Η Ρόζα γεννήθηκε το 1871 ως Ροζαλία Λούξεμπουργκ, υπήκοος του Τσάρου Αλέξανδρου του ΙΙ, στο Ζαμόσκ της Πολωνίας. Ήταν το πέμπτο παιδί μιας μικροαστικής οικογένειας αφομοιωμένων Εβραίων, απ’ αυτές που έβλεπαν με την ίδια καχυποψία οι καθολικοί γείτονες τους και η εβραϊκή κοινότητα. Στα τρία της η οικογένεια μετοίκησε στη Βαρσοβία. Στα πέντε της από λάθος ιατρική διάγνωση το ένα της πόδι έμεινε κοντύτερο από το άλλο, με αποτέλεσμα όταν περπατούσε να κουτσαίνει ελαφρά. Ο πατέρας της Ελίας έκανε εμπόριο ξυλείας με Ρωσία και Γερμανία, ό,τι λεφτά όμως είχαν τα διέθεταν για τη μόρφωση των παιδιών –κατόρθωσαν να σπουδάσουν και τα πέντε– και στο σπίτι ζούσαν φτωχικά. Στη δουλειά ο πατέρας συνδιαλεγόταν κυρίως στα εβραϊκά, στο σπίτι μιλούσαν αποκλειστικά πολωνικά και γερμανικά, ενώ η Ρόζα πήγαινε από τα 10 της σ’ ένα γυμνάσιο για τα κορίτσια της ρωσικής υπαλληλικής γραφειοκρατίας, όπου απαγορευόταν αυστηρά η ομιλία οποιασδήποτε άλλης εκτός από τη ρωσική γλώσσα. Έτσι η Ρόζα μεγάλωσε με τρεις μητρικές γλώσσες, πολωνικά, ρωσικά και γερμανικά, κι έμαθε επίσης πολύ καλά γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά. Η κουλτούρα της οικογένειας ήταν κατά βάση γερμανική, καθώς η μητέρα της, Λίνα, διάβαζε κυρίως γερμανική λογοτεχνία. Όσο για τη Ρόζα, έδωσε τη δική της λύση στα πολιτιστικά διλήμματα των γονιών της: Έγινε διεθνίστρια.
Τον Ιούνιο του 1887 η 16χρονη Ρόζα αποφοίτησε απ’ το γυμνάσιο με άριστα, δεν της απονεμήθηκε όμως το χρυσό μετάλλιο του σχολείου λόγω απείθαρχης συμπεριφοράς. Αποφοιτώντας έγινε μέλος του παράνομου μαρξιστικού κόμματος "Προλεταριάτο" αμέσως μετά το θάνατο των αρχηγών του στην αγχόνη. Το 1889, σε ηλικία 18 χρονών, καθώς ο αστυνομικός κλοιός έσφιγγε γύρω της κι επειδή ήθελε να σπουδάσει (στη Ρωσική Πολωνία απαγορευόταν η φοίτηση γυναικών στο πανεπιστήμιο), έφυγε για την Ελβετία κι έγινε φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Από την πόλη αυτή είχε περάσει την εποχή του Αντισοσιαλιστικού Νόμου του Βίσμαρκ όλη η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, ανάμεσά τους οι δύο ιδρυτές και συμπρόεδροί του, Αουγκούστ Μπέμπελ και Βίλχελμ Λίμπκνεχτ (πατέρας του Καρλ), αλλά και οι δύο βασικότεροι θεωρητικοί του, Καρλ Κάουτσκι και Έντουαρντ Μπερνστάιν: Θα έπαιζαν όλοι τους πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή της Ρόζας. Την περίοδο φοίτησής της τα ελβετικά πανεπιστήμια ήταν γεμάτα από ομάδες νεαρών επαναστατών συμπατριωτών της, που όπως κι αυτή είχαν καταφύγει στην Ελβετία για να γλυτώσουν απ’ την τσαρική αστυνομία.
