Οι κομμουνιστές από τον 20ο στον 21ο αιώνα
του Ντομένικο Λοζούρντο
Ο Ντομένικο Λοζούρντο είναι ιταλός ιστορικός και φιλόσοφος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ούρμπινο, όπου είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Παιδαγωγικών και Φιλοσοφικών Επιστημών. Δραστηριοποιείται στο αντιπολεμικό και αριστερό κίνημα. Έχει δημοσιεύσει δεκάδες έργα, στα οποία ασχολείται ιδιαίτερα με τη μελέτη των Μαρξ και Ένγκελς, καθώς και με τις επαναστάσεις στη Ρωσία και την Κίνα.
Aκούγεται συχνά ένα παραμύθι… για μια γοητευτική κοπελιά, τη δημοκρατία, που ξεφεύγοντας από το δόκανο του ναζισμού, πέφτει στην αγκαλιά του καπιταλισμού. Και ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα… μοιράζοντας τη ζωή τους ανάμεσα στη Ουάσιγκτον και τη Νέα Υόρκη, στον Λευκό Οίκο και τη Γουώλ Στρητ. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η κεντρική ιδέα του παραμυθιού.
Που, αν το προσέξουμε καλύτερα, θέλει να πει ότι ο κομμουνισμός ούτε προσέφερε κάτι στον 20ό αιώνα, ούτε, πολύ περισσότερο, πρόκειται να δώσει τίποτα καλό στον αιώνα που ήδη διατρέχουμε. Ένα παραμύθι που αγγίζει τα όρια του γελοίου, παρά το ότι υποστηρίζεται και διαδίδεται από την κυρίαρχη ιδεολογία.
Γιατί το χαρακτηρίζουμε γελοίο; Πριν απαντήσω, θα ήθελα να τονίσω ότι στη λέξη δημοκρατία μπορεί να δίνουμε διαφορετικά περιεχόμενα, αλλά όλοι θα συμφωνήσουμε πως στη βάση της βρίσκεται το δικαίωμα όλων των ενηλίκων να συμμετέχουν στην πολιτική, να μπορούν να ψηφίζουν και να ψηφίζονται ανεξάρτητα από το φύλο, την οικονομική κατάσταση και τη φυλή ή το έθνος στο οποίο ανήκουν. Σήμερα μπορούμε να πούμε πως υπάρχει δημοκρατία εκεί όπου έχουν εξαλειφθεί τουλάχιστον αυτές που θα χαρακτήριζα σαν τρεις θεμελιώδεις διακρίσεις:
– η διάκριση εις βάρος των γυναικών
– η διάκριση σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων λαϊκών στρωμάτων
– οι ρατσιστικές διακρίσεις σε βάρος των εξαρτημένων λαών.
Διακρίσεις που εξαλείφθηκαν όλες τον 20ό αιώνα με την αποφασιστική συμβολή του κομμουνιστικού κινήματος.
Εξηγώ αμέσως τι εννοώ.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι γυναίκες δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα σχεδόν σε καμία χώρα του κόσμου. Αυτό συνέβαινε στη Γαλλία, στην Αγγλία, στη Γερμανία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην τσαρική Ρωσία, και φυσικά στην Ιταλία. Η επαναστατική Ρωσία ήταν η πρώτη μεγάλη χώρα που τους παραχώρησε πολιτικά δικαιώματα την περίοδο Φλεβάρη-Οκτώβρη του 1917. Για τούτο ο Γκράμσι άμεσα, πριν να πάρουν την εξουσία οι κομμουνιστές, είπε ότι αυτή η επανάσταση είχε έντονο προλεταριακό χαρακτήρα. Μόνο ένα χρόνο μετά, με το ξέσπασμα μιας άλλης επανάστασης (της Οκτωβριανής αυτή τη φορά), και η Γερμανία θα παραχωρήσει πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες.
Οι ΗΠΑ θα ακολουθήσουν με διαφορά ενός ακόμη χρόνου. Στην Ιταλία αυτό θα συμβεί μόνο μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, από μια κυβέρνηση στην οποία συμμετέχουν και κομμουνιστές.
Η δεύτερη κατηγορία διακρίσεων είναι αυτή που βασίζεται στην οικονομική κατάσταση και διατρέχει όλη την ιστορία της φιλελεύθερης αστικής τάξης. Σκεφτείτε πως αυτή ήταν παρούσα ακόμη και σε μια χώρα με φιλελεύθερες παραδόσεις όπως ήταν η Αγγλία το 1948, με τον θεσμό της λεγόμενης επαναληπτικής ψήφου, σύμφωνα με τον οποίο όσοι χαρακτηρίζονταν πιο «ευφυείς» είχαν δικαίωμα να ψηφίσουν πάνω από μία φορά. Σωστά καταλάβατε: δεν εφαρμοζόταν η αρχή «ένα άτομο, μια ψήφος» αλλά οι «πιο ευφυείς» μπορούσαν να ψηφίσουν περισσότερες φορές. Φυσικά αυτοί ήταν όλοι άνδρες, σχεδόν όλοι καπιταλιστές κι ανάμεσά τους υπήρχαν και μερικοί καθηγητές πανεπιστημίων.
Στην Ιταλία οι διακρίσεις με βάση την οικονομική κατάσταση συνεχίστηκαν για πολύ, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη Γερουσία. Στην Άνω Βουλή μπορούσαν για παράδειγμα να συμμετέχουν μόνο μέλη της αριστοκρατίας: η βασιλική οικογένεια της Σαβοΐας είχε κληρονομικό δικαίωμα σε αυτήν, ενώ διάσημοι πολίτες είχαν το δικαίωμα να εκλεγούν στην Άνω Βουλή από την κυβέρνηση ή το παλάτι. Μόνο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα μέλη της Γερουσίας μπορούσαν να εκλέγονται από το λαό, κι αυτό σαν αποτέλεσμα του μεγάλου αντιφασιστικού αγώνα.
Για να μιλάμε περί δημοκρατίας βέβαια, πρέπει τουλάχιστον να έχουν εξαλειφθεί και οι ρατσιστικές διακρίσεις. Στον τομέα αυτόν είναι ακόμη πιο φανερή η συμβολή των κομμουνιστών. Μόνο όποιος είναι πνευματικά ανέντιμος θα μπορούσε να αρνηθεί κάτι τέτοιο.
Την εποχή που ξέσπασε η Οκτωβριανή Επανάσταση όλος ο πλανήτης ανήκε σε λίγες μεγάλες δυνάμεις κι έτσι όλοι οι εξαρτημένοι λαοί των αποικιών είχαν αποκλειστεί από την πολιτική ζωή, αλλά όχι μόνο: τους είχαν στερήσει ακόμη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Από το τέλος του 19ου μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, στις ιδιωτικές λέσχες των Γάλλων και Άγγλων ιμπεριαλιστών ήταν κρεμασμένες στην είσοδο καρτέλες με την επιγραφή «απαγορεύεται η είσοδος σε σκυλιά και Κινέζους», και βέβαια οι Κινέζοι , όπως και τα σκυλιά, δεν είχαν δικαίωμα ψήφου.
Αλλά, αν αφήσουμε στην άκρη τις αποικίες, ποια ήταν η κατάσταση στην χώρα-υπόδειγμα της Δύσης; Στις ΗΠΑ οι ρατσιστικές διακρίσεις ήταν πολύ έντονες. Οι πιο ηλικιωμένοι θυμούνται ίσως τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ –που σίγουρα δεν ήταν κομμουνιστής– που έλεγε στα 1968 «ένα είναι το όνειρό μου», η κοινωνική ισότητα, όνειρο που δεν κράτησε πολύ γιατί εντωμεταξύ δολοφονήθηκε. Εδώ αξίζει να θυμίσουμε ένα περιστατικό.
