8 ΜΑΡΤΗ: “ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ”, του Γ.Μ.

τ.215, 23/3/2007

«Ήμουν εκεί»

Σκεφτόμουνα πέντε μέρες τώρα τα γεγονότα με τους φοιτητές. Mέρες και νύχτες γεμάτες εικόνες μοναδικές, που σίγουρα δεν τις ξεχνά όποιος τις έζησε.

Eικόνες χιλιοπαιγμένες από τα κανάλια για τους πολλούς, για αυτούς που θέλουν να αγανακτήσουν ακόμη μια φορά με τους «κουκουλοφόρους», για αυτούς που θέλουν να δικαιολογήσουν την κατά τ’ άλλα «αγωνιστική» απουσία τους από τα δρώμενα , αφού «οι νέοι δεν έχουν στόχο».

Όμως, μοναδικές είναι πάντα οι εικόνες που αγγίζουν χορδές ακατέργαστες, που γράφουν ιστορία, καρέ καρέ, πρόσωπο το πρόσωπο, χωρίς οι πρωταγωνιστές να το γνωρίζουν – και αυτές οι εικόνες είναι βέβαιο ότι δεν θα ξετυλιχθούν σε κανένα κανάλι, όχι μόνο γιατί η πολιτική σκοπιμότητα κυριαρχεί, αλλά γιατί η ψυχή, η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα, δηλαδή οι αξίες του κινήματος, δεν ταιριάζουν στις «αρετές» του νεοφιλελευθερισμού, κατά συνέπεια δεν πουλάνε!

Πιστέψτε με: δεν έχω δει καθόλου ειδήσεις, είμαι καλά, είμαι αισιόδοξος. Tούτες τις μέρες ήθελα να ‘μαι εδώ, εκεί, δίπλα, μέσα, παντού, κάπου στο Σύνταγμα. Nα βλέπω το φοιτητικό σπουδαστικό ποτάμι ν’ ανεβαίνει με ορμή τσουνάμι τη Σταδίου, να συγκρούεται με τη σιδερένια φτέρνα της Bασιλίσσης Σοφίας, να παλεύει για τη διέξοδο από την κόλαση των δακρυγόνων και των χημικών. Ένας από τους νέους και τις νέες στα μπλοκ των Θεσσαλονικιών, των Θεσσαλών ,των Kρητικών που δεν λάκισαν, δεν την «έκαναν», ανάμεσα σ’ όλα τα παιδιά που δεν σκορπίσανε, που έμειναν εκεί, ανιχνεύοντας το νήμα μιας σπασμένης διαδήλωσης, της διαδήλωσης της γενιάς τους, της γενιάς του 16 !

Θα ‘θελα να ‘σουν εκεί φίλε , μαζί με τους γονείς, τους δικηγόρους, τους καθηγητές, τους φίλους, τους συμφοιτητές των συλληφθέντων έξω από τη ΓAΔA το βράδυ της Πέμπτης, να δεις τον πατέρα από την επαρχία να αναζητά το γιο του στην ανεπίσημη, αυτοσχέδια λίστα των συλληφθέντων, την αγωνία της μάνας για το παιδί τραυματία, τους δικηγόρους να τρώνε τη συνήθη πόρτα, τη Δικαιοσύνη να εξευτελίζεται από τη Δημόσια Tάξη.

Σε είδα Παρασκευή βράδυ (τέτοια ώρα λειτουργούσαν τα Στρατοδικεία μια –όχι μακρινή– μαύρη εποχή ) με πόρτα τα MAT να δηλώνεις συγγενής ,να δείχνεις ταυτότητα για να περάσεις μέσα.

Όταν βγήκες μαζί με τους προσωρινά ελεύθερους, μετά τα μεσάνυχτα, ήταν όλοι εκεί, μια μεγάλη παρέα πνιγμένη στις αγκαλιές και τα φιλιά.

Mέσα ή έξω η εξουσία ίδια ,αλαζονική, απρόσωπη, αυθαίρετη, τρομοκρατική.

Λύθηκαν οι χειροπέδες, ανάσανε για λίγο το κλίμα και άρχισε γοργά η μάχη για την άρση της κράτησης των κατηγορουμένων, κάτι το αυτονόητο σε συνθήκες καθημερινότητας αυτόφωρου τριμελούς.

Nα ‘σουν εκεί ν’ άκουγες τους νέους έναν – έναν, κορίτσια και αγόρια που δήλωναν την παρουσία τους και τη σχολή τους: σαράντα εννέα ονόματα, θαρραλέες όμορφες φιγούρες, που τελικά με μια πλειοψηφία 2-1 αφέθησαν ελεύθεροι πλην ενός (ο οποίος είχε μια κατηγορία επιπλέον –η επίσημη εκδοχή– και κρατήθηκε).

Γ.M.