90 χρόνια κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα

τ.256, 28/11/2008

"Αν αναλυθούν και μελετηθούν βαθύτερα τα καθέκαστα της ιστορίας του ΚΚΕ… η μελέτη αυτή δεν μπορεί παρά να γεννήσει αισιοδοξία. Αισιοδοξία με την έννοια πως προσφέρουν αυτά τα "καθέκαστα" συμπεράσματα και διδάγματα μεγαλύτερης εμβέλειας από το "μερικό", το "εθνικό", το "ειδικό" της περίπτωσης, για το σήμερα και το αύριο. Αλλά, για να γίνει αυτό, πρέπει να παραμεριστεί κάθε μερική, "μεροληπτική" αφετηρία που παραγνωρίζει, αγνοεί την "πανοραμική" ενατένιση της συγκεκριμένης ιστορικής πορείας. Να φτάσει η "ματιά" μέχρι το απώτατο άκρο του ερευνώμενου πεδίου… Ούτε να αγνοήσει αλλά ούτε να περιχαρακωθεί στα όρια "τεκμηρίων", "εγγράφων", "αρχείων" κι ούτε να αγνοήσει αλλά να μη "χαθεί" σε μνήμες που αλλοιώθηκαν ή αλλοιώνονται από εφήμερες, με την ευρύτερη έννοια, σκοπιμότητες".

Γιάννης Χοντζέας

Τιμώντας τα 90 χρόνια από τη γέννηση του κομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας, θα αφιερώσουμε μια σειρά άρθρων προσπαθώντας να παρουσιάσουμε τις βασικότερες πλευρές της πολυτάραχης ιστορίας του.

Σύμφωνα με τον Γκράμσι, η σημασία και το βάρος ενός κόμματος ζυγιάζονται από το πόσο έχει βαρύνει η δραστηριότητά του στον καθορισμό της ιστορίας μιας χώρας.

Και η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας έχει καθοριστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη δραστηριότητα του κομμουνιστικού κινήματος. (Όπως καθορίζεται και από την έλλειψη κομμουνιστικού κινήματος τις τελευταίες δεκαετίες). Γι’ αυτό, ακόμα και η "επίσημη" ιστορία της χώρας δεν μπορεί να αγνοήσει αυτή τη δραστηριότητα, έστω και κατασυκοφαντώντας τη. Γι’ αυτό και οι αυτοαποκαλούμενοι "συνεχιστές" της, την ιδιοποιούνται και την καπηλεύονται. Γι’ αυτό και οι μνήμες έχουν αλλοιωθεί από διάφορες σκοπιμότητες, γι’ αυτό και υπάρχουν ακόμα αρχεία και τεκμήρια κλειστά.

Μια "πανοραμική" μελέτη, λοιπόν, της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος απαιτεί δουλειά σε τέτοιο βάθος που ξεφεύγει από τα όρια αυτού του αφιερώματος. Θα προσπαθήσουμε, ωστόσο, περιδιαβαίνοντας την ιστορία του, να σταθούμε σε εκείνα τα σημεία που η μελέτη και αξιολόγησή τους σήμερα μπορεί να προσφέρουν συμπεράσματα και διδάγματα για το αύριο.


4. Η Δεκαετία 1950-60

Το κομμουνιστικό κίνημα σε κρίσιμη καμπή

Η δεκαετία του ’50 ανοίγει με το κομμουνιστικό κίνημα να έχει απλωθεί και να κυριαρχεί στο ένα τρίτο της γης. Η νίκη της Κινέζικης Επανάστασης και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης διευρύνουν τις προοπτικές, ανοίγουν νέες δυνατότητες, δίνουν ώθηση στο εργατικό και λαϊκό κίνημα παγκόσμια. (Προοπτικές και δυνατότητες που όμως δεν αξιοποιήθηκαν ώστε να οδηγήσουν σε ένα ποιοτικό άλμα το κομμουνιστικό κίνημα – αλλά αυτό είναι ζήτημα έξω από τα όρια αυτού του σημειώματος).

Ο κομμουνισμός δεν είναι πια το φάντασμα που πλανιέται, ούτε έχει τους περιορισμούς της μίας μόνο χώρας, αλλά είναι μια πραγματικότητα εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτή η πραγματικότητα τρομάζει τις ιθύνουσες τάξεις των καπιταλιστικών χωρών και οδηγεί σε αντικομμουνιστική υστερία. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός που εκτοπίζει σταδιακά απ’ τις θέσεις τους τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις γίνεται ολοένα και πιο επιθετικός, ενώ στις διεθνείς σχέσεις κυριαρχεί ο λεγόμενος ψυχρός πόλεμος.

