Οι κυπριακές εκλογές, οι ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις και το σχέδιο Ανάν
συνέντευξη: Θέμος Στοφορόπουλος
Για τις κυπριακές εκλογές, τα ιμπεριαλιστικά σχέδια για την Κύπρο, τους πολιτικούς συσχετισμούς και τις τακτικές των κομμάτων της Κύπρου αλλά και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μίλησε στην “Αριστερά!” ο συνταξιούχος πρέσβης Θέμος Στοφορόπουλος. Υπήρξε από τους βασικούς υποστηρικτές του “Όχι” στο σχέδιο Ανάν, και σίγουρα η συνέντευξη που μας παραχώρησε έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Τέσσερα χρόνια μετά το ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν, το στρατόπεδο του ΟΧΙ παρουσιάζεται διασπασμένο. Εκτός από την ξεχωριστή κάθοδο Χριστόφια στις προεδρικές εκλογές αυτό αφορά, κατά τη γνώμη σας, και την ουσία του ζητήματος; Πού αποδίδετε αυτή την εξέλιξη;
Στις 17 και 24 Φεβρουαρίου θα διεξαχθούν στην Κύπρο προεδρικές εκλογές και όχι δημοψήφισμα για το Κυπριακό. Όμως το αποτέλεσμα των εκλογών θα επηρεάσει τον χειρισμό του Κυπριακού λόγω των εξουσιών που έχει ο εκάστοτε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και λόγω της πρόθεσης των ιμπεριαλιστών, που δεν την κρύβουν, να εμφανίσουν τυχόν μη επανεκλογή του Τάσσου Παπαδόπουλου ως νέα λαϊκή ετυμηγορία αντίθετη εκείνης της 24ης Απριλίου του 2004. Για να προσπαθήσουν να επιβάλλουν ένα Σχέδιο που δεν μπορεί να διαφέρει ουσιαστικά από τα προηγούμενα που έχουν παρουσιάσει. Την προσπάθειά τους αυτή θα διευκόλυνε το γεγονός ότι ο κ. Κασουλίδης, αλλά και αρκετά στελέχη του ΑΚΕΛ, είχαν ταχθεί υπέρ του Σχεδίου Ανάν.
Πώς σχολιάζετε τις πρόσφατες αναφορές Χριστόφια, ότι στο Μπίρκενστοκ ο Τάσσος Παπαδόπουλος δεν επεδίωξε μια καλύτερη συμφωνία; Θα μπορούσε άραγε να επιτευχθεί τότε ένα “καλύτερο” σχέδιο Ανάν;
Ο Δημήτρης Χριστόφιας, που γνώρισα ως Γραμματέα της Νεολαίας του ΑΚΕΛ, είναι ταλαντούχος πολιτικός και πατριώτης. Αναρωτιέμαι όμως αν μπορεί να κρίνει τη διαπραγματευτική τακτική του Προέδρου Παπαδόπουλου, ο οποίος (καίτοι δυστυχώς δέχεται τη “διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία”) διαθέτει το γνωστό σθένος, είναι διαπρεπής δικηγόρος με πολύχρονη διεθνή πείρα και, κυρίως, έχει μετάσχει σε όλη τη διπλωματική πορεία του Κυπριακού από το 1959. Αφού αναφέρομαι και σε προσωπικές αναμνήσεις (ίδιον της ηλικίας μου) σημειώνω ότι τον Τάσσο Παπαδόπουλο συνάντησα για πρώτη φορά το 1965 στη Νέα Υόρκη, όταν ήταν μέλος της κυπριακής αντιπροσωπείας στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, που τότε πήραν μία από τις καλύτερες αποφάσεις τους για την Κύπρο.
Επί της ουσίας: ούτε στο Μπίρκενστοκ ούτε πουθενά αλλού ήταν δυνατόν να επιτευχθεί ένα πραγματικά καλύτερο Σχέδιο Ανάν. Γι’ αυτό είμαστε πολλοί που υποστηρίξαμε, ευθύς εξαρχής, ότι το Σχέδιο εκείνο έπρεπε να είχε παρακαμφθεί, με κατάλληλους χειρισμούς, ώστε να μη γίνει δεκτό ως βάση διαπραγμάτευσης.
