Για τα κινήματα στη Λατινική Αμερική – ορισμένοι προβληματισμοί
Σε μια συζήτηση στη Λάρισα, ένας σύντροφος έθεσε ένα ερώτημα σχετικά με τους αγώνες και τις κατευθύνσεις που υπάρχουν στη Λατινική Αμερική. Σε γενικές γραμμές αναρωτιόνταν μήπως σπέρνονται ξανά αυταπάτες για τη μορφή του περάσματος σε μια άλλη κοινωνία, μήπως αναπαράγονται οι θεωρίες του «ειρηνικού περάσματος». Σεβαστές όλες οι εμπειρίες και οι αγώνες ειδικά στη Λ. Αμερική, αλλά μήπως θα έχουμε ξανά έναν Αλιέντε; Τι πρέπει να πούμε στον κόσμο και πώς να παρέμβουμε στις διεθνείς διαδικασίες;
Kατ’ αρχάς πρέπει να σημειώσουμε ότι έγιναν και ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με τις θέσεις με την έννοια ότι έπρεπε να προβληθούν περισσότερο τα κινήματα της Λ. Αμερικής. Η απάντηση που έχουμε είναι ότι θεωρούμε τα κινήματα και γενικά την κατάσταση στην υποήπειρο την πιο προωθημένη –από πλευράς κινήματος– στον κόσμο και έχουμε επανειλημμένα αναφερθεί σε αυτά. Επίσης για διάφορους λόγους τα όσα γίνονται εκεί είναι περισσότερο γνωστά στη χώρα μας από ό,τι γίνεται για παράδειγμα στο Νεπάλ, στις Ινδίες, τις Φιλιππίνες, όπου και εκεί υπάρχουν σημαντικά κινήματα. Αλλά ας περάσουμε στο ζήτημα που θέτει ο σύντροφος.
Σήμερα από καμιά πλευρά δεν τίθεται ζήτημα «ειρηνικού περάσματος» στο σοσιαλισμό. Θέλεις γιατί ακόμα δεν έχει συνέλθει το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα από την κατάρρευση, θέλεις γιατί η πρωτοβουλία γενικά ανήκει στο νεοφιλελευθερισμό και ιμπεριαλισμό, το γεγονός είναι πως δεν έχει διατυπωθεί ξανά μια τέτοια θεωρία. Ακόμα περισσότερο, δεν υπάρχουν σοβαρές θεωρητικές αναφορές για εγχειρήματα «μετάβασης». Στη Λ. Αμερική έχουμε, πέρα από εξεγέρσεις και αντάρτικα, μεγάλα λαϊκά κινήματα ακτημόνων και ιθαγενών –σε ορισμένες περιπτώσεις και εργαζομένων– που «ολοκληρώνονται» με ανατροπές αντιδραστικών κυβερνήσεων ή και την ανάδειξη κυβερνήσεων που εκφράζουν λαϊκούς συνασπισμούς και έχουν μεγάλη λαϊκή υποστήριξη. Η ώθηση που έδωσαν τα κινήματα είναι τέτοια που υπήρξαν και κινήσεις-διεργασίες συνεργασιών και συμμαχιών ανάμεσα σε χώρες της περιοχής ενάντια στις ΗΠΑ, τα μονοπώλια, τις νεοαποικιοκρατικές πολιτικές κ.λπ.
Ο προοδευτικός χαρακτήρας όλων αυτών των αντιστάσεων και καταστάσεων είναι περισσότερο από προφανής. Συνολικά εντάσσονται σε μια πολιτική ρήξης με το νεοφιλελευθερισμό και τον ιμπεριαλισμό και είναι αναγκασμένες να στηρίζονται στο λαϊκό στοιχείο. Δείχνουν δυνατότητες που υπάρχουν, δίνουν πλήγματα στις ΗΠΑ μέσα στη γειτονιά τους, δημιουργούν ένα μεγάλο προοδευτικό χώρο που δυναμώνει τους δεσμούς του, είναι το μαζικό σχολείο μελλοντικών γενιών επαναστατικών διαδικασιών, και ταυτόχρονα, αποτελούν το υπόστρωμα νέων θεωρητικών αναζητήσεων. Χωρίς αμφιβολία υπάρχει πάντα ο κίνδυνος των αυταπατών, όπως ο κίνδυνος μιας συνολικής αντεπίθεσης ιμπεριαλισμού και αντιδραστικών δυνάμεων που να φέρει μεγάλα πισωγυρίσματα κ.λπ.