Η χώρα μας βρίσκεται κάτω από την απόλυτη κυριαρχία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις, καθορίζει και ελέγχει και το παραμικρό ζήτημα της πολιτικής και οικονομικής ζωής του τόπου. Θεμελιώνεται το μετεμφυλιακό κράτος της άγριας τρομοκρατίας και της βάναυσης καταπάτησης των πιο στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων. Χιλιάδες αγωνιστές βρίσκονται έγκλειστοι στις φυλακές και στους τόπους εξορίας, ενώ τα στρατοδικεία εξακολουθούν να δουλεύουν με εντατικούς ρυθμούς. Μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες, το κομμουνιστικό κίνημα προσπαθεί να ανασυντάξει τις δυνάμεις του, να βρει τρόπους νόμιμης έκφρασης και να αναπτύξει μαζικούς πολιτικούς αγώνες.

Η ανασύνταξη των δυνάμεων

Μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ, η γραμμή και τα καθήκοντα που καθορίζονται για το κόμμα είναι η οργάνωση και καθοδήγηση οικονομικών και πολιτικών αγώνων, η πάλη για την ειρήνη, την αμνηστία, τη δημοκρατία, η ανασυγκρότηση του κόμματος, η αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων νόμιμης έκφρασης και η δημιουργία δημοκρατικού μετώπου. Ωστόσο, παρά την ήττα, η κατάσταση στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται σαν επαναστατική και ακολουθείται η πρακτική "τα όπλα παρά πόδας", δηλαδή κράτημα της μαχητικής ικανότητας και ετοιμότητας των μαχητών του ΔΣΕ που βρίσκονταν στις σοσιαλιστικές χώρες. Παράλληλα, διατηρούνται μικρές ένοπλες ομάδες για την υποβοήθηση της παράνομης δουλειάς (όσοι επέζησαν θα αποσυρθούν μετά το ’52). Αυτή η τοποθέτηση βασίζονταν όχι στην εκτίμηση της ελλαδικής πραγματικότητας που είχε διαμορφωθεί μετά την ήττα, αλλά της διεθνούς κατάστασης που χαρακτηριζόταν από την ένταση της επιθετικότητας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Από το ’54 και μετά αποσύρεται η θέση για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό και τη λαϊκή δημοκρατία σαν άμεση επιδίωξη και υιοθετείται το πρόγραμμα πατριωτικής αλλαγής.

Στα χρόνια 1950-52 η κατάσταση στην Ελλάδα –χωρίς βέβαια να είναι επαναστατική– χαρακτηρίζεται από πολιτική αστάθεια. Οι συνέπειες του εμφυλίου, η άσχημη οικονομική κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων, το Κυπριακό, εντείνουν την αντίθεση των λαϊκών μαζών στο καθεστώς της αμερικανοκρατίας και οδηγούν σε διαδοχικές κυβερνητικές κρίσεις. Αυτή η κατάσταση αποτελεί το έδαφος πάνω στο οποίο μπορούν να οργανωθούν και να αναπτυχθούν νέοι λαϊκοί αγώνες.

Παρόλα τα συντριπτικά χτυπήματα της αντίδρασης, είχαν μείνει αλώβητες μια σειρά οργανώσεις, κομματικά μέλη και επαφές, που αποτέλεσαν τη βάση για το στήσιμο της παράνομης και νόμιμης δουλειάς. Το έργο της ανασυγκρότησης του κόμματος λοιπόν, έπεφτε στις πλάτες των κομματικών μελών και στελεχών που είχαν παραμείνει ασύλληπτα και των στελεχών που στέλνονταν απ’ έξω με οδηγίες και κατευθύνσεις για το στήσιμο και την ανάπτυξη της δουλειάς. Ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο όχι μόνο από τις συνθήκες παρανομίας αυτές καθαυτές, την τρομοκρατία και το χαφιεδισμό που επικρατούσε, αλλά δυσκόλευε περισσότερο από το γεγονός ότι η καθοδήγηση του κόμματος βρισκόταν έξω από τη χώρα. Έτσι, η σύνδεση των εδώ οργανώσεων με την καθοδήγηση του κόμματος γινόταν είτε με την αποστολή στελεχών απ’ έξω, είτε με επικοινωνία μέσω ασυρμάτων και γραπτών μηνυμάτων. Και οι δύο τρόποι ήταν ευάλωτοι. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα στελέχη που στέλνονταν ήταν απροετοίμαστα για παράνομη δουλειά ή δεν είχαν εξασφαλισμένες συνδέσεις, με αποτέλεσμα να είναι θέμα χρόνου η σύλληψή τους. Οι ασύρματοι μπορούσαν να εντοπιστούν και τα γραπτά ήταν χρονοβόρα διαδικασία.

