Όλα είναι ανοιχτά, φτάνει η Αριστερά να παίξει το ρόλο της…
Ομιλία της Νάντιας Βαλαβάνη στη 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ
Αγαπητές συντρόφισσες και σύντροφοι, Η συζήτηση για το Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα για την εναλλακτική του πρόταση μεσούσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, μας δίνει μια μεγάλη δυνατότητα που η πολιτική και κοινωνική καθημερινότητα, ακόμα και οι αγώνες για συγκεκριμένα και οξυμένα προβλήματα, μας στερεί: Να σκεφτούμε για λίγο το πού και πώς πάμε, τι θέλουμε και τι κάνουμε έξω από τα στενά όρια της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας. Όπως όλοι ξέρουμε, προϋπόθεση για ν’ αλλάξουμε τον κόσμο είναι να τον κατανοήσουμε. Μήπως όμως στην πραγματικότητα δεν μπαίνουμε πάντα στον κόπο να το κάνουμε αυτό όλοι όσοι ενδιαφερόμαστε για την αλλαγή του;
Σε συνέντευξή του για τη σημασία του Μαρξ τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο Χομπσμπάουμ απαριθμεί ανάμεσα στους παράγοντες για τους οποίους, κυρίως λόγω της δομικής καπιταλιστικής κρίσης, η σκέψη του Μαρξ φαίνεται να “επιστρέφει” ως εργαλείο γνωστικής προσέγγισης της λειτουργίας και της ανάπτυξης του καπιταλισμού με εντονότερο τρόπο στους καπιταλιστές παρά στην Αριστερά και στο κίνημά της, και το γεγονός ότι “με ημερομηνία έναρξης το 1968 τα πιο γνωστά ριζοσπαστικά κινήματα προσανατολίστηκαν σε μορφές άμεσης δράσης και ακτιβισμού που δε βασίζονται ιδιαίτερα σε πολύ διάβασμα και θεωρητική ανάλυση”. Για να προσθέσει ότι, ενώ αρκετός από τον κόσμο που μετέχει στα νέα κινήματα συγκαταλέγει τον εαυτό του στο πλαίσιο του αντικαπιταλιστικού ρεύματος, τα ίδια τα κινήματα δεν εντάσσονται σε μια αντικαπιταλιστική προοπτική.
Γιατί είναι κρίσιμης σημασίας για μας, μεταξύ άλλων, αυτή η επισήμανση;
Μια απλή σύγκριση ανάμεσα στο πώς φτάσαμε στην 1η Π.Σ. του ΣΥΡΙΖΑ ένα χρόνο πριν και πώς φτάσαμε στη 2η φέτος, με τι αέρα, ενότητα, αριθμό συνελεύσεων, συμμετοχή συντρόφων και επίπεδο λειτουργίας των τοπικών επιτροπών του ΣΥΡΙΖΑ, αρκεί για να μας πείσει ότι υπάρχει μια ορισμένη αποθάρρυνση για το εύρος και τις δυνατότητες του εγχειρήματός μας. Ένα μέρος του προβλήματος σίγουρα έχει να κάνει με την οργανωτική υπόσταση, συγκρότηση και λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ, το θέμα δηλ. που θα συζητήσουμε μετά τις ευρωεκλογές. Αυτό όμως σίγουρα δε μπορεί να τα εξηγήσει όλα.
