Ποιος κέρδισε και τι χρεώθηκε η Αριστερά από το ’89
1 Χωρίς ταμπέλες, επί της ουσίας
Η περίοδος ’89-’90 διατηρεί τη σημασία της σήμερα για την εξαγωγή συμπερασμάτων, πολιτικών και ιδεολογικών. Τα όσα συνέβησαν τότε στην Ελλάδα είναι σημαντικά πολιτικά γεγονότα, που όμως δεν πρέπει να αναπαράγουν μια κατάσταση περιχαρακώσεων και εμφυλίων μέσα στην Αριστερά. Αλλά μια κριτική ματιά είναι οπωσδήποτε αναγκαία – επειδή, ακόμη και εκ του αποτελέσματος, η στάση της τότε Αριστεράς προκύπτει προβληματική. Ο επίλογος του ’89 βρήκε την Αριστερά στη χειρότερη κατάσταση μεταπολιτευτικά, με σημαντική μείωση των οργανωμένων δυνάμεών της, καθώς και της πολιτικής και ιδεολογικής της εμβέλειας. Εξαιτίας των τότε επιλογών της, κατέληξε περιθωριοποιημένη και βίαια αποκομμένη από τις ρίζες της σε πλατιά προοδευτικά τμήματα του λαού.
2 Γκορμπατσοφική μετάλλαξη
Αυτή η κατάληξη της Αριστεράς ήταν τελική συνέπεια της αναγόρευσης μιας σειράς χαρακτηριστικών γνωρισμάτων και επιδιώξεων του καπιταλισμού σε “ουδέτερα” και “οικουμενικά”. Το κέρδος ως βασική επιδίωξη της παραγωγής, η… “σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς”, η κατάργηση (!) του ιμπεριαλισμού αφού κυριάρχησε η έννοια της αλληλεξάρτησης, η δήθεν οικουμενικότητα (έλλειψη οιουδήποτε ταξικού προσδιορισμού και επικαθορισμού) της τεχνολογικής εξέλιξης και της αναδιάρθρωσης και της ανταγωνιστικότητας – όλο αυτό το γκορμπατσοφικό υπόβαθρο αποτέλεσε τη βάση για να έρθει στο προσκήνιο μια απόλυτα διαχειριστική και καθόλου ανταγωνιστική με το σύστημα Αριστερά. Μια Αριστερά με σοσιαλδημοκρατικό προφίλ. Και με έντονο και άκριτο φιλοευρωπαϊσμό. Αυτό το υπόβαθρο έκανε δυνατή τη “συνάντηση” ΚΚΕ και ΕΑΡ – που είναι αλήθεια ότι έγινε πολύ πιο κοντά στις θέσεις της ΕΑΡ, παρότι ο συσχετισμός ήταν συντριπτικός υπέρ του ΚΚΕ: στις εκλογές του 1985 το ΚΚΕ είχε πάρει 9,1%, ενώ το ΚΚΕ εσ. (η μετέπειτα ΕΑΡ) 1,8%.
3 Λανθασμένη ανάλυση της συγκυρίας
Ενώ λοιπόν βρισκόμασταν μπροστά σε έναν επελαύνοντα καπιταλισμό, με στρατηγική επιλογή το νεοφιλελευθερισμό, με στρατηγικό στόχο να επιτεθεί στις δυνάμεις της ζωντανής εργασίας μέσω της αναδιάρθρωσης όλου του φάσματος της παραγωγής, τι έκανε η Αριστερά; Βρέθηκε να υιοθετεί τα βασικά εργαλεία και “επιχειρήματα” της αντεπανάστασης του κεφαλαίου! Εξίσου λαθεμένο ήταν και το διάβασμα της επιτάχυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που συντελούνταν από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 με όραμα το 1992 – τη “χρονιά-ορόσημο”, όπου κεφάλαια, εμπορεύματα και άνθρωποι θα μπορούσαν να κυκλοφορούν χωρίς σύνορα μέσα στην τότε ΕΟΚ. Ενώ στην πραγματικότητα η “ολοκλήρωση” αφορούσε τη μεγάλη εξόρμηση των πολυεθνικών και του νεοφιλελευθερισμού, με στόχο να ελέγξουν και να μοντελοποιήσουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες (με ακόμη πιο αρνητικές συνέπειες στις χώρες της περιφέρειας, όπως η Ελλάδα), η Αριστερά κρατούσε μια στάση ουδετερότητας και ανακάλυπτε “δυνατότητες που έπρεπε να αξιοποιήσει”. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στο κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ, όπου πραγματικά ο ευρωπαϊσμός κυριαρχεί.
