"Αν αναλυθούν και μελετηθούν βαθύτερα τα καθέκαστα της ιστορίας του ΚΚΕ… η μελέτη αυτή δεν μπορεί παρά να γεννήσει αισιοδοξία. Αισιοδοξία με την έννοια πως προσφέρουν αυτά τα "καθέκαστα" συμπεράσματα και διδάγματα μεγαλύτερης εμβέλειας από το "μερικό", το "εθνικό", το "ειδικό" της περίπτωσης, για το σήμερα και το αύριο. Αλλά, για να γίνει αυτό, πρέπει να παραμεριστεί κάθε μερική, "μεροληπτική" αφετηρία που παραγνωρίζει, αγνοεί την "πανοραμική" ενατένιση της συγκεκριμένης ιστορικής πορείας. Να φτάσει η "ματιά" μέχρι το απώτατο άκρο του ερευνώμενου πεδίου… Ούτε να αγνοήσει αλλά ούτε να περιχαρακωθεί στα όρια "τεκμηρίων", "εγγράφων", "αρχείων" κι ούτε να αγνοήσει αλλά να μη "χαθεί" σε μνήμες που αλλοιώθηκαν ή αλλοιώνονται από εφήμερες, με την ευρύτερη έννοια, σκοπιμότητες".
Γιάννης Χοντζέας
Τιμώντας τα 90 χρόνια από τη γέννηση του κομμουνιστικού κινήματος της χώρας μας, θα αφιερώσουμε μια σειρά άρθρων προσπαθώντας να παρουσιάσουμε τις βασικότερες πλευρές της πολυτάραχης ιστορίας του.
Σύμφωνα με τον Γκράμσι, η σημασία και το βάρος ενός κόμματος ζυγιάζονται από το πόσο έχει βαρύνει η δραστηριότητά του στον καθορισμό της ιστορίας μιας χώρας.
Και η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας έχει καθοριστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη δραστηριότητα του κομμουνιστικού κινήματος. (Όπως καθορίζεται και από την έλλειψη κομμουνιστικού κινήματος τις τελευταίες δεκαετίες). Γι’ αυτό, ακόμα και η "επίσημη" ιστορία της χώρας δεν μπορεί να αγνοήσει αυτή τη δραστηριότητα, έστω και κατασυκοφαντώντας τη. Γι’ αυτό και οι αυτοαποκαλούμενοι "συνεχιστές" της, την ιδιοποιούνται και την καπηλεύονται. Γι’ αυτό και οι μνήμες έχουν αλλοιωθεί από διάφορες σκοπιμότητες, γι’ αυτό και υπάρχουν ακόμα αρχεία και τεκμήρια κλειστά.
Μια "πανοραμική" μελέτη, λοιπόν, της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος απαιτεί δουλειά σε τέτοιο βάθος που ξεφεύγει από τα όρια αυτού του αφιερώματος. Θα προσπαθήσουμε, ωστόσο, περιδιαβαίνοντας την ιστορία του, να σταθούμε σε εκείνα τα σημεία που η μελέτη και αξιολόγησή τους σήμερα μπορεί να προσφέρουν συμπεράσματα και διδάγματα για το αύριο.
7. Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1980-90
Ανάμεσα στις δύο αστικές πτέρυγες
Στα χρόνια της δεκαετίας του ’80 το επαναστατικό κίνημα βρίσκεται σε ύφεση, αποτέλεσμα της μετάλλαξης του κομμουνιστικού κινήματος παγκόσμια και της απουσίας κομμουνιστικών οργανώσεων ικανών να κατευθύνουν και να προσανατολίσουν τους λαϊκούς και εργατικούς αγώνες που σημειώνονται. Η δεκαετία ανοίγει με τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-ΕΣΣΔ σε πλήρη εξέλιξη, έχοντας σαν σημείο αιχμής τα οπλικά συστήματα, γεγονός που ξεσηκώνει ένα μαχητικό αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στην εγκατάσταση πυραύλων στο έδαφος της Δυτικής Ευρώπης. Η προοδευτική ανθρωπότητα συγκλονίζεται από τη μέχρι θανάτου απεργία πείνας των φυλακισμένων αγωνιστών του ΙΡΑ, αλλά και από τη σφαγή των παλαιστινίων προσφύγων στη Σάμπρα και Σατίλα. Η Μέση Ανατολή βράζει από τις συγκρούσεις στο Λίβανο, των αγώνα των παλαιστινίων, τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, ενώ η ιρανική επανάσταση μορφοποιείται σε ένα στυγνό θεοκρατικό καθεστώς που εξοντώνει κάθε αριστερή και προοδευτική φωνή. Οι αμερικάνοι ενισχύουν κάθε αντεπαναστατική κίνηση στη Λατ. Αμερική και εισβάλλουν σε Γρενάδα και Παναμά, ενώ αντίστοιχα οι σοβιετικοί αντιμετωπίζουν "το δικό τους Βιετνάμ" στο Αφγανιστάν και επιβάλλουν τη χούντα του Γιαρουζέλσκι για την καταστολή των εξεγερμένων πολωνών εργατών.
Η Κίνα παλινορθώνει ταχύτατα τον καπιταλισμό, ενώ με τη δίκη και καταδίκη της λεγόμενης "συμμορίας των τεσσάρων" επιδιώκει να ξεμπερδέψει με την κληρονομιά της Πολιτιστικής Επανάστασης. Το τέλος του μπρεζνιεφισμού με την εφαρμογή της περεστρόικα του Γκορμπατσόφ, ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου και στην Ανατολή φυσά "δυτικός" άνεμος που θα οδηγήσει στην κατάρρευση του "υπαρκτού" και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνομπίλ, όπως και το χημικό ατύχημα στο Μποπάλ της Ινδίας δείχνουν το καταστροφικό για τη ζωή και τη φύση πρόσωπο του ενιαίου τότε συστήματος κοινωνικών σχέσεων.
Στη χώρα μας η δεκαετία του ’80 ανοίγει και χρωματίζεται από την ΠΑΣΟΚική "αλλαγή", και κλείνει με την πολιτική κρίση που θα οδηγήσει στην κυβέρνηση Τζαννετάκη και την Οικουμενική. Η επίσημη αριστερά μεταπηδά από την ολόπλευρη στήριξη του ΠΑΣΟΚ στην ολόπλευρη στήριξη και συγκυβέρνηση με τη ΝΔ, ενώ οι δύο πλευρές της ξεπερνούν τις "βαθύτατες" ιδεολογικές τους διαφορές και ενώνονται στον ενιαίο Συνασπισμό. Είναι αισθητή η απουσία κομμουνιστικού κινήματος, η έλλειψη μιας πραγματικής ριζοσπαστικής αριστεράς που να μπορεί να παρεμβαίνει και να χρωματίζει τις εξελίξεις.
Στην τροχιά της "αλλαγής"
Η ορμητική άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην πολιτική σκηνή ήταν αποτέλεσμα αφενός του προσεταιρισμού μεγάλων τμημάτων των αριστερών μαζών με βάση μια ριζοσπαστική αλλά και λαϊκίστικη συνθηματολογία, και αφετέρου της έκφρασης απ’ αυτό των συμφερόντων ανερχόμενων τμημάτων της αστικής τάξης. Η "αλλαγή" που επαγγελόταν συναντούσε την αυξανόμενη δυσαρέσκεια του κόσμου από την αντιλαϊκή και αυταρχική πολιτική της δεξιάς, και παράλληλα αποτελούσε για την αστική τάξη μια εναλλακτική λύση πιο αποτελεσματικής διαχείρισης με βάση τις αδυναμίες και τη φθορά της ΝΔ. Οι όποιες επιφυλάξεις μερίδων του μεγάλου κεφάλαιου σε μια τέτοια λύση, καλύπτονταν από τη μεταπήδηση του Καραμανλή στην προεδρία της δημοκρατίας. Έτσι το ΠΑΣΟΚ θα κερδίσει τις εκλογές του ’81 με ποσοστό 48%, εν μέσω γενικής ευφορίας. Η συσπείρωση του κόσμου γύρω από το ΠΑΣΟΚ "για να φύγει η δεξιά από την εξουσία" ήταν η φυσική κατάληξη της λογικής του "ρεαλισμού" και του "μικρότερου κακού" που καλλιεργούσε και είχε μπολιάσει τις λαϊκές μάζες η επίσημη αριστερά επί μια εικοσαετία. Τηρουμένων των αναλογιών, η επίσημη αριστερά έθρεψε και ενίσχυσε το ΠΑΣΟΚ, όπως είχε ενισχύσει την ΕΚ στα χρόνια του ’60. Το σύνθημα "να φύγει η δεξιά από την εξουσία" προτασσόταν από όλους και μετά έπονταν οι συμπληρώσεις και οι ερμηνείες της "αλλαγής".