Για να μη σας ταλαιπωρώ, ας μην προσπαθήσουμε να κρυφτούμε από μας τους ίδιους. Πιστεύω ότι πίσω απ’ το πώς φτάσαμε σ’ αυτή τη Συνδιάσκεψη βρίσκεται πριν απ’ όλα η μεταβολή των δημοσκοπικών τάσεων, πέρυσι διψήφιων και φέτος μονοψήφιων και με καθοδική πορεία. Και λέω τάσεων, γιατί από την αρχή επισημάναμε σωστά ότι οι δημοσκοπήσεις δεν μετρούν ποσοστά: ποσοστά υπάρχουν μόνο σε πραγματικές συνθήκες εκλογών ή κάλπη. Άρα το κεντρικό ερώτημα που πρέπει ν’ απαντηθεί είναι: Γιατί δεν μπορέσαμε να συνδεθούμε μ’ έναν κόσμο που μας προσέγγιζε λίγο-πολύ μ’ εμπιστοσύνη, απομακρυνόμενος –κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά– από το ΠΑΣΟΚ; (Η ΝΔ κι ακόμα και άλλες αριστερές δυνάμεις αποτελούσαν επίσης ένα όχι αμελητέο τμήμα του.) Οι δημοσκοπικές αποτυπώσεις ότι μια πλειοψηφία 60% αυτού του κόσμου, προφανώς προερχόμενη από το ΠΑΣΟΚ, ήθελε συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, άρα βρισκόταν ουσιαστικά έξω από τον δικό μας πολιτικό προσανατολισμό, μάλλον δεν κάνουν λάθος. Και διαπιστώσεις, όπως ότι ένα μέρος αυτού του κόσμου είχε και συντηρητικά κοινωνικά αντανακλαστικά, ότι η προοπτική να ξαναβρεθεί το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση λόγω του φοβερού εκπεσμού της ΝΔ άρχισε να επανασυσπειρώνει ένα άλλο μέρος αναζωπυρώνοντας τις ψευδαισθήσεις για ατομικές λύσεις μέσω της πρόσβασης σ’ ένα και πάλι καθεστωτικό ΠΑΣΟΚ, ότι η συντονισμένη επίθεση όλων των πολιτικών δυνάμεων από κοινού απ’ τον Δεκέμβρη απομάκρυνε από το πλευρό μας έναν κόσμο που μπέρδεψε την υπεράσπιση από μέρους μας του οργισμένου δίκαιου ξεσπάσματος της νεολαίας με τη “burn and destroy” στρατηγική των μπάχαλων, ή ότι γενικότερα η επέλευση της κρίσης αυξάνοντας την ανασφάλεια οδηγεί πίσω στα δοκιμασμένα, πίσω στο μαντρί του δικομματισμού ή εν πάση περιπτώσει του δυναμικότερου σήμερα πόλου του, είναι επίσης όλες βάσιμες απαντήσεις. Αλλά είναι περιγραφικές. Και δεν απαντούν στο κεντρικό ερώτημα: Γιατί οι πολιτικές μας παρεμβάσεις, που αυτή την περίοδο ήταν πολύ πυκνές και κάλυψαν όλα τα θέματα αιχμής, τουλάχιστον “από τα πάνω”, και η συμμετοχή και στήριξή μας σε σοβαρούς αγώνες τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, κυρίως κινήματα πόλης και οικολογικά μέτωπα σε όλη την Ελλάδα πίσω απ’ τα οποία βρίσκονται μεγάλα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα, δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια όσμωσή μας με ένα κόσμο που με τόσες ελπίδες μας πλησίαζε, ή τουλάχιστο ν’ ανακόψουν την αποσυσπείρωσή του;
Όσοι προσπαθήσουν να εξηγήσουν αυτό το πρόβλημα με το γεγονός της περιορισμένης ή προβληματικής συμμετοχής μας στα κεντρικά ΜΜΕ, όπως ακούστηκε, φοβάμαι ότι πέφτουν οι ίδιοι στην παγίδα της υποκατάστασης της πολιτικής με τη λεγόμενη “επικοινωνία”. Η αλήθεια είναι ότι η συνταγή αυτή μπορεί να δουλέψει θαυματουργά και αποτελεσματικά μόνο για πολιτικές θέσεις που στηρίζει πολύπλευρα το ίδιο το σύστημα μέσα από τα πιο διαφορετικά κανάλια και όχι για πολιτικές που ελπίζουν, έστω και σε