Η τρομοκρατία, ο χαφιεδισμός και τα χτυπήματα της ασφάλειας οδήγησαν στη λειτουργία ενός δεύτερου καθοδηγητικού κέντρου από στελέχη της καθοδήγησης της ΕΠΟΝ που κρατούσε ένα κομμάτι της παράνομης δουλειάς. Κάποιες "ανεξήγητες" ενέργειες της εδώ καθοδήγησης (από τον Πλουμπίδη, επικεφαλής του εδώ κλιμακίου της ΚΕ) δημιούργησαν επιφυλακτικότητα και έλλειψη εμπιστοσύνης κι έτσι το δεύτερο κέντρο δούλευε εντελώς ανεξάρτητα από το πρώτο.

Παρόλες τις δυσκολίες και τα χτυπήματα, το κομμουνιστικό κίνημα ανασυντάσσεται γρήγορα. Το γεγονός της γρήγορης ανασυγκρότησης μέσα σε συνθήκες ήττας και με τις βασικές δυνάμεις του κόμματος να βρίσκονται είτε στις χώρες της πολιτικής προσφυγιάς είτε στις φυλακές και τις εξορίες, αποτελεί μια ακόμα "ιδιαιτερότητα" του ελληνικού κινήματος που αποδείχνει την ακατάβλητη δύναμή του και το ρίζωμά του στην ελληνική κοινωνία.

Έτσι, ξεσπούν μια σειρά απεργιακοί αγώνες, οργανώνονται καμπάνιες για το σταμάτημα των εκτελέσεων, για τη Μακρόνησο, για την ειρήνη, ενώ στις εκλογές του Μάρτη του 1950 (έξι μόλις μήνες μετά την ήττα) στήνεται και υποστηρίζεται η Δημοκρατική Παράταξη, όπου συμμετέχουν προσωπικότητες του ΕΑΜ, και εκλέγεται βουλευτής ο Δ. Χριστάκος, μέλος του εδώ κλιμακίου της ΚΕ. Οι νεολαίοι της ΕΠΟΝ μπαίνουν και κάνουν δουλειά στις νεολαίες διαφόρων κομμάτων και δραστηριοποιούνται στις σχολές, ενώ βγαίνει νόμιμη καθημερινή εφημερίδα, ο "Δημοκρατικός". Τον Αύγουστο του 1951 δημιουργείται η ΕΔΑ και στις βουλευτικές εκλογές, ένα μήνα μετά, συγκεντρώνει 180.000 ψήφους και βγάζει 10 βουλευτές.

Με τη σύλληψη του Μπελογιάννη, η αντίδραση καταφέρει ένα σημαντικό οργανωτικό χτύπημα στο κόμμα. Όμως αυτό το χτύπημα τής γυρίζει πίσω. Με τη στάση και την απολογία του στο δικαστήριο, την καταδίκη και την εκτέλεσή του, ο Μπελογιάννης ανεβάζει το κύρος του κόμματος, εξυψώνει τα ιδανικά του κομμουνισμού στις λαϊκές μάζες, ξεσηκώνει την παγκόσμια κοινή γνώμη, γίνεται σύμβολο όσων αγωνίζονται για το δίκιο.