Και το ερώτημα είναι: με ποιους όρους θεώρησαν τότε τα ηγετικά στελέχη της Αριστεράς ότι θα μπορούσαν να ελέγξουν και να ηγεμονεύσουν πάνω σε τέτοιες διαδικασίες; Το σίγουρο είναι ότι ο κόσμος της εργασίας βρέθηκε ανυπεράσπιστος, και πλήρωσε πολύ ακριβά αυτή τη μετατόπιση της Αριστεράς. Και δεν είναι άσχετη με αυτές τις εξελίξεις η περαιτέρω αρνητική αλλαγή της φύσης του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και των συσχετισμών στο εσωτερικό του (π.χ. η Αριστερά από 40% που είχε στη ΓΣΕΕ σε λίγα χρόνια έφτασε να βρίσκεται γύρω στο 10%). Τότε κόπηκαν πολλοί δεσμοί, ενώ οι νέες φουρνιές εργαζομένων με τις “νέες εργασιακές σχέσεις” εύκολα καναλιζαρίστηκαν από το σύστημα στην αποσυνδικαλιστικοποίηση.
4 Κυβερνητισμός εναντίον δυσαρέσκειας
Σε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο και οι δύο πτέρυγες της επίσημης Αριστεράς θεωρούσαν προϋπόθεση για οποιαδήποτε προοδευτική εξέλιξη μια “κυβέρνηση της αλλαγής” σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, ή (αργότερα) με ένα τμήμα του ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα, οι δυνάμεις της Αριστεράς διαχειρίστηκαν την εξουσία, είτε στην τοπική αυτοδιοίκηση, είτε σε δημόσιους οργανισμούς. Μπαίνοντας σε μια περίοδο πολιτικής κρίσης, με το ΠΑΣΟΚ και τον Α. Παπανδρέου να στροβιλίζονται στη δίνη της, θεώρησαν ότι ήρθε η στιγμή μιας ριζικής αναβάθμισής τους. Κι εδώ είναι που αποδεικνύεται αυτοκτονική η λογική του κυβερνητισμού. Όχι μόνο επειδή έσπρωξε στην συγκυβέρνηση με τη Δεξιά (…) και αργότερα και με το ΠΑΣΟΚ. Αλλά κυρίως επειδή οδήγησε σε πλήρη υποτίμηση της κινηματικής απάντησης στην κρίση του συστήματος, οδήγησε πολλές φορές στην αδιαφορία και ακόμη και στην εχθρότητα μπροστά τους αγώνες των εργαζομένων και της νεολαίας. Όλα θυσιάστηκαν στο βωμό της συνεργασίας με το “τίμιο ΠΑΣΟΚ” (δηλαδή με αστικές πτέρυγες) ώστε “ν’ ανοίξει ο δρόμος για την κυβέρνηση της αλλαγής”. Και όλα αυτά συνέβαιναν ενώ γίνονταν σημαντικοί αγώνες (καταλήψεις το ’87, απεργία καθηγητών το ’88, απεργία μηχανικών δημοσίου κ.λπ.), ενώ χαλάρωναν οι δεσμοί κομμάτων-μαζών, και γινόταν όλο και πιο έντονη η δυσαρέσκεια μέσα στην κοινωνία – στοιχεία που έδιναν δυνατότητες να προωθηθεί μια άλλη κατεύθυνση, ουσιαστικής αλλαγής συσχετισμών σε βάρος των αστικών κομμάτων, μέσα στην κοινωνία, μέσα στους εργαζόμενους και τη νεολαία.
5 Η κυβέρνηση Τζανετάκη θεμελιώνει το νεοφιλελευθερισμό
Ενώ και οι δύο πτέρυγες (ΝΔ και ενιαίος ΣΥΝ) που στήριξαν την κυβέρνηση Τζανετάκη μιλούσαν για “περιορισμένη κυβέρνηση”, αν προσέξει κανείς τις προγραμματικές δηλώσεις και το έργο της, θα διαπιστώσει ότι δεν ήταν καθόλου περιορισμένο. Από ουσιαστική άποψη μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι τότε διαμορφώθηκαν καθοριστικοί όροι για την προώθηση του νεοφιλελευθερισμού και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στην Ελλάδα:
Άρχισε να λειτουργεί η ιδιωτική τηλεόραση (χωρίς μάλιστα κανένα πλαίσιο), δώρο στους μεγαλοεκδότες και σε άλλους επιχειρηματικούς ομίλους. Παράλληλα άρχισε και η νεοφιλελεύθερη πλύση εγκεφάλου (τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι, “καταναλώνουμε χωρίς να παράγουμε” σαν αιτία για την εκτόξευση του χρέους, κ.λπ.)