Θεωρώντας το ΠΑΣΟΚ σαν το "μεγαλύτερο φορέα" του "λαϊκού ρεύματος της αλλαγής", το ΚΚΕεσ. επιδίωκε τη δημιουργία συνασπισμού των δυνάμεων της αλλαγής και κριτικάριζε το ΠΑΣΟΚ για την "αρνητική του στάση σ’ αυτή την ιδέα". Το δε ΚΚΕ θεωρούσε το ΠΑΣΟΚ σαν ένα "ιδιότυπο ρεφορμιστικό κόμμα" που στις γραμμές του υπάρχουν διαφορετικές, ακόμα και "ριζοσπαστικές" τάσεις που "τείνουν σε μια ρήξη με το σύστημα κυριαρχίας των μονοπωλίων και της ξένης εξάρτησης". Επειδή όμως, "κόμματα τέτοιου τύπου, όταν βαδίζουν μόνα τους, εξαντλούν γρήγορα τις προωθητικές τους δυνατότητες", γι’ αυτό και το ΚΚΕ προβάλλοντας το σύνθημα "αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ", επιδίωκε να βαδίσει μαζί με το ΠΑΣΟΚ σε "μια δημοκρατική κυβέρνηση που θα στηρίζεται σε όλες τις δυνάμεις που ενδιαφέρονται για την αλλαγή". Παράλληλα, το ΚΚΕ υπερψήφισε τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης το ’81 και δήλωσε "αντιπολίτευση της αντιπολίτευσης", προσπαθώντας η όποια κριτική του προς το ΠΑΣΟΚ να είναι "εποικοδομητική" και να μην παρασύρεται "σε αρνητικές στάσεις ή σε βιαστικές και συναισθηματικές αντιδράσεις" που θα το ξέκοβαν από "τις δυνάμεις της αλλαγής".
Έτσι, όλη αυτή η φιλολογία περί "αλλαγής" γενικά κι αόριστα, ή περί "δημοκρατικής αλλαγής", ή περί "πραγματικής αλλαγής", δημιουργούσε σύγχυση στον κόσμο γύρω από το χαρακτήρα και το ρόλο του ΠΑΣΟΚ και έστελνε ακόμα περισσότερο κόσμο στις γραμμές του.
Το "φαινόμενο" ΠΑΣΟΚ δεν άφησε αλώβητη και την εξωκοινοβουλευτική αριστερά, που δεν μπόρεσε να έχει πειστικό λόγο απέναντι στο ρεύμα της "αλλαγής". Ένα μέρος του κόσμου της ενσωματώθηκε και "βολεύτηκε" στο ΠΑΣΟΚ, ένα άλλο μέρος "ιδιώτευσε", οι έχοντες τροτσκιστικές απόψεις το υποστήριζαν "κριτικά", ενώ η σοβαρότερη και μαζικότερη εξωκοινοβουλευτική οργάνωση, το ΚΚΕ(μ-λ), οδηγείται σε διάλυση λόγω εσωτερικών κυρίως αδυναμιών αλλά και αδυναμίας μετασχηματισμού των πολιτικών θέσεων σε κινητήρια δύναμη. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες δημιουργείται η Α/συνεχεια που με επίπονη και επίμονη συστηματική δουλειά θα διαμορφώσει ένα σοβαρό ιδεολογικό και πολιτικό πρόσωπο και θα μετεξελιχθεί στη σημερινή ΚΟΕ.
Η "νέα σκέψη"
Η υιοθέτηση της περεστρόικα στη Σοβιετική Ένωση και η αντικατάσταση της σκληρής φρασεολογίας του μπρεζνιεφισμού από την "αλληλεξάρτηση" και την "οικουμενικότητα" των προβλημάτων των λαών, την "ουδετερότητα" των νέων τεχνολογιών και τη "σοσιαλιστική αυτοδιαχείριση" στην οικονομία, σηματοδότησε ανάλογες αλλαγές στη γραμμή και την πολιτική του ΚΚΕ.
[Η περεστρόικα εφαρμόστηκε για να αντιμετωπίσει αφενός την οικονομική "στασιμότητα" στην ΕΣΣΔ και τις χώρες της Ανατ. Ευρώπης, και αφετέρου την αντίφαση ανάμεσα στην παλινόρθωση του καπιταλισμού που συντελούνταν σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και το υπάρχον εποικοδόμημα του "υπαρκτού" που εμπόδιζε παράλληλα και την ολοκλήρωση σε τάξη των νέων αστικών στρωμάτων που είχαν διαμορφωθεί μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία. (Αντίφαση που θα λυθεί λίγο μετά με την πλήρη κατάρρευση και την εφαρμογή των πιο άγριων καπιταλιστικών σχέσεων). Πρόβαλε τη "σοσιαλιστική αυτοδιαχείριση" που είχε να κάνει με την αυτοχρηματοδότηση και την αυτονομία των επιχειρήσεων, τη χαλάρωση του κεντρικού σχεδιασμού, τη μεγαλύτερη στροφή στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, την κατάργηση της καθολικής απασχόλησης, τα υλικά κίνητρα, τα ανοίγματα στο ξένο κεφάλαιο, ενώ πολιτικά απελευθερώνονται δυνάμεις που δημιουργούν ομίλους, οργανώσεις, έντυπα που επιδιώκουν πολιτική μεταρρύθμιση στα δυτικά πρότυπα].