Η Ρόζα που, όπως φαίνεται και από τα γράμματα της φυλακής, μέχρι το τέλος της ζωής της αγαπούσε και μελετούσε τα φυτά και τα ζώα, γράφτηκε αρχικά στο Τμήμα Φυσικών Επιστημών και για δύο χρόνια σπούδαζε κυρίως Ζωολογία. Τελικά αποφάσισε όμως να επικεντρωθεί στα μαθηματικά, τις πολιτικές επιστήμες, την πολιτική οικονομία και το δίκαιο. Σύντομα έγινε η αναγνωρισμένη ηγέτης των συμφοιτητών της. Όπως είπε και ο βασικός καθηγητής της, Γιούλιους Βολφ, κατά την απονομή του διδακτορικού της: "Αισθάνομαι άμετρη ικανοποίηση για το γεγονός ότι κατάφερα να δώσω τόσο γερά ακαδημαϊκά θεμέλια στην ικανότερη από τους φοιτητές μου στη Ζυρίχη, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Πρέπει να σημειώσω όμως ότι ήρθε σε μένα από την Πολωνία ήδη συστηματικός γνώστης του Καρλ Μαρξ".
Στο τέλος της δεύτερης χρονιάς της στη Ζυρίχη (1890), η 19χρονη Ρόζα γνώρισε τον 23χρονο επαναστάτη Λέο Γιόγκισες, που είχε γεννηθεί στο Βίλνιους της Ρωσικής Λιθουανίας και είχε παιδί ακόμα επαναστατήσει ενάντια στην πλούσια εβραϊκή του οικογένεια. Στα 16 του θα εγκατέλειπε το σπίτι του και το γυμνάσιο χωρίς να πάρει απολυτήριο για να ζήσει μαζί με το λιθουανικό προλεταριάτο δουλεύοντας αρχικά ως κλειδαράς. Επέμενε μάλιστα να κοιμάται κατευθείαν, χωρίς στρώμα, στο πάτωμα για να συνηθίσει εγκαίρως τις συνθήκες των ρωσικών φυλακών. Στη συνέχεια έμαθε το επάγγελμα του τυπογράφου και του χαράκτη, ειδικότητες που του χρειάστηκαν επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της περιπετειώδους συνωμοτικής του ζωής. Το 1891, ένα χρόνο μετά τη γνωριμία τους, η Ρόζα και ο Λέο έγιναν ζευγάρι.
Με την καθοδήγηση του Γιόγκισες η Ρόζα άρχισε ν’ αρθρογραφεί σε διάφορα μικρά πολωνικά έντυπα του εξωτερικού και να γίνεται γνωστή σαν όνομα στους πολωνικούς κύκλους. Αν και βαθιά ερωτευμένη, διέκρινε τον αυταρχισμό που χαρακτήριζε την ιδιωτική και πολιτική προσωπικότητα του μοναδικού άντρα που στα γράμματά της κατονομάζει ως σύζυγό της και πάλεψε για να τον αμβλύνει. Όπως του γράφει σε μια από τις χιλιάδες επιστολές που αντάλλαξαν: "Λέο, ολόκληρος ο κόσμος δεν αποτελείται από ηλίθιους που, όπως νομίζεις εσύ, πρέπει κάθε φορά να τους βαράς στο κεφάλι μ’ ένα ρόπαλο για να καταλάβουν". Όντας ζευγάρι μέχρι το 1906, παρέμειναν και στη συνέχεια εξαιρετικά στενοί συνεργάτες. Έτσι κι αλλιώς δεν έζησαν μαζί, σαν κανονικό ζευγάρι, παρά κυρίως σε σύντομες περιόδους διακοπών κι ελάχιστα στο Βερολίνο. Για χρόνια στη Γερμανία όποτε ο Γιόγκισες εμφανιζόταν στο διαμέρισμα της Ρόζας το έκανε με ψευδώνυμο.