Βρισκόμαστε στα 1952, στις ΗΠΑ. Τότε που οι φυλετικές διακρίσεις επικρατούσαν παντού: στα σχολεία, στα μέσα μαζικής μεταφοράς κλπ. Όταν ξεκίνησε ο αγώνας για την εξάλειψή τους, όσοι μαύροι συμμετείχαν σε αυτόν, στιγματίζονταν σαν κομμουνιστές. Κάποιοι μαύροι λέγανε πως «αν το να αγωνίζεσαι για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων σημαίνει πως είσαι κομμουνιστής τότε είμαι υπερήφανος να δηλώνω κάτι τέτοιο». Όμως οι κυρίαρχες τάξεις άρχισαν να ανησυχούν. Το Ανώτατο Δικαστήριο, ο αμερικανικός Άρειος Πάγος, εξουσιοδοτήθηκε να απαντήσει αν είναι νόμιμες σύμφωνα με το σύνταγμα οι φυλετικές διακρίσεις στα σχολεία.
Αυτό δίστασε να δώσει συγκεκριμένη απάντηση. Τότε βγήκε μια διαταγή του Στέητ Ντιπάρτμεντ που έλεγε: από την εξακολούθηση των φυλετικών διακρίσεων στα σχολεία, οι μόνοι που θα επωφεληθούν θα είναι η Σοβιετική Ένωση και το απελευθερωτικό κίνημα στις αποικίες, που όλο και περισσότερο επηρεάζεται από το κομμουνιστικό κίνημα. Έτσι τα ψήγματα δημοκρατίας που υπάρχουν στις ΗΠΑ, η στοιχειώδης φυλετική ισότητα που μετά από χρόνια κατοχυρώθηκε εκεί, είναι ακριβώς αποτέλεσμα του αποφασιστικού ρόλου των κομμουνιστών.
Να γιατί η κυρίαρχη ιδεολογία, για να δημιουργήσει ένα διαχωριστικό τείχος ανάμεσα στη δημοκρατία και τον κομμουνισμό, χρησιμοποιεί το παραμυθάκι που σας ανέφερα πριν για να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα.
Σήμερα όμως προϋπόθεση για την ύπαρξη δημοκρατίας, εκτός από την εξάλειψη των τριών μεγάλων διακρίσεων που αναφέραμε, θεωρούμε (ή μάλλον «θεωρούσαμε») και κάποια στοιχειώδη οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Δεν μιλάμε απλά για το δικαίωμα ψήφου, αλλά για το δικαίωμα στη δουλειά, στη μόρφωση, στην υγεία που αναφέρονται στο –ιταλικό– Σύνταγμα (που, όχι τυχαία, ήταν αποτέλεσμα του αντιφασιστικού αγώνα). Να θυμίσουμε εδώ, πολύ πριν τον Μπερλουσκόνι (που έλεγε πως το μειονέκτημα του Συντάγματος είναι πως θέλει να μιμηθεί το Σύνταγμα της Σοβιετικής Ένωσης, αναγνωρίζοντας άθελά του τη μεγάλη σημασία του), τον νομπελίστα της οικονομίας Χάγιεκ, που τη δεκαετία του ’70 εκτός από επιφανής οικονομολόγος ήταν και ο ιθύνων νους της κυβέρνησης Ρίγκαν.
Αυτός έλεγε πως τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ακόμη κι αν τα αναγνωρίζει ο ΟΗΕ, είναι μια ανοησία, γιατί στην πραγματικότητα είναι απλώς το αποτέλεσμα της καταστροφικής επίδρασης της ρώσικης μαρξιστικής επανάστασης.
Έτσι φαίνεται καθαρά πως αν υπήρξε και στη χώρα μας, τουλάχιστον για μια ορισμένη περίοδο, ένα μίνιμουμ κοινωνικού κράτους, αυτό έγινε κάτω από την επιρροή της ρώσικης μαρξιστικής επανάστασης. Ο Χάγιεκ έχει δίκιο: όταν έπαψε να υπάρχει η απειλή του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού , άρχισε η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους δυτικού τύπου. Έχει αναλυθεί και εξηγηθεί επανειλημμένα αυτό με απόλυτη σαφήνεια. Σήμερα ζούμε όχι μόνο τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, αλλά επίσης και την αύξηση της ψαλίδας ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς.
Πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα δύο ζητήματα: να αντιληφθούμε πως αυτές οι διαδικασίες περιθωριοποίησης, εξαθλίωσης προωθούνται σε μια περίοδο που έχουμε μεγάλη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ακούμε συνέχεια για τεχνολογική, ηλεκτρονική κλπ επανάσταση. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι γεγονός, σε αυτήν όμως δεν αντιστοιχεί μια αύξηση του κοινωνικού πλούτου αλλά, αντίθετα, ένα προτσές αύξησης της φτώχειας και της εξαθλίωσης, καθώς και πόλωσης της κοινωνίας. Εδώ πρέπει να ξαναθυμηθούμε όσα είχε δηλώσει ο Χάγιεκ χαρακτηρίζοντας τα οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα καταστροφική επινόηση της ρώσικης μαρξιστικής επανάστασης, και να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν αναφερόταν στις οικονομικές συνθήκες, δεν έλεγε ότι λείπουν τα μέσα για την εφαρμογή αυτών των δικαιωμάτων, αλλά, αντίθετα, ότι τέτοια δικαιώματα δεν είναι αποδεκτά σε μια αυθεντικά καπιταλιστική οικονομία, την οποία ο ίδιος υπερασπιζόταν.
Καταλαβαίνουμε πολύ καλά πως σήμερα κατεδαφίζεται το κοινωνικό κράτος και προχωρούν οι διαδικασίες περιθωριοποίησης και κοινωνικής πόλωσης για τις οποίες μιλήσαμε ήδη. Πρέπει λοιπόν να λάβουμε υπόψη ότι δεν υπάρχει πια η κομμουνιστική απειλή, αυτή που κάποτε βοήθησε να εξαλειφθούν οι τρεις μεγάλες διακρίσεις και να εγκαθιδρυθεί ένα στοιχειώδες κοινωνικό κράτος. Σήμερα δεν ζούμε σε μια εποχή μεταρρυθμίσεων, αλλά αντι-μεταρρυθμίσεων, θα έλεγα απο-χειραφέτησης, σε μια εποχή απώλειας των δικαιωμάτων που είχαν προηγούμενα κατακτηθεί με αγώνες. Αυτό ισχύει για τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, για το κοινωνικό κράτος, αλλά ας δούμε και τα υπόλοιπα: εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια μια αμερικάνικη προσωπικότητα υπεράνω πάσης υποψίας –ο Σλέσινγκερ τζούνιορ, γνωστός ιστορικός, σύμβουλος του Κέννεντυ– είχε πει πως στις ΗΠΑ η οικονομική κατάσταση είναι τόσο σημαντική για τις εκλογές που αντικειμενικά μπαίνει από το παράθυρο η διάκριση με βάση την οικονομική κατάσταση, που πριν είχαμε διώξει από την πόρτα.
Αντικειμενικά οι πολιτικοί θεσμοί και τα αξιώματα αποτελούν ξανά μονοπώλιο των κυρίαρχων τάξεων. Και εδώ ξετυλίγεται μια τεράστια απο-χειραφέτηση, μια τεράστια αντι-μεταρρύθμιση και φυσικά αυτό το προτσές είναι πιο φανερό στην Αμερική, αλλά μπορεί κανείς να το δει και στην Ιταλία. Το πολιτικό βάρος του Μπερλουσκόνι λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση για την οποία μιλούσα πριν. Αλλά εκεί που εκδηλώνεται με μεγαλύτερη καθαρότητα και σαφήνεια, είναι σίγουρα στη διεθνή σκηνή. Πράγματι δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως το προτσές απο-αποικιοποίησης –που πήρε νέα ορμή κάτω από την επίδραση της οκτωβριανής επανάστασης– αμφισβητείται ξανά. Ο Λένιν ορίζει τον ιμπεριαλισμό σαν «την απαίτηση μιας χούφτας χωρών που θεωρούν τον εαυτό τους θεματοφύλακα του πολιτισμού, να απαγορεύουν στους λαούς, που συνηθίζεται να χαρακτηρίζονται σαν καθυστερημένοι, το δικαίωμα να συγκροτηθούν σε εθνικά κράτη».