Ενώ η ανασυγκρότηση του κόμματος προχωρά χάρη στην ακούραστη δουλειά των κομματικών μελών και ανοίγονται ελπιδοφόρες προοπτικές για το κομμουνιστικό κίνημα, σε επίπεδο ηγεσίας εκδηλώνονται φαινόμενα έξω από τις αρχές ενός κομμουνιστικού κόμματος. Απόσειση και μετάθεση ευθυνών, υπονόμευση ή μη εκτέλεση αποφάσεων, υπόσκαψη του Ζαχαριάδη. Αν και η "μικρή κρίση" του ’50 (όπου θα τεθεί θέμα Ζαχαριάδη σαν κύριου υπεύθυνου για την ήττα, ενώ ο Βαφειάδης τον καταγγέλλει σαν χαφιέ), θα ξεπεραστεί με την έγκριση της εισήγησης του Ζαχαριάδη στην ΙΙΙη συνδιάσκεψη (που προηγουμένως είχε συζητηθεί με τον Στάλιν και είχε τη συμφωνία του), αφήνει αρνητική "υποθήκη" για αργότερα. Αυτά τα φαινόμενα θα ενταθούν μετά το θάνατο του Στάλιν (όπου αντίστοιχες καταστάσεις επικρατούν και στην ηγεσία του σοβιετικού κόμματος), με διάφορα στελέχη να επιδιώκουν με κάθε τρόπο να είναι "αρεστοί" στους σοβιετικούς. Και, φυσικά, αυτό το αρνητικό κλίμα στην καθοδήγηση επηρέαζε και υπονόμευε την κομματική δουλειά.

Η στροφή στο κομμουνιστικό κίνημα και το "σοκ" για τις μάζες των κομμουνιστών

Όλοι όσοι μελετούν την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος αναγνωρίζουν ότι με το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ σημειώνεται μια στροφή τόσο σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο παραγωγής και οικονομίας. Οι θεωρίες για "ειρηνικό πέρασμα" στο σοσιαλισμό, για "ειρηνική συνύπαρξη" με τον ιμπεριαλισμό, το ξεκαθάρισμα του κομματικού και κρατικού μηχανισμού από "σταλινικά" στοιχεία, η προνομιοποίηση του κέρδους, των υλικών κινήτρων, της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών στην οικονομία, σηματοδοτούν μια αντιστροφή της πορείας του κομμουνιστικού κινήματος, μια άρνηση του επαναστατικού χαρακτήρα του.

Για να γίνει όμως αποδεκτό αυτό το αναποδογύρισμα από τις μάζες των κομμουνιστών, χρειαζόταν ένα "σοκ" ικανό να μετασχηματίσει και να αλλοιώσει συνειδήσεις, να ανατρέψει την επαναστατική ιδεολογία και διαπαιδαγώγηση των κομμουνιστών. Ένα σοκ που θα προκαλούνταν διαστρεβλώνοντας και κατασυκοφαντώντας τη μέχρι τότε πορεία. Σ’ αυτό το σοκ αποσκοπούσε και η "μυστική έκθεση" του Χρουστσώφ για "τα εγκλήματα και την προσωπολατρία του Στάλιν", και κατ’ αναλογία η κριτική για "τα λάθη και την προσωπολατρία του Ζαχαριάδη" στο ελληνικό κίνημα.

Για να πάρει τη στροφή το ΚΚΕ, δέχτηκε μια ωμή επέμβαση από τους σοβιετικούς, έξω από κάθε έννοια διεθνισμού, κομμουνιστικών αρχών και ηθικής. Η επέμβαση στο ΚΚΕ έγινε απροκάλυπτα, κυνικά και βίαια, για τον πρόσθετο λόγο ότι το μεγαλύτερο μέρος του κόμματος βρισκόταν και δρούσε στη Σοβιετική Ένωση, και δεν μπορούσαν να ανεχθούν "μέσα στα πόδια τους" την ύπαρξη εστιών επαναστατικού χαρακτήρα.

Έτσι, η "διεθνής επιτροπή", που είχε συσταθεί κατόπιν "εκκλήσεων" μετά τα γεγονότα της Τασκένδης, αμέσως μετά το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ στήνει τη λεγόμενη "6η πλατιά ολομέλεια", με τη συμμετοχή όλων των διαγραμμένων στελεχών από το ‘45 και μετά, και 75 "υγιών" (δηλαδή, αντιζαχαριαδικών) αντιπροσώπων. Οι "εργασίες" της ολομέλειας κατέληξαν στην καθαίρεση του Ν. Ζαχαριάδη, ο οποίος ασκούσε "μονοπρόσωπη καθοδήγηση", καλλιεργούσε την προσωπολατρία και εφάρμοζε "αριστερίστικη και σεχταριστική" γραμμή. Η ολομέλεια ανέθεσε στο γραφείο της ΚΕ την επεξεργασία προγραμματικών θέσεων με βάση τις αποφάσεις του 20ού συνέδριου του ΚΚΣΕ για την ειρηνική συνύπαρξη και τις μορφές περάσματος στο σοσιαλισμό. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, με αντίστοιχες μεθοδεύσεις, γίνεται η 7η ολομέλεια, που καταλήγει στη διαγραφή του Ζαχαριάδη από μέλος του ΚΚΕ.