Το 1892 τα υπολείμματα του κόμματος "Προλεταριάτο" και ομάδες Πολωνών πολιτικών προσφύγων συνενώθηκαν για να ιδρύσουν το Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Τέλος της ίδιας χρονιάς η πλειοψηφούσα ομάδα, η Ένωση Πολωνών Σοσιαλιστών Εξωτερικού με έδρα το Παρίσι, άρχισε να πιέζει για μια πολιτική που θα έδινε προτεραιότητα στην πάλη για μια ανεξάρτητη Πολωνία. Στους κόλπους του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ξέσπασε μια άγρια διαμάχη ανάμεσα στους υποστηριχτές των δύο απόψεων για το Πολωνικό. Στον πυρήνα όσων επιζητούσαν την ενιαία πάλη της εργατικής τάξης όλων των εθνοτήτων στη Ρωσική Αυτοκρατορία και την προοπτική μιας Πολωνίας όχι ανεξάρτητης, αλλά αυτόνομης στο πλαίσιο μιας σοσιαλιστικής Ρωσίας, βρισκόταν: Μέσα στην Πολωνία, η μικρή οργάνωση του νέου πολωνικού κόμματος. Στο εξωτερικό, η ομάδα των φίλων της Λούξεμπουργκ, ο Γιόγκισες, ο Βάρσκι και ο Γιούλιαν Μαρτσλέβσκι. Οι τελευταίοι είχαν αρχίσει να εκδίδουν στα πολωνικά μια εφημερίδα, την "Εργατική Υπόθεση", που σχεδόν ολόκληρη την έγραφε η Ρόζα. Σύμφωνα με τον πρώτο βιογράφο της Ρόζας, Πάουλ Φρέλιχ: "Η ρήξη ανάμεσα στην τάση, επικεφαλής της οποίας ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ, και στους σοσιαλπατριώτες έγινε ανεπανόρθωτη. Οι αντίπαλοί της, πολυδιασπασμένοι ως προς τα επιχειρήματά τους, δεν ήταν σε θέση ν’ αναμετρηθούν με ένα αντίπαλο του αναστήματος της Ρόζας. Έτσι, η πάλη ενάντια στη νέα σοσιαλδημοκρατική τάση διεξάγεται με ραδιουργίες, υπαινιγμούς και συκοφαντίες. Αυτές οι μέθοδες έδωσαν και πήραν το 1893 στο Συνέδριο της Διεθνούς στη Ζυρίχη".
Ο τότε επικεφαλής της αντιπροσωπείας των σοσιαλιστών του Βελγίου Εμίλ Βαντερβέλντε, που αργότερα βρέθηκε μέλος του Γραφείου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς μαζί με τη Ρόζα, θα γράψει γι’ αυτή την πρώτη εμφάνισή της σε Συνέδριο της Διεθνούς: "Η Ρόζα ήταν τότε 22 χρονών. Έξω από κάποιους σοσιαλιστικούς κύκλους της Πολωνίας και της Γερμανίας ήταν παντελώς άγνωστη. Οι αντίπαλοί της είχαν δημιουργήσει μια κατάσταση δύσκολη γι’ αυτή. Είναι σαν να τη βλέπω ακόμα τώρα να πηδάει μέσα απ’ τη θάλασσα των αντιπροσώπων πάνω σε μια καρέκλα για ν’ ακούγεται καλύτερα. Μικρόσωμη, ντελικάτη και λεπτεπίλεπτη, φορώντας ένα καλοκαιρινό φόρεμα που κάλυπτε έξυπνα τις σωματικές της ατέλειες, υπεράσπισε την υπόθεσή της εκπέμποντας ένα τέτοιο μαγνητισμό απ’ τα μάτια και με τόση φλόγα στα λόγια, που μάγεψε και κέρδισε τη μεγάλη πλειοψηφία των συνέδρων, που σήκωσαν τα χέρια ψηλά ψηφίζοντας την αποδοχή του κόμματός της".
Η στάση που κράτησαν στο Συνέδριο οι παλιοί Πολωνοί ηγέτες προκάλεσε έκρηξη στο Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Το σύνολο των οργανώσεων μέσα στην Πολωνία αποσπάστηκε απ’ αυτό και δημιούργησε την επόμενη χρονιά το "Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας", το οποίο στο εξής θα καθοδηγείται από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Λέο Γιόγκισες.