Εισήχθη η ιδέα της “καταγραφής της οικονομικής κατάστασης, προκειμένου να παρθούν τα αναγκαία μέτρα”. Υποτίθεται αντικειμενική καταγραφή, που μετέπειτα χρησιμοποιήθηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για να ληφθούν άγρια νεοφιλελεύθερα μέτρα. Το ίδιο κόλπο φυσικά χρησιμοποιήθηκε και από επόμενες κυβερνήσεις μέχρι σήμερα, ενώ επεκτάθηκε και σε άλλα ζητήματα (π.χ. Ασφαλιστικό), όπου προωθούνταν και προωθούνται αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις. Ήταν μεγάλη αρνητική “συνεισφορά” της επίσημης Αριστεράς η νομιμοποίηση αυτής της διαδικασίας.
Ετοιμάστηκε ο φάκελος για τη διεκδίκηση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996. Διεκδίκηση που τότε δεν ευοδώθηκε, αλλά έδωσε το στίγμα ενός καθαρά μεταπρατικού μοντέλου ανάπτυξης που θα ακολουθούνταν στη συνέχεια, και στο οποίο η “συγκυβερνώσα Αριστερά” έδωσε τη συναίνεσή της (παρότι πριν τη συγκυβέρνηση η μεν ΕΑΡ ήταν αντίθετη με τη διεκδίκηση, το δε ΚΚΕ έθετε πολλούς όρους). Έκτοτε είχαμε σειρά από τέτοια “μεγάλα γεγονότα” που διοργανώθηκαν στην Ελλάδα, και έχουν αποτελέσει πεδίο κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο.
6 Η επίσημη Αριστερά ως συστημική δύναμη
Πέρα απ’ όσα προαναφέρθηκαν, η ηγεσία της Αριστεράς, προχωρώντας τότε στη συγκυβέρνηση, αδυνατούσε να εκτιμήσει την πιεστικότητα των αναγκών του συστήματος για ολόπλευρη προώθηση του νεοφιλελευθερισμού και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Είναι “φύλλο συκής” η επίκληση, στις προγραμματικές δηλώσεις Τζανετάκη, της “διασφάλισης του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων”. Αυτό που τελικά κατάφερε η ηγεσία της Αριστεράς με τον βαθιά λαθεμένο προσανατολισμό της, ανεξαρτήτως προθέσεων, ήταν να οδηγήσει τον Κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία.
Εξίσου λαθεμένη ήταν η εκτίμηση για περιθωριοποίηση του Α. Παπανδρέου. Δεν ήταν λογικό το συμπέρασμα ότι θα έβγαινε εκτός πολιτικού συστήματος ούτε ο ίδιος ούτε αυτό που εκπροσωπούσε ως “δημοκρατική παράταξη” με τους δεσμούς της με τα επιχειρηματικά και διεθνή κέντρα. Έτσι, η κατά βάση νομικίστικη επίθεσή της στον Α. Παπανδρέου ουσιαστικά εξελίχθηκε σε μπούμερανγκ για την επίσημη Αριστερά. Το ΠΑΣΟΚ συγκράτησε τις δυνάμεις του, και μέσα σε δύο χρόνια ήταν και πάλι διεκδικητής της εξουσίας. Δεν υπήρχαν όροι για να κερδίσει η Αριστερά κάτι από τη συγκυβέρνηση, πολύ περισσότερο με τη γραμμή που είχε.
Μένει σαν μόνη αιτιολογία για τη στάση της το ζήτημα της “κάθαρσης” – που υποτίθεται ότι αν δεν γινόταν η συγκυβέρνηση δεν θα μπορούσε να προχωρήσει. Αλλά ούτε στο ζήτημα αυτό μπορούσε να πετύχει κάτι. Το αποτέλεσμα, και σε αυτό το επίπεδο, είναι οικτρό.
Συνεπώς η επίσημη Αριστερά συμπεριφέρθηκε όχι σαν αντιπολίτευση ενός σε κρίση συστήματος, αλλά σαν δύναμη γεμάτη “κατανόηση” για τις ανάγκες του. Συμπεριφέρθηκε με απόλυτη θεσμική στοχοπροσήλωση (π.χ. πρωτοβουλία για διάβημα της αντιπολίτευσης στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), και όχι προωθώντας την κινηματική δράση. Και αυτό είναι ένα μεγάλο δίδαγμα από το ’89, επίκαιρο και στις μέρες μας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι και μια σημαντική διαφορά της τότε επίσημης Αριστεράς από τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ;