Οι πρόσφατες αιματηρές συγκρούσεις στην Ταϊλάνδη φέρνουν πάλι στην επικαιρότητα μια χώρα που κατά τα άλλα παραμένει διεθνώς γνωστή μόνο για τις “τουριστικές υπηρεσίες” που προσφέρει. Λίγοι θυμούνται ότι το 1973, στον ξεσηκωμό του Νοέμβρη, η Αθήνα αντηχούσε το σύνθημα “Απόψε θα γίνει Ταϊλάνδη” – το οποίο αναφερόταν στη νεολαιίστικη αντιδικτατορική εξέγερση που είχε ξεσπάσει εκεί σχεδόν ταυτόχρονα με το Πολυτεχνείο. Τότε ο στρατός άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών στην Μπανγκόκ και δολοφόνησε 75 (σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή). Όμως η αντίσταση δεν λύγισε, και η χούντα έπεσε. Ακολούθησε κύμα αντιαμερικανισμού και ενίσχυσης της Αριστεράς, που όμως ανακόπηκε από τις παραστρατιωτικές συμμορίες. Το καθεστώς κυριολεκτικά εξόντωσε τους κομμουνιστές, περιλαμβανομένων όσων ακολούθησαν το δρόμο του ένοπλου αγώνα. Η διαδοχή νέων δικτατορικών κυβερνήσεων με “δημοκρατικά” διαλείμματα δεν στάθηκε ικανή να επιβάλει για πολύ τον τρόμο: το 1992 πλήθη λαού κατέβηκαν πάλι στους δρόμους της Μπανγκόκ και άλλων πόλεων. Εκατοντάδες άοπλοι διαδηλωτές δολοφονήθηκαν στο λουτρό αίματος που προκάλεσε ο στρατός. Τελικά όμως ο δικτάτορας Σουτσίντα υποχρεώθηκε να παραιτηθεί “ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα” – δηλαδή μια νέα στροφή του λαού προς τα αριστερά…
Η μαχητικότητα και σφοδρότητα των σημερινών συγκρούσεων “εξηγείται”, λοιπόν, ιστορικά. Παρ’ όλα αυτά η πολυπλοκότητα και οι συνεχείς εναλλαγές της πολιτικής σκηνής μπορεί να προκαλέσουν σύγχυση στο εξωτερικό. Έτσι έγινε πέρυσι, και πολλοί έσπευσαν να χαρούν μόνο και μόνο επειδή… έβλεπαν επεισόδια. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά: Το 2001 εκλέχθηκε πρωθυπουργός ο Τακσίν, συντρίβοντας τον απερχόμενο πρωθυπουργό Τσουάν, που ήταν μισητός λόγω της διαφθοράς αλλά και της επώδυνης για το λαό συμφωνίας του με το ΔΝΤ μετά την κρίση του 1997. Ο Τακσίν, μεγιστάνας των τηλεπικοινωνιών, στηρίχτηκε δημαγωγικά στα λαϊκά στρώματα για να περιθωριοποιήσει την παλιά πολιτική τάξη, εκμεταλλευόμενος την προκλητική περιφρόνησή της προς τους φτωχούς. Το 2005 ο Τακσίν ξανακέρδισε με ακόμη μεγαλύτερη πλειοψηφία τις εκλογές, παρά τις κατηγορίες για διαφθορά. Αλλά το 2006 ανατράπηκε από στρατιωτικό πραξικόπημα και κατέφυγε στο εξωτερικό.
Παρ’ όλα αυτά, στις “μεταβατικές” εκλογές του 2007 το Κόμμα Λαϊκής Εξουσίας (PPP) του αυτοεξόριστου Τακσίν κέρδισε πάλι, προκαλώντας αναταραχή στο στρατόπεδο των παραδοσιακών δυνάμεων που εκφράζουν το παλάτι και την άρχουσα τάξη. Η αντιπολίτευση, συσπειρωμένη στη Λαϊκή Συμμαχία για τη Δημοκρατία (PAD), γρήγορα συνήλθε από την ήττα της. Από το καλοκαίρι του 2008 το PAD, με την ανοχή και την ενθάρρυνση του στρατού, ξεκίνησε νέα προσπάθεια για ανατροπή της κυβέρνησης. Οι ντυμένοι στα κίτρινα (το χρώμα της μοναρχίας) οπαδοί της αντιπολίτευσης κατέλαβαν ανενόχλητοι κυβερνητικά κτίρια και διεθνή αεροδρόμια, παραλύοντας επί μήνες τη χώρα και την τουριστική βιομηχανία. Κάτω από τα γενικόλογα συνθήματά τους κρυβόταν το βασικό αίτημα της αντιπολίτευσης και της ελίτ: Αντί της ανάδειξης της Βουλής από γενική ψηφοφορία, πρότειναν ένα περίπλοκο σύστημα με βάση το οποίο η πλειοψηφία των βουλευτών θα “εκλέγονταν” κυρίως από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα της πόλης, ή θα διορίζονταν από το παλάτι. Εν ολίγοις, επεδίωκαν την κατάργηση του δικαιώματος των φτωχών να ψηφίζουν, υπό το πρόσχημα ότι μπορεί να εξαγοραστούν!