Ας θυμηθούμε με τι τρόπο, με ποια συνθήματα ο Μπους κέρδισε τις εκλογές στην πρώτη προεδρική καμπάνια, ας θυμηθούμε τα λόγια του «οι ΗΠΑ είναι προορισμένες από τον Θεό να πάρουν στα χέρια τους τις τύχες του κόσμου», κάτι που ανταποκρίνεται πλήρως στον ορισμό του Λένιν. Όμως δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτό: σήμερα οι ΗΠΑ θέλουν να παρεμβαίνουν σε κάθε γωνιά της γης, διαλαλώντας περίτρανα πως η εθνική κυριαρχία –των άλλων– δεν έχει πια κανένα νόημα, μια που η δύναμη των ΗΠΑ έχει ενισχυθεί παραπέρα. Αυτό είναι ένα ξεκάθαρο προτσές επανα-αποικιοποίησης.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της αποικιοκρατίας είναι η άρνηση σε ορισμένους λαούς του δικαιώματος να οργανωθούν σε ανεξάρτητα εθνικά κράτη. Σήμερα οι ΗΠΑ θέλουν να μπορούν να επεμβαίνουν παντού, κι αυτή η διαδικασία επανα-αποικιοποίησης και επανα-στρατιωτικοποίησης αποκτά πια τρομακτικές διαστάσεις.
Και να το πρώτο συμπέρασμα στο οποίο θα ήθελα να καταλήξω: πρέπει οι κομμουνιστές να ξαναβρούν τη χαμένη τους εμπιστοσύνη στην κομμουνιστική τους ταυτότητα και να υπερασπιστούν ξανά το κομμουνιστικό τους παρελθόν.
Με την ευκαιρία θα ήθελα να μου επιτρέψετε να σταθώ λίγο στο θέμα των ρατσιστικών διακρίσεων που είναι σύμφυτες με την ιστορία του καπιταλισμού για μια μεγάλη χρονική περίοδο. Θα ήθελα να σας διηγηθώ την ιστορία ενός νεαρού από την Ινδοκίνα που φτάνει το 1924 στις ΗΠΑ έχοντας καλή γνώμη για τη χώρα αυτή που τότε δεν φαινόταν σαν μια αποικιοκρατική δύναμη.
Προέρχεται από μια γαλλική αποικία και βρίσκεται στις ΗΠΑ για λόγους επαγγελματικούς. Κατά τύχη παρευρίσκεται σε ένα φοβερό περιστατικό που τον συγκλονίζει: γίνεται μάρτυρας σε ένα λιντσάρισμα μαύρων, που έχει προαναγγελθεί δημόσια από τον Τύπο. Πολλοί άνθρωποι παρευρίσκονται σε αυτό (συχνά κηρύσσεται σχολική αργία ώστε να μπορούν να το παρακολουθήσουν ακόμη και τα παιδιά). Ο νεαρός λέει πως «τον μαύρο τον έκαψαν, τον έκαναν κάρβουνο στην πυρά».