Το ΚΚΕ λοιπόν, αφού χαιρέτισε την περεστρόικα σαν "επιτάχυνση της σοσιαλιστικής ανάπτυξης", προσαρμόζει τις θέσεις και τη γραμμή του στη "νέα σκέψη" περί αλληλεξάρτησης, οικουμενικότητας και μεταρρυθμίσεων. (Άλλωστε τα βασικά στελέχη του –και δη ο Φλωράκης– είχαν πάντα την ικανότητα να προσαρμόζονται εύκολα και γρήγορα στις όποιες στροφές των σοβιετικών). Έτσι, αφήνοντας στην άκρη τα πολλά-πολλά "ταξικά" το ΚΚΕ μιλάει (12ο συνέδριο, Μάης 1987) για "μια νέου τύπου ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας" (βλ. καπιταλιστικού) που θα βασίζεται σε μια "νέα λαϊκή πλειοψηφία ικανή να αναδείξει και να στηρίξει μια κυβέρνηση της αλλαγής, που θα προωθεί ένα δυναμικό σύνολο αλλαγών" (βλ. μεταρρυθμίσεων-αναδιαρθρώσεων) για την "κοινωνική και πολιτική αποδυνάμωση" (βλ. παρουσία, αλλά "αποδυναμωμένη") της "μονοπωλιακής ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού".
Για την κατάχτηση της νέας λαϊκής πλειοψηφίας το ΚΚΕ απευθύνει κάλεσμα στις δημοκρατικές και αριστερές δυνάμεις για τη συγκρότηση ενός "κοινωνικού και πολιτικού συνασπισμού της αριστεράς και της προόδου", ενώ είναι "έτοιμο να συνεργαστεί" με δυνάμεις που "δεν αντιτίθενται στην ένταξη στην Κοινή Αγορά" για την "από κοινού απόκρουση των αρνητικών συνεπειών από την ένταξη στην ΕΟΚ".
Στο μεταξύ, με την ίδρυση της ΕΑΡ (Απρίλης 1987) η πλευρά του ΚΚΕεσ. αφήνει τον τίτλο "ΚΚΕ" και το σφυροδρέπανο –τα "εικονίσματα", κατά τον Φλωράκη– γεγονός που διευκολύνει την προσέγγιση των δύο πλευρών.
Έτσι, ΚΚΕ και ΕΑΡ καταλήγουν στη σύνταξη κοινού πορίσματος που αποτέλεσε τη βάση συγκρότησης του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου με πρόεδρο τον Φλωράκη και γραμματέα τον Κύρκο. Το "κοινό πόρισμα" (για το οποίο το ΚΚΕ σήμερα κάνει την πάπια) ιδεολογικά βασίζεται στη γκορμπατσοφική "νέα σκέψη" και πολιτικά αποτελεί μνημείο ρεφορμισμού σε όλα τα επίπεδα. Αφού διαπιστώνει ότι έχουν ανατραπεί αλήθειες και βεβαιότητες εδραιωμένες για δεκαετίες (βλ. τις αρχές και την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος), διατυπώνει το συμπέρασμα ότι "δημοκρατία και αριστερά είναι αδιαίρετες έννοιες", ότι "η δημοκρατία είναι και μέσο και σκοπός της πάλης για τον κοινωνικό μετασχηματισμό", ότι "ο δρόμος του σοσιαλισμού είναι ο αγώνας για τη δημοκρατία". Η δε αριστερή πρόταση για τη δημοκρατία συνοψίζεται στον εκδημοκρατισμό του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας, της δικαιοσύνης, των ΜΜΕ, στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, στην αποκέντρωση του κράτους κ.ά. Το ξεπέρασμα της κρίσης και η οικονομική ανάπτυξη θα επιτευχθεί με ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα που θα "εξασφαλίζει την οικονομική βιωσιμότητα μέσα στη διεθνή οικονομία", με μια "νέα ανταγωνιστική εξειδίκευση της ελληνικής οικονομίας", με την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, με τους "αναγκαίους μηχανισμούς συμμετοχής στις διαδικασίες της διεθνοποίησης", τον εκδημοκρατισμό των δημόσιων επιχειρήσεων και την ενίσχυση και ελεύθερη δράση του ιδιωτικού τομέα στο βαθμό που αυτή η δράση "προωθεί τους παραγωγικούς στόχους του προγράμματος της αριστεράς" κ.ά. Και αυτά δεν αποτελούν στοιχεία της πολιτικής μιας αστικής σοσιαλδημοκρατικής ή αριστερής έστω διακυβέρνησης, οπότε θα μπορούσαν να είναι συζητήσιμα, αλλά σύμφωνα με τους συντάκτες του πορίσματος αποτελούν "οργανικά συστατικά" μιας συνολικής διαδικασίας με στόχο το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας.
