Πώς γεννιέται η ιστορική κίνηση πάνω στη βάση της κοινωνίας; H απάντηση του Αντόνιο Γκράμσι
του Ρούντι Ρινάλντι
Για τον Γκράμσι το ερώτημα «πώς γεννιέται η ιστορική κίνηση πάνω στη βάση της οικονομίας» αποτελεί κομβικό σημείο του ιστορικού υλισμού.
H απάντηση του Γκράμσι στο ερώτημα αυτό στηρίζεται εξολοκλήρου στο μαρξισμό, στον επαναστατικό μαρξισμό. Απορρίπτει όλες τις μηχανιστικές ερμηνείες, αυτές που προϋποθέτουν τάχα κάποιους αυτοματισμούς. Απορρίπτει κατηγορηματικά τις οικονομίστικες αντιλήψεις. Βρίσκεται σε ένα διαρκή πόλεμο με τον οικονομισμό όλων των αποχρώσεων.
Eίμαστε υποχρεωμένοι να σταθούμε στο πρόβλημα, γιατί έχει άμεση σημασία για την αντίληψή μας σε ό,τι αφορά τη σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία. Έχει σχέση με τη βασική θέση του μαρξισμού πως κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η ταξική πάλη και όχι κάτι άλλο.
Είμαστε υποχρεωμένοι να επιμείνουμε στο θέμα, γιατί τις τελευταίες δεκαετίες, το αριστερό κίνημα κυριαρχήθηκε από μια αντίληψη που θεωρούσε τις παραγωγικές δυνάμεις σαν τον καθοριστικό παράγοντα της ιστορικής εξέλιξης, και υποβιβαζόταν η ζωντανή δραστηριότητα των ανθρώπων σε απλό βοηθητικό μοχλό ενός αυτοματισμού που ενυπάρχει τάχα στην αυτοεξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων. Oι μάζες έπρεπε να υποβοηθήσουν απλά αυτόν τον αυτοματισμό. Στη θέση της ταξικής πάλης επιστρατεύτηκε ένας οικονομικός ντετερμινισμός για να δικαιολογήσει την προσαρμογή στις απαιτήσεις των «παραγωγικών δυνάμεων». Δεν είναι τυχαίο που όλες οι ρεβιζιονιστικές «μαρξιστικές» θεωρίες στηρίζονταν στη «θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων».
Τελευταίο οχυρό του οικονομισμού ήταν η λατρεία της τεχνολογίας σαν ειδικού οχήματος για την επίλυση όλων των προβλημάτων. Ο τεχνολογικός ντετερμινισμός σαν ιδιαίτερη εκδοχή του οικονομισμού. H επιστημοτεχνική επανάσταση, που θα επιλύσει όλα τα προβλήματα, που θα μπάσει την ανθρωπότητα –αν δεν το έχει κάνει ήδη– σε μια νέα εποχή. Δεν έχει τόση σημασία που ένα μέρος του κόσμου βυθίζεται στην αθλιότητα. Άλλωστε, πάντα στις στροφές της ανθρωπότητας πληρωνόταν ένα κόστος για την προσαρμογή στις νέες καταστάσεις. Το πρόβλημα δεν είναι ένα νέο κοινωνικό σύστημα, όπως πρέσβευε ο μαρξισμός, αλλά η γενίκευση και πλέρια απελευθέρωση του καπιταλισμού, το μόνου συμβατού στην ανθρώπινη φύση συστήματος. H παγκοσμιοποίηση της παραγωγής κάτω από τη διεύθυνση των τεχνολογικών επιτευγμάτων, της επιστήμης και της τεχνικής, μας οδηγεί αυτόματα σε μια νέα κοινωνική δομή, ίσως όχι τέλεια, μα αυτή είναι η μόνη δυνατότητα που έχει η ανθρωπότητα.
Ο οικονομικός και τεχνολογικός ντετερμινισμός θέλει να καταργήσει την ιστορία. Πόσες φορές οι αστοί δεν αρνήθηκαν ότι υπάρχει ταξική πάλη; Δεν πάει πολύς καιρός, μετά το 1989, που σύσσωμο το ιερατείο του σύγχρονου καπιταλισμού αποφάνθηκε για το «τέλος της ιστορίας».