τελευταία ανάλυση, στην ανατροπή του. Μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική δεν μπορεί να μετασχηματίσει συνειδήσεις προβαλλόμενη αποκλειστικά ή κυρίως από τα πάνω και προσλαμβανόμενη από εργαζόμενους που βλέπουν τηλεόραση καθισμένοι στον καναπέ. Ταυτόχρονα ούτε και οι πιο σημαντικές συμβολικές ακτιβίστικες δραστηριότητες –και όπως καταλαβαίνετε, δεν αναφέρομαι εδώ σε τακτικές σπασίματος τραπεζών και καψίματος μαγαζιών, αλλά στις δικές μας μορφές ακτιβισμού– μπορούν να το εξασφαλίσουν αυτό: Μπορούν π.χ. να στρέψουν την προσοχή σε ένα ζήτημα “θαμμένο” και να προκαλέσουν εύλογα αισθήματα αποτροπιασμού ή οργής, δεν μπορούν όμως να μεταβάλουν, και μάλιστα όχι επιδερμικά, συνειδήσεις. Όρος-κλειδί για να συμβεί αυτό είναι η συμμετοχή του ίδιου του πολιτικού υποκείμενου που μας ενδιαφέρει. Και ο δικός μας ακτιβισμός, όμως, του εξασφαλίζει επίσης θέση θεατή. Αλλά ακόμα κι εκεί που υπάρχει πραγματική κίνηση “από τα κάτω”, ευρύτερη συμμετοχή ανθρώπων, όπως σε κινήματα πόλης και περιβαλλοντικά μέτωπα, πράγμα που αποτελεί μια μεγάλη κατάκτηση, αυτή δεν επαρκεί: στο βαθμό που δεν συνδέονται με εμπειρίες συμμετοχής σε κινήματα με κεντρικότερο ρόλο στο σύστημα της ταξικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, δεν είναι δύσκολο να παραμείνουν αιωρούμενες οι διασυνδέσεις των συγκεκριμένων στόχων πάλης με την πραγματικότητα που γεννά και αναπαράγει συνεχώς το σύστημα. Και να κυριαρχήσει στους ευρύτερους ανθρώπους, που (συχνά για πρώτη φορά) συμμετέχουν, μια αντίληψη σύγκρουσης με τον α ή β “κακό” καπιταλιστή: Από τέτοιες συγκρούσεις είναι όμως γεμάτες οι ταινίες του Χόλιγουντ, χωρίς οποιαδήποτε επίδραση στη διαμόρφωση συνειδήσεων για την ανάγκη αλλαγής της κοινωνικής πραγματικότητας.
Κλείνοντας θα ήθελα να πω στη συντρόφισσα Ελένη Μηνακάκη –που μίλησε το πρωί κι αναφέρθηκε σ’ αυτό που είχα πει στην προηγούμενη Πανελλαδική Σύσκεψη ένα χρόνο πριν– πως πιστεύω ότι η “δεύτερη ευκαιρία” της Αριστεράς από τη μεταπολίτευση παραμένει ανοιχτή. Είναι η ιστορική ευκαιρία ενός ριζοσπαστικού αριστερού ενωτικού εγχειρήματος να παίξει το ρόλο του σε συνθήκες μιας ιστορικής κρίσης, ώστε ευρύτερες μάζες εργαζόμενων, γυναικών και νεολαίας να πάρουν οι ίδιοι τις τύχες τους στα χέρια τους για να υπερασπιστούν όχι μόνο το σήμερά τους, αλλά και για ν’ ανοίξει ξανά, με πραγματικούς όρους, η προοπτική μιας κοινωνίας που θα πραγματώνει αντί να ισοπεδώνει την ανθρώπινη ιδιότητά τους. Και μπορούμε να κάνουμε μια καλή αρχή για μια πραγματική, και όχι δημοσκοπική, άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ: Οργανώνοντας μια σοβαρή μάχη για τις ευρωεκλογές, με εργαλεία το καλό πρόγραμμα, στο οποίο έχει οδηγήσει η σύνθεση απόψεων των δυνάμεων που εκφράζονται μέσω του ΣΥΡΙΖΑ, και μ’ ένα καλό ευρωψηφοδέλτιο – ανάλογα καλό με τις τρεις πρώτες θέσεις που έχουν ήδη κλείσει. Και χαίρομαι αφάνταστα που ανάμεσά τους, σε εκλόγιμη θέση του, βρίσκεται μια νεαρή μας συντρόφισσα.
Όλα είναι ανοιχτά: Φτάνει η Αριστερά να παίξει το ρόλο της…