Το πόρισμα της διεθνούς επιτροπής και οι "αποφάσεις" φόρτωναν στις πλάτες του Ζαχαριάδη λάθη άλλων (ζητήματα της περιόδου ’41-45, όπου ο Ζαχαριάδης βρισκόταν στο Νταχάου), ζητήματα που είχαν συζητηθεί και συμφωνηθεί με το ΚΚΣΕ και άλλα αδελφά κόμματα (βαθμιαία ανάπτυξη του δεύτερου αντάρτικου, χαρακτηρισμός της κατάστασης στην Ελλάδα σαν επαναστατικής μετά την ήττα), ενώ χαρακτηρίζονταν σαν "αριστερίστικη, σεχταριστική και τυχοδιωκτική" η γραμμή του ΚΚΕ από το ’45 και μετά.

Αυτή η πρωτοφανής –μέχρι τότε– αντιδιεθνιστική επέμβαση των Σοβιετικών στα εσωτερικά του κόμματος, στο πρόσωπο του Ν. Ζαχαριάδη χτυπούσε επί της ουσίας όλη την προηγούμενη επαναστατική πορεία του κόμματος. Γι’ αυτό και συνάντησε την αντίθεση της συντριπτικής πλειοψηφίας των κομματικών μελών μέσα κι έξω από την Ελλάδα. Σε αντίθεση με τα άλλα μεγάλα ευρωπαϊκά κόμματα, όπου το "νέο πνεύμα" πέρασε σχετικά ανώδυνα, και ενώ το στελεχικό δυναμικό προσαρμόστηκε, η κομματική βάση που πάντα εφάρμοζε την κομματική γραμμή, ακόμα κι αν ήταν εντελώς λαθεμένη και εκφράζονταν σοβαρότατες διαφωνίες (π.χ. Βάρκιζα), αρνήθηκε να υιοθετήσει τις αποφάσεις του 20ού συνέδριου του ΚΚΣΕ και της "6ης πλατιάς ολομέλειας" (μια ακόμα "ιδιαιτερότητα" του ελληνικού κινήματος). Έχοντας βγει από μια δεκάχρονη επαναστατική πάλη, έχοντας διαπαιδαγωγηθεί στη φωτιά και στο σίδερο, δεν μπορούσε να δεχτεί εύκολα τις θεωρίες για "ειρηνικό πέρασμα" ούτε μπορούσε να δεχτεί ότι αυτή η επαναστατική πορεία χαρακτηριζόταν σαν ένα άθροισμα "λαθών" και "τυχοδιωκτισμών", αρνούμενη τα επαναστατικά χαρακτηριστικά και παραδόσεις του ΚΚΕ.

Για να καμφθεί αυτή η αντίσταση και να "φωτιστούν" οι έλληνες κομμουνιστές από το "νέο πνεύμα", άρχισαν οι απειλές, οι συκοφαντίες, οι μαζικές διαγραφές. Όποιος διαφωνούσε χαρακτηριζόταν αντισοβιετικός, ύποπτος, χαφιές, προβοκάτορας. Αποκαταστάθηκαν και αναβαθμίστηκαν, προκειμένου να βοηθήσουν το έργο της "φώτισης", κάθε λογής διαγραμμένοι, δυσαρεστημένοι, αντικομματικά στοιχεία. Οι τοπικές αρχές στις ανατολικές χώρες συνέδραμαν σ’ αυτό το έργο με αποκλεισμούς των "ζαχαριαδικών-σταλινικών" από σπουδές και εργασία, αλλά και με συλλήψεις, δίκες, εκτοπισμούς. Στις οργανώσεις του εξωτερικού διαγράφτηκαν πάνω από τα τρία τέταρτα των μελών. Στην οργάνωση της Τασκένδης, που αποτελούσε και τη μαζικότερη οργάνωση του ΚΚΕ, διαγράφτηκαν 6.400 σε ένα σύνολο 7.600 κομματικών μελών. Στο εσωτερικό, η εντονότερη και πιο παρατεταμένη αντίσταση εκδηλώθηκε στο στρατόπεδο του Άη-Στράτη, όπου παρά τις απειλές και τις πιέσεις, η συντριπτική πλειοψηφία των κομμουνιστών έδινε αποφασιστικές ιδεολογικές μάχες με το ρεβιζιονισμό μέχρι και το κλείσιμο του στρατοπέδου.