Ο Γκράμσι, επειδή στηρίζεται σε βαθιές πεποιθήσεις, επειδή πατάει γερά στη γη, επειδή ενδιαφέρεται για την ιστορία των ανθρώπων και επειδή θεωρεί ότι για το μαρξισμό «το κρίσιμο σημείο όλων των ζητημάτων» είναι η απάντηση που δίνεται στο ερώτημα «πώς γεννιέται η ιστορική κίνηση πάνω στη βάση της οικονομίας», καταπιάνεται σχεδόν σε όλο το έργο του στα «τετράδια της φυλακής» στην απάντηση του ερωτήματος αυτού και στην κριτική όλων των μηχανικιστικών και οικονομίστικων ερμηνειών. Όχι τυχαία, μεγάλο μέρος των σημειώσεών του ασχολούνται με την κριτική του Mπουχάριν και του έργου του «Θεωρία του ιστορικού υλισμού».
O Γκράμσι και ο οικονομισμός
Ας δούμε τα βασικά σημεία της απάντησης που δίνει ο Γκράμσι και την κριτική απέναντι στον οικονομισμό.
Πρώτα απ’ όλα, ο Γκράμσι διακηρύσσει ότι δεν υπάρχει αφηρημένη «ανθρώπινη φύση».
«Tο καινούριο στοιχείο που έχει εισαγάγει ο μαρξισμός στην επιστήμη της πολιτικής και της ιστορίας είναι η απόδειξη πως δεν υπάρχει μια αφηρημένη “ανθρώπινη φύση”, σταθερή και αναλλοίωτη, αλλά ότι η ανθρώπινη φύση είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που είναι ιστορικά προσδιορισμένες».
Γνωρίζει καλά πως η ανθρωπότητα θέτει πάντα μόνο εκείνα τα καθήκοντα που μπορεί να λύσει… το ίδιο το καθήκον αναπτύσσεται μόνο όπου υπάρχουν ήδη οι υλικές συνθήκες και ότι ένας κοινωνικός σχηματισμός δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις, χάρη στις οποίες αυτός ακόμα κρατιέται, και νέες, ανώτερες παραγωγικές σχέσεις δε φανερώνονται προτού επωαστούν στο εσωτερικό της ίδιας της παλιάς κοινωνίας οι συνθήκες ύπαρξής τους.
Συνεπώς, ο Γκράμσι θεωρεί δεδομένο πως η ανθρωπότητα έχει περάσει από το ιστορικό στάδιο του καπιταλισμού, πως αυτός έχει δώσει ό,τι είχε να δώσει και τώρα βρίσκεται στη φάση της γήρανσής του, και έχουν ωριμάσει γενικά οι υλικές συνθήκες για το ξεπέρασμά του. Αν αυτό δεν είχε συμβεί, δεν θα έμπαινε με τόση επιμονή και σε τόσο διαφορετικές μεριές του κόσμου, με τόσο διαφορετικές εμπειρίες και εκφάνσεις, το αίτημα της οργάνωσης της κοινωνικής ζωής σύμφωνα με ένα άλλο σχέδιο. Ο σοσιαλισμός, σαν σχέδιο και προοπτική, γεννήθηκε και ανδρώθηκε όταν ο καπιταλισμός είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε ιμπεριαλισμό, όταν ο ίδιος άρχιζε να βάζει φρένο στην ανάπτυξη και απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, όταν τα σημάδια του παρασιτισμού και της σαπίλας του συστήματος γενικεύονταν.
Αν, λοιπόν, έχουν συντελεστεί όλα αυτά, τότε η μελέτη της ιστορικής κίνησης δεν μπορεί να στηρίζεται στο μηχανικισμό, σε κάποιον αυτοματισμό, σε μια άμεση αντανάκλαση της οικονομίας στην πολιτική και καθημερινή συμπεριφορά των ανθρώπων και των τάξεων, στην οικονομίστικη αντίληψη ότι όλα καθορίζονται από τους οικονομικούς παράγοντες και πως η ζωντανή δραστηριότητα των ανθρώπων, η πολιτική, η ιδεολογία, έχουν μονάχα δευτερεύοντα ρόλο.
Για τον Γκράμσι «πρέπει να εξαφανιστεί κάθε ίχνος δεισιδαιμονικού “θαύματος”, πρέπει να τεθεί το πρόβλημα του πώς και γιατί σχηματίζονται δραστήριες πολιτικές δυνάμεις και, σε τελευταία ανάλυση, ακόμα και το πρόβλημα των μεγάλων προσωπικοτήτων μέσα στην ιστορία».
Δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει δύο βασικές τοποθετήσεις του Ένγκελς και του Mαρξ για το ζήτημα: «Η οικονομία σε “τελευταία ανάλυση” είναι κινητήρια δύναμη της ιστορίας, και οι άνθρωποι αποκτούν συνείδηση των συγκρούσεων, που πραγματοποιούνται μέσα στον οικονομικό κόσμο, στο ιδεολογικό πεδίο».
Στην κατηγορία που του απευθύνεται για βολονταρισμό –τέτοια χαρακτηρίζεται η κοινωνική και πολιτική πραχτική που δεν παίρνει υπόψη της τους αντικειμενικούς νόμους και καθοδηγείται από τις υποκειμενικές επιθυμίες των ανθρώπων που την εφαρμόζουν– ο Γκράμσι είναι κατηγορηματικός: «Είναι τουλάχιστον παράξενη η στάση του οικονομισμού απέναντι στις εκφράσεις της πολιτικής και πνευματικής θέλησης, δράσης και πρωτοβουλίας, σάμπως να μην είναι αυτές ένα οργανικό επακόλουθο οικονομικών αναγκαιοτήτων και, μάλιστα, η μόνη δραστήρια έκφραση της οικονομίας».
Ο Γκράμσι, στο σημείο αυτό, βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τον Λένιν, ο οποίος υποστήριζε ρητά την υπεροχή της πολιτικής πάνω στην οικονομία, αφού αποτελεί συμπυκνωμένη έκφρασή της, και υπογράμμιζε από την εποχή ακόμη του περίφημου έργου του «Τι να κάνουμε» πως: «Από το γεγονός ότι τα οικονομικά συμφέροντα διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο δεν έπεται καθόλου ότι η οικονομική (επαγγελματική) πάλη έχει πρωταρχικό ενδιαφέρον, γιατί τα πιο βασικά, “αποφασιστικά” συμφέροντα των τάξεων δεν μπορεί να ικανοποιηθούν γενικά παρά μόνο με ριζικούς πολιτικούς μετασχηματισμούς».
Χρειάζεται να σκεφτούμε λίγο πάνω στα τρία στοιχεία που διαπερνούν τη ζωή μας, τις σύγχρονες κοινωνίες –και όλες τις κοινωνίες τις χωρισμένες σε τάξεις– δηλαδή, στην οικονομία, την πολιτική και την ιδεολογία. Συνδέονται διαλεχτικά μεταξύ τους, αλλά δεν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. H μελέτη της σχέσης τους, η εκτίμηση του ιδιαίτερου ρόλου του καθενός από τα τρία αυτά στοιχεία, ο εντοπισμός αλλαγών και τροποποιήσεων στο χαρακτήρα τους ή και στις μεταξύ τους σχέσεις είναι ένα κρίσιμο ζήτημα.
Ο Γκράμσι προβάλλει δύο σοβαρές αντιρρήσεις στον οικονομισμό. Πρώτο, ότι «κατά την αναζήτηση των ιστορικών δεσμών δε διακρίνει αυτό που είναι “σχετικά μόνιμο” από αυτό που είναι ευκαιριακή διακύμανση». Να θυμίσουμε εδώ ένα πρόσφατο παράδειγμα: Στα «30 ένδοξα χρόνια» της μεταπολεμικής ανάπτυξης, θεωρήθηκε ότι ο καπιταλισμός είχε επιτέλους ανακαλύψει τάχα κάποιο μηχανισμό αυτορρύθμισής του και ξεπεράσματος των αντιθέσεών του. Το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης, που ξεκίνησε στις αρχές του 1970 και διαρκεί μέχρι τις μέρες μας, έδειξε αντίθετα περίτρανα πως ο καπιταλισμός διαπερνιέται από αξεπέραστες εσωτερικές αντιθέσεις. Δεύτερο, δεν συμφωνεί καθόλου με τη «θεωρία ότι η οικονομική ανάπτυξη περιορίζεται στο να παρακολουθεί τις τεχνικές αλλαγές στα εργαλεία εργασίας», γιατί και αυτές είναι αποτέλεσμα μιας σκληρής σύγκρουσης μέσα στους παραγωγικούς χώρους, καθώς και με τη θεωρία «ότι η οικονομική και ιστορική ανάπτυξη εξαρτιέται άμεσα από αλλαγές σε κάποιο σημαντικό στοιχείο της παραγωγής».