Όμως αυτός είναι καταδικασμένος δις σε θάνατο, κι έτσι ό,τι μένει από το σώμα του μετά τη φωτιά, το περιμένει η κρεμάλα. Όταν χορταίνουν όλοι από το φρικιαστικό θέαμα, το πτώμα ρίχνεται καταγής. Και μετά ακολουθεί η μοιρασιά των… σουβενίρ. Ο νεαρός αηδιάζει: ένα νομότυπο λιντσάρισμα, που προβάλλεται και από τον Τύπο. Καταφέρνει να εκφράσει τον αποτροπιασμό του μόνο σε μια εφημερίδα, με τον τίτλο «Διεθνείς ανταποκρίσεις», που ήταν η γαλλική έκδοση του επίσημου εντύπου της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Στη συνέχεια ο νεαρός επιστρέφει στην Ινδοκίνα και παίρνει ένα όνομα πολύ αγαπητό στους ηλικιωμένους σαν κι εμένα: Χο Τσι Μινχ. Είναι αυτός που θα μπει επικεφαλής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του βιετναμέζικου λαού. Σίγουρα δεν λησμόνησε ποτέ αυτά που είδε στις ΗΠΑ , και θυμόταν πάντα ότι αυτή η ίδια χώρα –που μεταχειριζόταν τους μαύρους με τον τρόπο που περιγράψαμε– στη συνέχεια επιφύλαξε την ίδια άγρια καταπίεση και για τον βιετναμέζικο λαό.
Σήμερα τυχαία διάβασα στον τοπικό Τύπο ότι ο πρώην πρωθυπουργός μας είπε στο ακροατήριό του:«θυμόσαστε τα εγκλήματα του Χο Τσι μινχ;» Μόνο απέχθεια μπορούμε να νιώσουμε για αυτή την επαίσχυντη συμπεριφορά: αρκεί να σκεφτούμε πως σήμερα ακόμη στο Βιετνάμ υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι και παιδιά που έχουν στο δέρμα τους τα σημάδια του πορτοκαλί παράγοντα, εκείνης δηλαδή της διοξίνης που έριχναν συστηματικά τα αμερικάνικα αεροπλάνα.
Σε ένα βιβλίο που δημοσίευσε ο εκδοτικός οίκος Γκαρτζάντι, έγραψε ο Τσάλμερ Τζόνσον (που δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προοδευτικός), πως μόνο στην Καμπότζη οι αμερικάνικοι βομβαρδισμοί προκάλεσαν τουλάχιστον 750.000 νεκρούς. Είναι φυσικό να απορούμε που η χώρα αυτή συνεχίζει να θεωρείται ατμομηχανή του παγκόσμιου πολιτισμού, φάρος της δημοκρατίας και να μένουμε άφωνοι ακούγοντας την κεντροαριστερή μας κυβέρνηση να δηλώνει «είναι ποτέ δυνατόν να αντιταχθούμε στη μεγάλη αμερικανική δημοκρατία; Είναι ποτέ δυνατόν να έχουμε αντιαμερικάνικη συμπεριφορά και στάση;»
Αυτή η ιστορία περί αντιαμερικανισμού που παίρνει τις διαστάσεις επιδημίας, με κάνει να θυμηθώ κάτι που συνέβη στα μέσα του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ. Υπάρχει ακόμη ο θεσμός της σκλαβιάς, αλλά οι σκλάβοι αρχίζουν να διαμαρτύρονται, ονειρεύονται την απελευθέρωση και πολλοί δραπετεύουν. Τότε πολλοί επιστήμονες προβληματίζονται για τούτο το «παράξενο» φαινόμενο, αφού κατά τη γνώμη τους όλοι μεταχειρίζονται τους σκλάβους τόσο καλά. Ένας ψυχίατρος, γνώστης των αρχαίων ελληνικών, στα οποία ο σκλάβος που το σκάει ονομάζεται «δραπέτης» γράφει σε ένα περιοδικό την άποψή του ότι οι σκλάβοι δραπετεύουν λόγω μιας περίεργης ασθένειας που λέγεται «δραπετομανία».