Η "θεραπεία-σοκ" συμπληρωνόταν με την ταυτόχρονη καλλιέργεια του μικροαστισμού, του ατομικού βολέματος, των "ανθρώπινων" αναγκών και αξιών. Στους έξω "να νομιμοποιηθούμε και να γυρίσουμε στην Ελλάδα", στους μέσα "να κοιτάξουμε και λίγο τη ζωή μας", στους κρατούμενους "να βγούμε από τις φυλακές και τις εξορίες". Παράλληλα μ’ αυτές τις μεθοδεύσεις, προχωρούσε και η διάλυση του κόμματος. Οι παράνομες οργανώσεις διαλύονται το ’58, αφού προηγουμένως είχαν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους, χωρίς καμία επαφή, και αφού είχε καλλιεργηθεί ένα κλίμα φιλελευθερισμού και αποδιοργάνωσης σε πολλές απ’ αυτές. Όσοι δούλευαν στις παράνομες οργανώσεις ή όσοι απολύονταν από τις φυλακές και εξορίες και δεν είχαν "εμπεδώσει" το "νέο πνεύμα" αφήνονταν χωρίς σύνδεση, χωρίς να εντάσσονται πουθενά, χωρίς να τους ανατίθεται κάποια δουλειά. Από το ’56 και μετά, το κόμμα στην Ελλάδα είναι η ΕΔΑ, ενώ στο εξωτερικό πολλές οργανώσεις έχουν διαλυθεί τελείως από τις μαζικές διαγραφές.

Έτσι, αρχίζει να ξεθεμελιώνεται ό,τι είχε χτίσει μέχρι τότε το κομμουνιστικό κίνημα, για να εξανεμιστεί σιγά-σιγά τα επόμενα χρόνια, με συνέπειες που θα φανούν σε σύντομο χρονικό διάστημα.

***

Στα χρόνια της δεκαετίας του ’50, το κομμουνιστικό κίνημα στη χώρα μας –αλλά και παγκόσμια– βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Παρά την ήττα και τα χτυπήματα που έχει δεχτεί και δέχεται, δρώντας σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες παρανομίας, κατορθώνει να ανασυνταχθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αξιοποιώντας όσες δυνατότητες νόμιμης έκφρασης υπήρχαν, βάζει και πάλι τη σφραγίδα του στα πολιτικά πράγματα της χώρας, αποδείχνοντας έτσι ότι οι δυνάμεις του είναι ανεξάντλητες και οι δεσμοί του με τις λαϊκές μάζες πολύ γεροί.

Ενώ όμως υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ένα νέο άλμα προς τα μπρος, στα μέσα αυτής της δεκαετίας το κομμουνιστικό κίνημα δέχεται άλλο ένα χτύπημα, από "τα μέσα" αυτή τη φορά. Το "νέο" αντεπαναστατικό "πνεύμα" που κυριαρχεί στο σοβιετικό κόμμα επιβάλλεται και στο ΚΚΕ με αντικομματικές, αντιδιεθνιστικές και βίαιες μεθόδους και το κομμουνιστικό κίνημα αρχίζει να χάνει τον επαναστατικό του χαρακτήρα, να σκορπίζει και να διαλύει τις δυνάμεις του. Οι έλληνες κομμουνιστές στη μεγάλη τους πλειοψηφία υπερασπίστηκαν τις επαναστατικές αρχές και την ιστορία του κόμματος, προβάλλοντας μια παρατεταμένη αντίσταση στο "νέο πνεύμα" και δυσκολεύοντας τα σχέδια για τον εκφυλισμό του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτή η σύγκρουση (ανεξάρτητα από την τελική της έκβαση) είναι μια ακόμα "ιδιαιτερότητα" του ελληνικού κινήματος που μπορεί να δώσει συμπεράσματα και διδάγματα για το σήμερα και το αύριο.


Τα σημαντικότερα γεγονότα

Οι εκλογικές αναμετρήσεις: Παρά τη νίκη της στην ένοπλη αναμέτρηση, η αντίδραση δεν έχει εδραιωθεί πολιτικά. Οι εκλογικές αναμετρήσεις αυτής της περιόδου δίνουν ένα μέτρο των διαθέσεων των λαϊκών μαζών και των δυνατοτήτων που υπήρχαν για το κομμουνιστικό κίνημα.

Στις εκλογές του ’50, η Δημοκρατική Παράταξη, χωρίς να κατεβαίνει σ’ όλες τις περιοχές, συγκεντρώνει 163.824 ψήφους (9,7%) και εκλέγει 18 βουλευτές, μεταξύ των οποίων και ο Δ. Χριστάκος, μέλος της ΚΕ του κόμματος.

Στις εκλογές του ’51, ένα μήνα μετά την ίδρυσή της, η ΕΔΑ κατεβαίνει έχοντας στα ψηφοδέλτιά της εξόριστους και φυλακισμένους αγωνιστές. Συγκεντρώνει 180.640 ψήφους (10,57%) και εκλέγει 10 βουλευτές, μεταξύ των οποίων οι Στ. Σαράφης, Μ. Γλέζος, Α. Αμπατιέλος. Λίγο μετά, η εκλογή τους ακυρώθηκε από το εκλογοδικείο. Με ευθύνη του Πλουμπίδη δεν είχε συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο ο Ν. Μπελογιάννης, παρά την απόφαση του κόμματος γι’ αυτό.

Πολύς λόγος έχει γίνει για τις εκλογές του ’52 και πολύ ανάθεμα έχει πέσει για τη μη συνεργασία της ΕΔΑ με τον Πλαστήρα. Τη συνεργασία με την ΕΔΑ την αρνήθηκε ο Πλαστήρας για να μη δυσαρεστηθούν οι αμερικάνοι. Δεχόταν μόνο συμμετοχή στα ψηφοδέλτια της ΕΠΕΚ μη "χρωματισμένων" αριστερών υποψήφιων, που θα παρουσιάζονταν σαν κεντρώοι. Αυτοί οι όροι δεν έγιναν δεκτοί και η ΕΔΑ κατέβηκε αυτόνομα στις εκλογές συγκεντρώνοντας 181.185 ψήφους (9,55%). Η αυτόνομη κάθοδος ήταν μια σωστή ενέργεια που διαφύλαξε πολιτικά το πρόσωπο της αριστεράς.

Στις εκλογές του ’56, η ΕΔΑ συνασπίζεται με το Κέντρο, δεχόμενη όμως να έχει μόνο 20 υποψήφιους, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η αυτοδυναμία σε κυβέρνηση του Κέντρου. Παρόλο που η συνεργασία αυτή ήταν αποτέλεσμα της πίεσης του λαϊκού παράγοντα, που οδήγησε τους παράγοντες του Κέντρου να επιζητήσουν αυτή την εκλογική συμμαχία, η αποδοχή των όρων τους από την πλευρά της ΕΔΑ, που αντικειμενικά την έφερναν στη θέση κόμματος β’ κατηγορίας, έβαζε το σπέρμα της λογικής που θα κυριαρχήσει στην κίνησή της την επόμενη δεκαετία, δηλαδή της λογικής των εκπτώσεων, των παραχωρήσεων, της μετατροπής της σε ουρά της Ένωσης Κέντρου.

Στις εκλογές του ’58, η ΕΔΑ αναδείχνεται δεύτερο κόμμα με 940.412 ψήφους (25%) και βγάζει 79 βουλευτές, γεγονός που δείχνει τις δυνατότητες και τις προοπτικές που υπήρχαν αν ακολουθιόταν μια άλλη πολιτική, αλλά για την τότε ηγεσία έδειχνε πως "άνοιξε ο δρόμος για το ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό"(!).

Τα γεγονότα της Τασκένδης: Στην κομματική οργάνωση της Τασκένδης είχε στηθεί μια αντικομματική ομάδα που δούλευε στη βάση της "κριτικής των λαθών της καθοδήγησης Ζαχαριάδη". Η φράξια αυτή όχι μόνο είχε τη στήριξη και κάλυψη των Σοβιετικών, αλλά οι άνθρωποί της προωθούνταν στις κομματικές σχολές, στα πανεπιστήμια και ινστιτούτα όπως και σε θέσεις της παραγωγής, όπου μπορούσαν να πλουτίζουν καταχρώμενοι τη σοβιετική περιουσία αλλά και το κομματικό ταμείο. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, το κλιμάκιο της ΚΕ που είχε πάει στην Τασκένδη, με απόφασή του στις 9 Σεπτέμβρη 1955, καθαιρεί το γραφείο της ΚΟ και ορίζει νέο προσωρινό γραφείο. Όταν ανακοινώνεται αυτή η απόφαση, οι οπαδοί της αντικομματικής ομάδας άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από τα γραφεία του κλιμακίου της ΚΕ και επιτέθηκαν με πέτρες, ξύλα και σίδερα, επιχειρώντας να τα καταλάβουν. Το νέο διαδίδεται, μαζεύεται κόσμος για να βοηθήσει όσους ήταν κλεισμένοι στα γραφεία και οι συμπλοκές γενικεύονται με πολλούς τραυματισμούς. Οι σοβιετικές αρχές, ενώ είχαν ειδοποιηθεί από την πρώτη στιγμή, πήγαν στο χώρο των γραφείων 8 ώρες μετά, όταν πλέον οι επιτιθέμενοι είχαν αποχωρήσει.