Μάλιστα, θα σχολιάσει πως «η ανακάλυψη καινούριων καυσίμων και καινούριας κινητήριας ενέργειας, καθώς και καινούριων πρώτων υλών στη μεταποίηση, έχει βέβαια μεγάλη σημασία, διότι μπορεί να αλλάξει τη θέση των ξεχωριστών κρατών, αλλά δεν καθορίζει τη συνολική ιστορική κίνηση».
O Γκράμσι γνωρίζει και τονίζει πως «τα μαζικά ιδεολογικά γεγονότα βρίσκονται πάντοτε σε καθυστέρηση σε σχέση με τα οικονομικά μαζικά γεγονότα» και «ότι γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει αγώνας συνειδητός και προδιατεθειμένος να κάνει “κατανοητές” τις απαιτήσεις της μαζικής οικονομικής κατάστασης» από τη σκοπιά των καταπιεζόμενων τάξεων.
Θεωρεί τον οικονομισμό μια σοβαρή παρέκκλιση και επικίνδυνο για το μαρξισμό, γιατί, όταν ο τελευταίος μπολιαστεί με τις αντιλήψεις του οικονομισμού, «χάνει μεγάλο μέρος της ικανότητάς του για πολιτιστική επέκταση μέσα στις μάζες». Ο οικονομισμός περιορίζει, κουτσουρεύει τον ορίζοντα της πάλης γύρω από την παραγωγική σφαίρα και μας οδηγεί να χάνουμε την ικανότητα της πολιτιστικής επέκτασης του μαρξισμού μέσα στις μάζες.
Ο Γκράμσι προχωρά στον εξής ορισμό για την πολιτική και τις σχέσεις της με την οικονομία: «H πολιτική είναι μόνιμη πράξη και οδηγεί στη γέννηση μόνιμων οργανώσεων στο βαθμό ακριβώς που ταυτίζεται με την οικονομία. Αλλά κι αυτή, επίσης, ξεχωρίζει από την πρώτη, και γι’ αυτό μπορούμε να μιλάμε χωριστά για οικονομία και για πολιτική και μπορούμε να μιλάμε για “πολιτικό πάθος” σαν άμεση παρακίνηση σε δράση, που γεννιέται πάνω στο “μόνιμο και οργανικό” έδαφος της οικονομικής ζωής, αλλά το ξεπερνάει βάζοντας στο παιχνίδι αισθήματα και επιθυμίες που, μέσα στην πυρακτωμένη τους ατμόσφαιρα, ο ίδιος ο υπολογισμός της ατομικής ανθρώπινης ζωής υπακούει σε νόμους διαφορετικούς από τους νόμους του ατομικού συμφέροντος».
Για την ιδεολογία και την πολιτική
Ως εδώ προσπαθήσαμε να δώσουμε τις απόψεις του Γκράμσι για την σχέση της οικονομίας και της πολιτικής. Δώσαμε την ουσία της κριτικής του στον οικονομισμό. Δεν διευκρινίσαμε ακόμα αρκετά τη σχέση ιδεολογίας και πολιτικής. Είπαμε, ωστόσο, πως οι άνθρωποι «αποκτούν συνείδηση των συγκρούσεων, που πραγματοποιούνται μέσα στον οικονομικό κόσμο, στο ιδεολογικό πεδίο».
Σχετικά με την ιδεολογία, ισχύουν δύο προτάσεις:
1) H ιδεολογία είναι το σύστημα των ιδεών, των παραστάσεων, που δεσπόζουν στο πνεύμα ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας.
2) Όταν εξετάζουμε κοινωνικές αναταραχές, πρέπει να διακρίνουμε πάντα ανάμεσα στην υλική βάση της αναταραχής, δηλαδή των υλικών όρων της παραγωγής, και στις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, μέσω των οποίων οι άνθρωποι συνειδητοποιούν τη σύγκρουση και τη φέρνουν σε πέρας. Δηλαδή, οι άνθρωποι συνειδητοποιούν τις αντιθέσεις στο ιδεολογικό πεδίο.
Αν έχουν έτσι τα πράγματα, πρέπει να δούμε με ποιον τρόπο οργανώνει και αναπαράγει η κυρίαρχη τάξη την ιδεολογία της, πώς τη διαδίδει, πώς την κάνει σε μεγάλο βαθμό ιδεολογία και των υποτελών της τάξεων. Ιδιαίτερα στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, αυτό γίνεται μέσα από τους μηχανισμούς ηγεμονίας ή, αλλιώς, με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους. Συνεπώς, οι μηχανισμοί ηγεμονίας παίζουν καθοριστικό ρόλο σε όλες τις «μοριακές διαδικασίες» (ο όρος είναι του Γκράμσι) που γίνονται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Όποιος θέλει να κινηθεί μέσα στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, είναι αδύνατο να μην έρθει αντιμέτωπος με το ρόλο και τη δύναμη που έχουν αποκτήσει οι μηχανισμοί αυτοί. Και αν ο Γκράμσι επισήμανε ένα πρόβλημα που τότε έκανε την ιδιαίτερη εμφάνισή του (και χρειάστηκε όλη η πείρα από την ήττα των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη για να βγουν αυτά τα συμπεράσματα), σήμερα με τη γιγάντωση όλων αυτών των μηχανισμών, έχουμε πολύ πιο σύνθετα και δύσκολα καθήκοντα. Το ιδεολογικό μέτωπο (όχι για υψηλά και δυσνόητα θέματα αλλά για όλα αυτά που άπτονται στους μηχανισμούς ιδεολογίας και στα καθημερινά προβλήματα) αποκτά εξαιρετική σημασία. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως η ταξική πάλη αγκαλιάζει και το ιδεολογικό επίπεδο, και από την έκβαση στο επίπεδο αυτό εξαρτώνται πολλά.
Η σχέση που έχουν η οικονομία, η πολιτική και η ιδεολογία νομίζουμε ότι αρχίζει να αποσαφηνίζεται. H προτεραιότητα της πολιτικής γεννιέται από το γεγονός ότι είναι συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας αλλά και παρουσιάζει μια υπεροχή σε σχέση με την ιδεολογία, γιατί αφορά μια πιο καθαρή και επεξεργασμένη έκφραση των αντικειμενικών συγκρούσεων που υπάρχουν στην κοινωνία και οι μάζες την αντιλαμβάνονται μέσα από ιδεολογικές παραστάσεις. H πολιτική έχει τη δύναμη να εκφράζει με πιο αποφασιστικό και συμπυκνωμένο τρόπο το σκοπούμενο και να συσπειρώνει σε μια δύναμη κρούσης τις καταπιεζόμενες τάξεις, να προωθεί τους αναγκαίους ριζικούς πολιτικούς μετασχηματισμούς.
Ο Γκράμσι θέτει σαν αναγκαίους όρους για ένα ριζικό μετασχηματισμό τα εξής:
1. Τη διαμόρφωση μιας συλλογικής θέλησης για έναν καθορισμένο σκοπό. Το καλύτερο όργανο για την οργάνωση αυτή είναι το πολιτικό κόμμα της πρωτοπόρας τάξης.
2. Πρέπει το κόμμα αυτό να έχει την ικανότητα να δημιουργήσει μια εθνική-λαϊκή συλλογική θέληση. Στη διαδικασία αυτή, το κόμμα πρέπει να είναι ο οργανωτής και η δραστήρια και ενεργητική της έκφραση.
3. Για να νικήσει αλλά και να κρατήσει τη νίκη του, πρέπει να προωθηθεί μια τεράστια πνευματική και ηθική μεταρρύθμιση ή, με άλλους όρους, πολιτιστική επανάσταση.
Η διαμόρφωση μιας συλλογικής θέλησης μέσα σε έναν πρωτοπόρο πολιτικό οργανισμό, η δημιουργία μιας εθνικής λαϊκής θέλησης σαν απαραίτητης ψυχοκινητικής υλικής δύναμης ανατροπών και μετασχηματισμών καθώς και η μεγάλης έκτασης πνευματική και ηθική μεταρρύθμιση δείχνουν το τεράστιο έργο που πρέπει να γίνει μέσα στην κοινωνία, για την κοινωνία, και με πρωταγωνιστή τις υποτελείς τάξεις.
Αυτά, μεταφρασμένα στη γλώσσα του Γκράμσι, σημαίνουν ακριβώς την ηγεμονία της εργατικής τάξης. Αυτή η πορεία, από τα πρώτα της βήματα, θα έρθει σε σύγκρουση με το αστικό κράτος, όπως το ορίσαμε σαν ηγεμονία θωρακισμένη με καταναγκασμό. Η ζωή και η πρακτική του Γκράμσι, ακριβώς γιατί ήταν κομμουνιστή στην πράξη και στη θεωρία και όχι μόνο στα λόγια, αντιμετώπισε αυτή τη σύγκρουση.