνής οικονομικός και πολιτικός ρόλος της Κίνας είναι σημαντικός, και ισχυρότερος από ότι νομίζει πολύς κόσμος, η Κίνα εμφανίζει στη διεθνή σκηνή χωρίς αμφιβολία τη μεγαλύτερη ανισομετρία οικονομικής και πολιτικής-στρατιωτικής δύναμης, περισσότερο από κάθε άλλη παγκόσμια δύναμη. Συγκρινόμενη με τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η Κίνα μοιάζει με ένα “ειρηνικό γίγαντα”. Μετέτρεψε τις ιδιαίτερες πολιτικές σχέσεις που διατηρούσε με μια σειρά χώρες στις δεκαετίες ’60-’70 σε οικονομικές-εμπορικές-στρατιωτικές σχέσεις, υιοθέτησε μια “συνετή” στάση σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς αποφεύγοντας τη σύγκρουση με τη Δύση, και “αποϊδεολογικοποίησε” συνολικά τις εξωτερικές της σχέσεις στα πρότυπα της περεστρόικα (το Ισραήλ με το οποίο αποκατέστησε σχέσεις μόλις το ’92 αποτελεί τον δεύτερο για την Κίνα προμηθευτή οπλικών συστημάτων). Η πιο εντυπωσιακή αλλαγή όμως ήταν η απόκτηση ισχυρών πολιτικών σχέσεων με τη Ρωσία που εμπορικά και στρατιωτικά αποτελεί τον υπ’ αριθμό ένα εταίρο της Κίνας όπως στα χρόνια πριν τη σινοσοβιετική ρήξη. Η Κίνα παίζει σημαντικό ρόλο στην κεντρική και ανατολική Ασία και σε περιοχές της Αφρικής, έχει σημαίνουσες οικονομικές σχέσεις με τη Λατινική Αμερική και εκτεταμένες σχέσεις με πετρελαιοπαραγωγές χώρες και Μέση Ανατολή (είναι ο δεύτερος στον κόσμο καταναλωτής πετρελαίου).