Αρχές 1984 η Ρόζα εγκαταστάθηκε σχεδόν για τρία χρόνια στο Παρίσι, για να γράψει το διδακτορικό της στις οικονομικές επιστήμες με θέμα "Η βιομηχανική ανάπτυξη της Πολωνίας".
Το 1899 το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα μέσα στην Πολωνία ανασυγκροτείται. Σημαντική συμβολή σ’ αυτό είχε ο νεαρός Φέλιξ Ντερζίνσκι, που την ίδια χρονιά θα πείσει το Κόμμα του οποίου ηγείται, την Ένωση Εργατών Λιθουανίας, να υιοθετήσουν τις θέσεις για το εθνικό ζήτημα του προγράμματος του Σ-Δ.Κ.Β.Π., που είχε γράψει η Ρόζα. Την επόμενη χρονιά, το 1900, τα δύο κόμματα συγχωνεύονται κι έτσι δημιουργείται πλέον το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας, με ηγέτες τον Γιόγκισες, τη Ρόζα, τον Μαρτσλέβσκι και τον Ντερζίνσκι.
Καθώς το κίνημα στην Πολωνία είχε χτυπηθεί βαριά, οι νεαροί Πολωνοί σοσιαλδημοκράτες χωρίς να εγκαταλείπουν τις προσπάθειες στη μητρική τους χώρα αρχίζουν να στρέφονται προς το ταχύτατα ανερχόμενο γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, το σημαντικότερο κόμμα της Διεθνούς. Το 1896 ο Γιούλιαν Μαρτσλέβσκι αναλαμβάνει τη διεύθυνση της ημερήσιας εφημερίδας του SPD στη Δρέσδη ("Σαξωνική Εργατική Εφημερίδα") και αρχίζει να παραγγέλνει άρθρα στη Ρόζα. Μέσα σε ένα και μόνο χρόνο δημοσιεύονται 50 δικά της άρθρα! Όσο για τη Ρόζα, σύμφωνα με τη φίλη της Λουίζε Κάουτσκι: "Το να δουλέψει στο γερμανικό κίνημα όχι ως κάποια που έρχεται απέξω, αλλά ως μια πλήρως ισότιμη συντρόφισσα ήταν η πιο παθιασμένη λαχτάρα της. Καθώς αυτό ήταν αδύνατο με τους υπάρχοντες στη Γερμανία νόμους κατέφυγε στο τέχνασμα που είχαν χρησιμοποιήσει και άλλοι Ρώσοι φοιτητές έτσι ώστε να εξαναγκάσει το γερμανικό κράτος να της παραχωρήσει δικαιώματα: Συνδέθηκε με λευκό γάμο μ’ έναν Γερμανό, πράγμα που της επέτρεψε ν’ αποκτήσει αυτόματα τη γερμανική υπηκοότητα".
Έτσι, η 27χρονη Ρόζα, με το πρακτικό πνεύμα της που θαύμαζε και ενθάρρυνε ο Λέο Γιόγκισες, παντρεύτηκε στη Ζυρίχη τον κατά δύο χρόνια μικρότερο της Γκούσταβ Λίμπεκ, τον μοναδικό άντρα με τον οποίο συνδέθηκε επίσημα με τα δεσμά του γάμου στη ζωή της. Έβγαλαν μια γαμήλια φωτογραφία στα σκαλιά του Δημαρχείου και δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Το 1903 με ενέργειες των δικηγόρων τους βγήκε το διαζύγιό τους. Η Ρόζα (που αμέσως μετά το "γάμο" της μετεγκαταστάθηκε στο Βερολίνο), ήταν ήδη τότε η μοναδική γυναίκα μέλος του Γραφείου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και η αδιαμφισβήτητη ηγέτης της μικρής αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας.
Στην Βαρσοβία θα ξαναγυρνούσε μια και μοναδική φορά στη ζωή της, το Γενάρη του 1906, για να συμμετάσχει στη Ρωσική Επανάσταση, που στην Πετρούπολη και στη Μόσχα είχε ηττηθεί ήδη το Δεκέμβρη του 1905, στην Πολωνία όμως συνεχίστηκε μέχρι το 1907.