Πριν δύο χρόνια υπήρξε η συμφωνία της 8ης Ιουλίου μεταξύ Τάσσου Παπαδόπουλου και Μεχμέτ Αλί Ταλάτ με τη μεσολάβηση του βοηθού γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Ισμαΐλ Γκαμπαρί. Η συμφωνία αυτή προβλήθηκε σαν σημαντική από τον Τ. Παπαδόπουλο. Δύο χρόνια μετά, τι μπορούμε να πούμε ότι απέδωσε; Ανοίγει κάποιες προοπτικές; Γενικότερα, έχει αποδυναμωθεί ή ισχυροποιηθεί στο διάστημα μετά το σχέδιο Ανάν η διεθνής θέση της Κύπρου;
Τίποτα δεν έχει αποδώσει μέχρι σήμερα η συμφωνία της 8ης Ιουλίου. Ευτυχώς, διότι στηρίζεται στο ολέθριο για τον κυπριακό λαό σύστημα της γεωγραφικής ομοσπονδίας. Κινδυνεύει δε να αποδυναμωθεί η διεθνής θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ιδίως στο Ευρωκοινοβούλιο: συνέπεια τόσο της αποδοχής του Σχεδίου Ανάν ως βάσης διαπραγμάτευσης όσο και της συναίνεσης στη διαιτησία Ανάν (συναίνεσης και του Δ. Χριστόφια, όπως γνωρίζω), καθώς και της ορθότατης, ασφαλώς, αλλά τόσο καθυστερημένης, απόρριψης, από την ελληνική κυπριακή πλευρά, του Σχεδίου που οι ιμπεριαλιστές είχαν μπορέσει προηγουμένως να μεταμφιέσουν ως “προϊόν ακριβοδικαίας διαιτησίας του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ”. Μπορούμε βέβαια να προσθέσουμε πως το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2004 δεν προκάλεσε, ούτε μπορούσε να προκαλέσει, τη “νέα μικρασιατική καταστροφή” με την οποία μας απειλούσε ο κ. Κασουλίδης.
Διζωνική-δικοινοτική ή ενιαίο ανεξάρτητο κράτος; Ποια γραμμή πρέπει να ακολουθήσει ο προοδευτικός χώρος κατά τη γνώμη σας;
Ο αγγλοαμερικανικός ιμπεριαλισμός και ο επεκτατισμός του τουρκικού καθεστώτος, θέλοντας να ελέγξουν την Κύπρο, πιέζουν τον κυπριακό λαό στο σύνολό του να δεχτεί κάποια μορφή διαίρεσής του: ή μια γεωγραφική ομοσπονδία ή περαιτέρω παγίωση της de facto διχοτόμησης με προσθήκη ορισμένων στοιχείων de jure αναγνώρισης του ψευδοκράτους (πλήρης επίσημη αναγνώριση δεν φαίνεται να συμφέρει τους ιμπεριαλιστές και την Άγκυρα). Πρόκειται για δύο τόσο μεγάλα κακά ώστε να μην έχει πρακτική αξία η συζήτηση περί του μη χείρονος. Ο άμεσος όμως κίνδυνος συνίσταται στην επιβολή παραλλαγής του σχεδίου Ανάν, που θα απέκλειε τη δυνατότητα λαϊκού αντικαπιταλιστικού – αντιιμπεριαλιστικού αγώνα για μια ενιαία (δηλαδή μη ομοσπονδιακή), ανεξάρτητη και δημοκρατική Κύπρο, χωρίς στρατεύματα κατοχής και εποίκους, απαλλαγμένη από όλες τις βρετανικές βάσεις (τόσο από τις γνωστές μεγάλες όσο και από τις μικρές που βρίσκονται στο υπόλοιπο νησί), επίσης από τις βρετανικές στρατιωτικές “διευκολύνσεις”, από τις “εγγυήσεις”, όπως και από την ΤΟΥΡΔΥΚ και το άλλοθί της, που είναι η ΕΛΔΥΚ.