Όμως η σημασία αυτών των αγώνων είναι διαφορετική από την εμπειρία της Χιλής το 1973. Με μια έννοια τότε ο σοσιαλισμός ήταν στην ημερήσια διάταξη. Η επαναστατική θύελλα των χρόνων του 60 δεν είχε ακόμα κοπάσει, υπήρχε το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο», και ήταν σε πλήρη ανάπτυξη η επεκτατική πολιτική των Σοβιετικών ιθυνόντων – μόλις λίγο αργότερα θα χαρακτήριζαν το καθεστώς του φασίστα Βιντέλα στην Αργεντινή σαν δημοκρατικό και τον ίδιο «κεντρώο» πολιτικό. Η ιδέα τότε ότι μπορεί να γίνει μετάβαση στο σοσιαλισμό μέσα από την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και τη διατήρηση ανέπαφου του κρατικού μηχανισμού και ειδικά του στρατού ήταν κυρίαρχη. Η πολιτική του Αλιέντε ήταν πολιτική υποχωρήσεων απέναντι σε ένα εξελισσόμενο πραξικόπημα και αρνήθηκε μέχρι τέλους να αφοπλίσει τους πραξικοπηματίες και να οπλίσει το στρατό. Φυσικά το ρεβιζιονιστικό ΚΚ παρείχε πλήρη υποστήριξη στον Αλιέντε χωρίς να προετοιμάζει τον κόσμο για την επερχόμενη αναμέτρηση.
Ο Τσάβες –για να μιλήσουμε για μια περίπτωση που μοιάζει περισσότερο με το παράδειγμα της Χιλής– και το καθεστώς του υπάρχει σε ένα διαφορετικό γενικό πλαίσιο. Παρόλο που έχει κερδίσει πολλές εκλογικές αναμετρήσεις δεν φαίνεται να ισχυρίζεται ότι το κοινοβούλιο με τις αστικές του προδιαγραφές φέρνει τη ριζική αλλαγή. Την ίδια στιγμή, προερχόμενος από τις τάξεις του στρατού, φαίνεται να αντιλαμβάνεται καλά τι σημαίνει η στήριξη στο στρατό και προπαγανδιστικά κάνει λόγο για διαφορετικό ρόλο του στρατού της Βενεζουέλας. Παράλληλα, σε ιδεολογικό επίπεδο, αναφέρεται στο σχήμα της «Μπολιβαριανής Επανάστασης», άρα η πορεία της δεν δεσμεύεται από τις κλασικές αστικές προδιαγραφές.
Βέβαια, όλες αυτές οι υβριδικές καταστάσεις στις οποίες συνυπάρχουν στοιχεία λαϊκής αντιεξουσίας και μορφών προωθημένης ή λαϊκίζουσας αστικής δημοκρατίας καθώς και ενεργοποίηση αντιδραστικών παλινορθωτικών κινήσεων με την πλήρη στήριξη του ιμπεριαλισμού, δημιουργούν μια σύνθετη και δύσκολη κατάσταση ιδιαίτερα όταν κανείς τα κρίνει μάλιστα από μακριά.
Φυσικά, το άλλο προφανές στοιχείο είναι ότι δεν υπάρχουν πρωτοπόρες κομμουνιστικές δυνάμεις τέτοιες που να καθοδηγούν μεγάλα επαναστατικά κινήματα όπως επίσης υπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω από το ζήτημα της ανάγκης κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας.
Η Λατινική Αμερική δεν είναι στο κατώφλι μεγάλων επαναστατικών αναστατώσεων. Είναι στην εποχή της ενεργητικής αντίστασης, της δημιουργίας μεγάλων λαϊκών αντιστάσεων και συμμαχιών, της δημιουργίας μεγάλων ρηγμάτων στην πολιτική του ιμπεριαλισμού. Είναι ίσως το πιο καλό παράδειγμα της γέννησης της Διεθνούς Κοινότητας των Λαών που κάνει τα πρώτα μπουσουλήματά της. Αυτό προσφέρει στην αγωνιζόμενη ανθρωπότητα, από αυτό οφείλουμε να διδαχθούμε, σε αυτό να είμαστε αλληλέγγυοι και όσο μπορούμε να συμβάλουμε στη στήριξή του.
Σχετικά με το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, πώς να παρεμβαίνουμε στις διεθνείς διαδικασίες, πολύ συνοπτικά θα λέγαμε πως αυτό πρέπει να γίνεται στη βάση μιας γενικής γραμμής και στην κατεύθυνση στην πράξη να οικοδομείται ένα διεθνές μέτωπο ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και τον ιμπεριαλισμό. Όσον αφορά το σύγχρονο κομμουνιστικό κίνημα, να συντονιστεί και να παρέμβει σαν ενεργητική δύναμη μέσα σε αυτή τη διεθνή αντιπαράθεση.