‘Eτσι και σήμερα, η αυξανόμενη αντίδραση απέναντι στα εγκλήματα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού θα μπορούσε να αποδοθεί στην ασθένεια του αντιαμερικανισμού…
Έλεγα πριν πως πρέπει να βρούμε τη χαμένη μας αξιοπρέπεια και εμπιστοσύνη στη ιστορία μας και από αυτή την άποψη είμαι αναγκασμένος να εκφράσω την απόλυτη αντίθεσή μου στην απάλειψη του όρου κομμουνισμός που ξεκίνησε με τη Μπολονίνα. Τώρα έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια νέα Μπολονίνα που πασχίζει να σβήσει τη λέξη κομμουνισμός, με την εκδοχή του κόμματος της «ευρωπαϊκής αριστεράς» . Θυμόσαστε τα επιχειρήματά της; «Γιατί θα πρέπει να εξακολουθούμε να θεωρούμαστε κομουνιστές; Ύστερα από όλα όσα έγιναν , από όλα όσα εφαρμόστηκαν;»
Εξήγησα ήδη πως σήμερα οι κομουνιστές οφείλουν να είναι περήφανοι για την ιστορία τους, και γιατί συνέβαλαν αποφασιστικά στην εδραίωση της δημοκρατίας, αλλά να σας ρωτήσω κάτι: ποιοι άλλοι πολιτικοί όροι είναι λιγότερο «κακόφημοι» από τη λέξη κομμουνισμός; Ο φιλελευθερισμός; Όταν εμείς αναφερόμαστε σε αυτόν γνωρίζουμε πως η χώρα με τη μεγαλύτερη φιλελεύθερη παράδοση είναι οι ΗΠΑ. Όμως αν εξετάσουμε τα πρώτα 36 χρόνια της ιστορίας των ΗΠΑ, θα δούμε πως επί 32 χρόνια είχαν προέδρους που είχαν στην ιδιοκτησία τους σκλάβους, και μη μου πείτε ότι τότε όλοι ήταν δουλοκτήτες. Ένα παράδειγμα που θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε τι συμβαίνει σήμερα στη Λατινική Αμερική, είναι κάποιος Σιμόν Μπολιβάρ (στον οποίο αναφέρεται συχνά, και σωστά, ο Τσάβες) που όταν ξέσπασε ο απελευθερωτικός πόλεμος ενάντια στους Ισπανούς αποίκους, από τα πρώτα μέτρα που πήρε ήταν και η απελευθέρωση των σκλάβων.
Πριν ακόμη πάρει αυτό το μέτρο ο Μπολιβάρ επισκέφτηκε την πρώτη χώρα χωρίς σκλάβους: το Σάντο Ντομίνγκο (τη μετέπειτα Αϊτή), όπου είχε ξεσπάσει μεγάλη επανάσταση σαν συνέπεια της οποίας καταργήθηκε η δουλεία για πρώτη φορά. Ξέρετε πώς είχαν αντιδράσει οι ΗΠΑ; Με ένα μέτρο που σήμερα πια δεν μας εκπλήσσει. Αποφάσισαν να επιβάλουν εμπάργκο στην Αϊτή, με τη δήλωση του Τζέφερσον που υποστήριζε πως «πρέπει να καταδικάσουμε την Αϊτή σε θάνατο από πείνα». Και σήμερα θα λέγαμε πως η λέξη φιλελευθερισμός είναι αμόλυντη, ενώ η λέξη κομμουνισμός φέρνει στο νου ένα σωρό εγκλήματα! Ας εξετάσουμε τη λέξη δημοκρατία. Εμείς λέμε πως είμαστε δημοκρατικοί. Ξέρετε όμως πώς ονομαζόταν στις ΗΠΑ το κόμμα που αγωνίστηκε με νύχια και με δόντια για να μην καταργηθεί η δουλεία; Δημοκρατικό Κόμμα. Ξέρετε πώς λεγόταν το κόμμα που οργάνωνε δολοφονίες και διώξεις των μαύρων; Δημοκρατικό Κόμμα.