Η τυχόν μονομερής ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου εκτιμάτε ότι θα μπορούσε να ακολουθηθεί σαν μεθόδευση και στα κατεχόμενα; Υπάρχει περίπτωση η Κύπρος να ασκήσει βέτο στα πλαίσια της αναγνώρισης του Κοσόβου (εάν μονομερώς ανεξαρτητοποιηθεί) από την ΕΕ;
Τι επιδιώκει η Κυπριακή κυβέρνηση με τις πετρελαϊκές έρευνες; Σε ποιο σημείο βρίσκεται σήμερα το ζήτημα αυτό; Ποια η στάση Αμερικανών, Ρώσων και άλλων διεθνών παραγόντων;
Καίτοι στη διεθνή ζωή δεν υπάρχει δεσμευτική “νομολογία”, είναι φανερό ότι αν οι ιμπεριαλιστές θελήσουν αν προωθήσουν την παγίωση και μερική νομιμοποίηση της de facto διχοτόμησης της Κύπρου, θα τους διευκόλυνε ένα “προηγούμενο” στο Κοσυφοπέδιο. Με αυτή τη σκέψη, αλλά και παρέχοντας διπλωματική εκδούλευση στη Ρωσία που βοηθάει την Κύπρο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Λευκωσία έχει δηλώσει ότι θα αντιταχθεί σε αναγνώριση ανεξαρτησίας του Κοσόβου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ούτε όμως τα δικαιώματα αρνησικυρίας σε ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, όπως είναι η ΕΕ, ούτε οι απόπειρες αξιοποίησης των βλέψεων και αντιθέσεων του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού, όπως είναι οι σχετιζόμενες με πετρελαϊκές έρευνες, μπορούν να αντικαταστήσουν τους λαϊκούς αγώνες.
Πώς εκτιμάτε τη στάση της Τουρκίας στο Κυπριακό και το Αιγαίο; Είναι σωστό να συσχετιστεί η στάση της με τις ενδεχόμενες εξελίξεις στο Ιράκ και στο Κουρδικό ζήτημα; Υπάρχει κάποια τροποποίηση το τελευταίο διάστημα με βάση την ισχυροποίηση Ερντογάν;
Οι κυρίαρχες τουρκικές τάξεις συνεχίζουν συστηματικά την πολιτική που αποβλέπει στην πραγματική ακύρωση των διεθνών πράξεων της Λωζάννης του 1923. Από τότε μέχρι σήμερα, ο αναθεωρητισμός αυτός πλήττει την Κύπρο, το Αιγαίο, την Δυτική Θράκη, τους Έλληνες Πόλης, Ίμβρου και Τενέδου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πρόκειται για μία ολόκληρη στρατηγική, ο οποία, στηριζόμενη στην έντονη αίσθηση του μακρού χρόνου που έχουν οι Τούρκοι, δεν αναστέλλεται ουσιαστικά από άλλους παράγοντες όπως οι εξελίξεις στο Ιράκ και στο Κουρδικό. Επειδή δε ο Ερντογάν και οι συνεργάτες του δεν έχουν καθόλου προοδευτική κοσμοθεώρηση, εφαρμόζουν και αυτοί τον εναντίον μας επεκτατισμό.
Πιστεύετε ότι το επόμενο διάστημα στο Αιγαίο θα έχουμε ήρεμα ή ταραγμένα νερά; Σε ποιο σημείο βρίσκονται τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και ποια πρακτική σημασία έχουν; Τι νέο πρόσθεσε το ταξίδι του Καραμανλή στην Τουρκία; Ήδη ξεκινούν τουρκικές έρευνες για πετρέλαια στο Αιγαίο. Τι δείχνει αυτό; Σε ποια περιοχή γίνονται; Υπάρχει η άποψη ότι, αν η ελληνική πλευρά εφαρμόσει τα 12 μίλια, τότε το Αιγαίο μετατρέπεται σε ελληνική λίμνη; Είναι ακριβές αυτό; Πώς το σχολιάζετε; Θα είχε, κατά τη γνώμη σας, νόημα η επέκταση των χωρικών υδάτων της χώρας στα 10 μίλια σαν τακτική κίνηση;
Σύμφωνα με τις υποδείξεις των Ηνωμένων Πολιτειών και του μεγάλου ντόπιου και ξένου κεφαλαίου (τα δύο πλέον συγχέονται), η ελληνική κυβέρνηση πολλαπλασιάζει τις ενέργειες αποενοχοποίησης της Τουρκίας: επίσημη επίσκεψη του πρωθυπουργού, “Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης”.