Από ’κεί και πέρα, οι Σοβιετικοί επιχείρησαν να αντιστρέψουν τα γεγονότα παρουσιάζοντάς τα σαν οργανωμένα από τον Ζαχαριάδη. Παρά τις συγκεκριμένες καταγγελίες για μαχαιρώματα, δεν πιάστηκε ούτε ένας, ενώ δικάστηκαν και καταδικάστηκαν μέχρι και 3 χρόνια φυλακή άνθρωποι αποκλειστικά από τους υπερασπιστές της ΚΕ. Τα γεγονότα αυτά ήταν η αφορμή για την άμεση ανάμιξη των σοβιετικών στα εσωτερικά του ΚΚΕ και τη δημιουργία της "διεθνούς επιτροπής" που έστησε την "6η πλατιά ολομέλεια".

Η 6η ολομέλεια: Η λεγόμενη "6η πλατιά ολομέλεια" συνήλθε στο Βουκουρέστι στις 11-12 Μάρτη 1956 και αποτελεί μια ωμή επέμβαση στις εσωτερικές διαδικασίες του ΚΚΕ, έξω από κάθε αρχή και έννοια διεθνισμού και κομματικότητας. Προετοιμάστηκε και οργανώθηκε με ένα παρασκήνιο πρωτοφανών μεθοδεύσεων, από μια διεθνή επιτροπή που αποτελούνταν από αντιπροσώπους των κομμάτων των χωρών όπου βρίσκονταν Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες (Γκ. Γκεοργκίου-Ντεζ – Ρουμανία, Α. Γιούγκωφ – Βουλγαρία, Ι. Κόβατς – Ουγγαρία, Φ. Μαζούρ – Πολωνία, Ρ. Μπάρακ – Τσεχοσλοβακία) και για να της προσδοθεί κύρος, πρόεδρός της ορίστηκε ο Ο. Κουούσινεν, παλιό μέλος της ΕΕ της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Όμως η βασική δουλειά είχε προετοιμαστεί από τους Πετρώφ και Βινογκράντωφ, υπεύθυνους για το ΚΚΕ από το τμήμα διεθνών σχέσεων του ΚΚΣΕ. Τυπικά η επιτροπή άρχισε τις εργασίες της συναντώντας τον Ζαχαριάδη στο περιθώριο των εργασιών του 20ού συνέδριου του ΚΚΣΕ, όπου εξασφαλίστηκε ότι δεν θα υπάρξει ανοιχτή αντιπαράθεση από μεριάς του, ουσιαστικά όμως οι αποφάσεις για το πώς θα "ταχτοποιηθεί" το ΚΚΕ είχαν παρθεί πολύ πριν. Στην ολομέλεια πήραν μέρος τα μέλη της ΚΕ και της ΚΕΕ, τα διαγραμμένα μέλη της ΚΕ και 75 αντιπρόσωποι από διάφορες κομματικές οργανώσεις. Όλοι όσοι θα έπαιρναν μέρος στην ολομέλεια περνούσαν από κατ’ ιδίαν συζητήσεις με την επιτροπή για να "πειστούν", ενώ οι αντιπρόσωποι ήταν άτομα που είχαν υποδειχτεί από την επιτροπή. Το έργο της επιτροπής υποβοηθούνταν από έναν κύκλο στελεχών με "αποστολή" να "ψαρεύουν", να βολιδοσκοπούν, να "πείθουν". Η εισήγηση στην ολομέλεια έγινε από τον Γκεοργκίου-Ντεζ, ενώ οι αποφάσεις της δεν διατυπώθηκαν πουθενά, πέρα από μια ανακοίνωση του γραφείου που είχε "εκλεγεί" στην ολομέλεια.

Με ανάλογες μεθοδεύσεις και με την παρουσία εκατοντάδων "κλακαδόρων" έγινε και η 7η ολομέλεια.

Επιμέλεια κειμένων: Χριστίνα Μπάρτσα