Το Σεπτέμβριο, ενώ κορυφωνόταν η αντιπαράθεση, το Συνταγματικό Δικαστήριο τάχθηκε ανοιχτά στο πλευρό της αντιπολίτευσης: αποφάσισε ότι ο πρωθυπουργός Σαμάκ, πιστός οπαδός του Τακσίν, πρέπει να κηρυχτεί έκπτωτος διότι… συμμετείχε σε εκπομπή μαγειρικής – αυτή η εκπομπή, σύμφωνα με τους δικαστές, “δημιούργησε σύγκρουση συμφερόντων με τη θέση του ως πρωθυπουργού”! Ταυτόχρονα ο στρατός, υπό την απειλή νέου πραξικοπήματος, επέβαλε ως νέο πρωθυπουργό τον εκλεκτό του παλατιού Αμπχισίτ. Το δικαστικό-στρατιωτικό πραξικόπημα ολοκληρώθηκε θέτοντας τελικά εκτός νόμου το ΡΡΡ. Έτσι, η άρχουσα τάξη και το παλάτι, με την ενεργή υποστήριξη του στρατού και της “δικαιοσύνης”, ξεφορτώθηκαν μια και καλή την ενοχλητική παράταξη του Τακσίν και των ντυμένων στα κόκκινα οπαδών του – ή τουλάχιστον έτσι νόμισαν.
Την προηγούμενη εβδομάδα οι οπαδοί του εκτός νόμου κόμματος ΡΡΡ κατέκλυσαν την πρωτεύουσα Μπανγκόκ, καταφτάνοντας κατά εκατοντάδες χιλιάδες από την ύπαιθρο και τις φτωχογειτονιές. Είχε προηγηθεί η εντυπωσιακή εισβολή των οργισμένων “κόκκινων” στο μέγαρο όπου θα διεξαγόταν η σύνοδος κορυφής των ηγετών της Ασίας, την οποία είχε συγκαλέσει ο δοτός Αμπχισίτ επιδιώκοντας μια επίφαση διεθνούς αναγνώρισης. Εξαιτίας όμως της εισβολής των διαδηλωτών η σύνοδος ακυρώθηκε με τον πιο ταπεινωτικό για την κυβέρνηση τρόπο: οι διεθνείς ηγέτες φυγαδεύτηκαν από την ταράτσα του μεγάρου με ελικόπτερα! Όταν οι διαδηλώσεις επεκτάθηκαν στην Μπανγκόκ, η εγκάθετη κυβέρνηση προχώρησε σε απροκάλυπτη καταστολή: ο στρατός βγήκε στους δρόμους, αυτή τη φορά με μεγάλη προθυμία – σε αντίθεση με το 2008, όταν οι “κίτρινοι” αλώνιζαν επί μήνες ανενόχλητοι. Το όργιο βίας, με άγνωστο τον ακριβή αριθμό των νεκρών και τραυματιών, και με εκατοντάδες συλληφθέντες, τρομοκράτησε την ηγεσία του εκτός νόμου ΡΡΡ – που κάλεσε τους διαδηλωτές να επιστρέψουν στα σπίτια τους “ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω αιματοχυσία”.
Για την ώρα, μια εύθραυστη ηρεμία επικρατεί και πάλι στην Ταϊλάνδη. Οι τουρίστες απολαμβάνουν ξανά ανενόχλητοι τις κάθε είδους χάρες της, ενώ ο στρατός εγγυάται ότι οι παρείσακτοι στο πολιτικό σύστημα δεν θα απειλήσουν άλλο την “παράδοση”. Άγνωστο πόσο θα αντέξει αυτή η επιβολή της τάξης – ιδίως αφού, για πρώτη φορά, πολλοί Ταϊλανδοί τολμούν να κριτικάρουν όχι μόνο τη μεροληπτική “δικαιοσύνη” και το στρατό, αλλά και, για πρώτη φορά, το ίδιο το παλάτι. Το βασικό αίτημα των “κίτρινων” (που, περιέργως, δεν μνημονεύεται καθόλου στο διεθνή Τύπο), δηλαδή η απαίτηση για κατάργηση της καθολικής ψηφοφορίας, έχει ανοίξει ένα μεγάλο χάσμα στην κοινωνία της ασιατικής χώρας. Χάσμα που κάθε άλλο παρά θα κλείσει με την όλο και πιο ωμή επέμβαση της μοναρχίας, του στρατού και των δικαστηρίων στις πολιτικές εξελίξεις.
Ερρίκος Φινάλης