Έτσι, αν πράγματι θέλουμε να μιλήσουμε για μολυσμένους πολιτικούς όρους, δεν θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από τη λέξη κομμουνισμός. Όσοι σκίζουν τα ρούχα τους για να πάψουν να χαρακτηρίζονται κομμουνιστές, στην καλύτερη περίπτωση αγνοούν την ιστορία, ή αποφάσισαν να αλλάξουν στρατόπεδο. Τελευταία παρατήρηση. Ιστορικοί των ΗΠΑ έχουν αναφερθεί στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η αμερικάνικη δημοκρατία (και σίγουρα δεν ήταν κομμουνιστές), χρησιμοποιώντας τον όρο «δημοκρατία για το λαό των κυρίων», μια δημοκρατία που επέτρεπε τη σκλαβιά των μαύρων και την γενοκτονία των ερυθροδέρμων. Ο όρος αυτός που χρησιμοποίησαν οι αμερικάνοι ιστορικοί ήταν ο αγαπημένος του Χίτλερ με τον οποίο ακριβώς ήθελε να τονίσει τη δημοκρατία των ολίγων. Έτσι το ερώτημα είναι: αυτή η δημοκρατία, για την οποία τόσο υπερηφανεύονται οι ΗΠΑ και οι πολιτικοί μας, έπαψε να αφορά μόνο τα αφεντικά; Ήδη αναφερθήκαμε σε όσα συμβαίνουν στο διεθνή χώρο.
Περίεργη δημοκρατία αλήθεια, σύμφωνα με την οποία λένε στον παλαιστινιακό λαό «είσαι ελεύθερος να ψηφίσεις όποιον θέλεις, αλλά αν ψηφίσεις λάθος θα σε καταδικάσουμε σε θάνατο από πείνα». Κι αυτό δεν γίνεται μόνο στην Παλαιστίνη. Ίσως δεν προσέξατε πως στις εκλογές της Νικαράγουας –στις οποίες ωστόσο επικράτησε ο Ορτέγκα– οι ΗΠΑ είχαν δηλώσει από πριν ότι αν ο λαός δεν ψήφιζε σωστά, ήταν έτοιμες να εφαρμόσουν πάλι το εμπάργκο (αφού είχαν ήδη δοκιμάσει να ρίξουν τον Ορτέγκα την πρώτη φορά). Την ίδια πολιτική ακολουθούν και προς την Κούβα. Φαίνεται να έχει αλλάξει κάτι στην δημοκρατία των ολίγων των ΗΠΑ; Είναι ξεκάθαρο πως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ας αφήσουμε το ότι πρόκειται για μια φαινομενική δημοκρατία, αφού έχουν καταπατηθεί εκεί όλα τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, που βέβαια δεν υπήρχαν και ποτέ με την πλήρη έννοια του όρου.
Οι διακρίσεις με βάση την οικονομική κατάσταση επιστρέφουν στην πολιτική ζωή, όμως αν σκεφτούμε τι γίνεται στο Γκουαντανάμο και στο Αμπού Γκράιμπ, στις φυλακές που η ΣΙΑ στήνει όπου της καπνίσει, γίνεται σαφές ότι η «δημοκρατία» μάλλον θυμίζει τα όργια του φασισμού ενάντια στις αποικιοκρατούμενες χώρες.
Αναλύοντας σήμερα τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, τι λέμε; Μα το Ισραήλ είναι η μόνη δημοκρατική χώρα στην περιοχή! Οι Παλαιστίνιοι δεν είναι τίποτα, μην τους υπολογίζουμε… Βλέπουμε καθαρά πως επιφυλάσσεται σε αυτούς η μοίρα των Ινδιάνων.
Εν πάση περιπτώσει, αν θέλουμε να αντιταχτούμε στην ψευδεπίγραφη δημοκρατία των ολίγων, δεν έχουμε άλλο τρόπο ή άλλη λέξη από τον «κομμουνισμό», και, με όλες τις ιστορικές παλινδρομήσεις που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη, με όλη την αυστηρή αυτοκριτική που απαιτείται, δεν μπορούμε να απαρνηθούμε αυτή την κληρονομιά, αν είμαστε διατεθειμένοι να αντιμετωπίσουμε με την απαιτούμενη σοβαρότητα τα σημερινά μας καθήκοντα.