Οι τουρκικές έρευνες στο Αιγαίο (κοντά στις μικρασιατικές ακτές, αλλά με δυνατότητα διεξαγωγής τους και αλλού) δείχνουν πως αναλλοίωτη παραμένει όχι μόνο η στρατηγική αλλά και η τακτική που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Πράγματι, μεταξύ Καραμανλή και Ερντογάν συμφωνήθηκε εντατικοποίηση των διερευνητικών συνομιλιών, προφανής στόχος των οποίων είναι να συμφωνήσουμε με την τουρκική πλευρά πού και πώς θα ασκήσουμε το δικαίωμά μας να καθορίζουμε το εύρος της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης. Όμως, οι συνομιλίες αυτές, εκτός του ότι είναι κατ’ αρχήν απαράδεκτες, αφού μονομερές είναι το δικαίωμά μας, διεξάγονται με το τουρκικό πιστόλι στον ελληνικό κρόταφο: casus belli, και, επιπλέον, πριν ή κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, έρευνες των Τούρκων σε περιοχές που παράνομα διεκδικούν ή απειλή τέτοιων ερευνών.
Οι επιδιώξεις του τουρκικού καθεστώτος συμπίπτουν με εκείνες των ιμπεριαλιστών. Και αυτοί θέλουν όσο γίνεται λιγότερη ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο, για να αλωνίζουν ελεύθερα. Η διαφύλαξη, συνεπώς, των δικαιωμάτων μας στο ελληνικό αρχιπέλαγος και η μελλοντική άσκησή τους εντάσσονται στην αναγκαία άμυνά μας εναντίον του ιμπεριαλισμού. Εξάλλου είναι προς το συμφέρον των λαών να έχει στο Αιγαίο ισχυρότερη θέση η Ελλάδα, που είναι μικρή χώρα με παράδοση αντιστασιακών αγώνων.
Προβάλλεται (από εκείνους που υποστηρίζουν τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και μετέχουν σ’ αυτούς) το δήθεν φιλειρηνικό ερώτημα: “δηλαδή, θέλετε ελληνοτουρκικό πόλεμο;” Όπως όμως έχουμε δει, είναι οι συνεχείς υποχωρήσεις που αποθρασύνουν τους παρανομούντες και φέρνουν πιο κοντά τον πόλεμο, ενώ τον απομακρύνει η εμφανής θέληση για παλλαϊκή αντίσταση και για συνέχισή της ακόμα και στην περίπτωση μιας πρώτης ήττας.
Στο Αιγαίο δεν πρέπει να επικρατήσουν ούτε τουρκικές ούτε ελληνικές απόψεις. Την αμερόληπτη λύση περιγράφει, σαφώς και λεπτομερώς, η όσο γίνεται πιο αντικειμενική Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Προβλέπει τη δυνατότητα διεύρυνσης των ελληνικών χωρικών υδάτων μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, προστατεύοντας συγχρόνως (και πώς μπορούσε να είναι αλλιώς;) τα συμφέροντα της Τουρκίας και της διεθνούς ναυσιπλοΐας. Για να διαφυλάξουμε την ακεραιότητα του (γεωγραφικού) ελληνικού αρχιπελάγους, θα πρέπει να επεκτείνουμε την αιγιαλίτιδα ζώνη (μαζί με τον εναέριο χώρο και τον εθνικό βυθό) στα 12 ναυτικά μίλια από ευθείες γραμμές βάσης. Καθορίζοντας και τα διεθνή θαλάσσια περάσματα, ώστε να μη δημιουργηθούν στενά ελεύθερης διέλευσης εκεί όπου αυτό θα ήταν επικίνδυνο για την ασφάλεια της χώρας μας.