Αναγνωρίζοντας πως μια σειρά προβλήματα "μπορούν να λυθούν μόνο μέσα από διεθνείς μηχανισμούς ρύθμισης" και "ένα αυξανόμενο τμήμα των αποφάσεων λαμβάνεται σε πολυεθνικούς θεσμούς", τα δύο κόμματα τάσσονται με τις δυνάμεις που αντιπαραθέτουν μια εναλλακτική πολιτική για την ΕΟΚ που θα μειώνει την απόσταση μεταξύ αναπτυγμένων και λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, υποστηρίζουν τη συνεργασία ΕΟΚ και ΚΟΜΕΚΟΝ, την αύξηση των πόρων προς τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, τη διαφανή διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων, τον εκδημοκρατισμό των θεσμών και διαδικασιών της Κοινότητας κ.ά. Εν ολίγοις, δεν υπάρχει ούτε νύξη για αποχώρηση της Ελλάδας από την ΕΟΚ ή διάλυσή της. Έτσι, οι "βαθιές" ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στις δύο πλευρές της επίσημης αριστεράς, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν και τόσο "βαθιές" ώστε να εμποδίζουν την ενότητά τους στον τότε ενιαίο Συνασπισμό.
Στηρίζοντας τη δεξιά
Η αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ με το σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά και την αρρώστια του Α. Παπανδρέου, θεωρήθηκε από την επίσημη αριστερά σαν ευκαιρία για να τραβήξει κόσμο από το ΠΑΣΟΚ και να αναβαθμίσει το ρόλο της στην πολιτική σκηνή. Με σύνθημα την κάθαρση, την εξυγίανση του δημόσιου βίου, την "ηθική αναγέννηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής", επιδιώκει να ισχυροποιήσει την εκλογική και κοινοβουλευτική θέση της με στόχο τη διαμόρφωση "κυβερνητικών λύσεων συνεργασίας προοδευτικού προσανατολισμού", ενώ για την "εξασφάλιση ομαλών πολιτικών εξελίξεων" επιδιώκεται η "συμβολή όλων των κομμάτων του συνταγματικού πλαισίου, περιλαμβανομένης της ΝΔ". Όσο για τη "μάχη κατά της ΝΔ και του συντηρητισμού, δεν σημαίνει επιστροφή σε παραδοσιακούς και αφηρημένους διαχωρισμούς, αφορισμούς και στερεότυπα άλλων εποχών" (από το "κοινό πόρισμα"). Έτσι, η συγκυβέρνηση Συνασπισμού και ΝΔ υπό τον Τζανή Τζαννετάκη μετά τις εκλογές του Ιούνη 1989 που δεν έδωσαν αυτοδυναμία σε κανέναν, δεν ήταν και τόσο κεραυνός εν αιθρία. Η επιλογή αυτή –αρχιτέκτονας της οποίας ήταν ο Χ. Φλωράκης– σήμαινε για το Συνασπισμό την κατοχύρωσή του σαν μια υπεύθυνη, αξιόπιστη, κυβερνητική δύναμη, χωρίς "προκαταλήψεις", ενώ μια αποσταθεροποίηση του ΠΑΣΟΚ με απομάκρυνση του Α. Παπανδρέου του άνοιγε δυνατότητες για καλύτερο "πλασάρισμα" στον ευρύτερο "δημοκρατικό χώρο". Το έργο της κυβέρνησης Τζαννετάκη ήταν η παραπομπή του Α. Παπανδρέου στο ειδικό δικαστήριο, η λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης, το κάψιμο των "φακέλων". Όμως, το ουσιαστικό έργο της συγκυβέρνησης όπως και της Οικουμενικής με την καταγραφή των "προβλημάτων της οικονομίας", είναι ότι προετοίμασαν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη που ακολούθησε.
Τα οφέλη για το Συνασπισμό δεν ήταν τα αναμενόμενα. Τα εκλογικά ποσοστά του δεν σημείωσαν κάποια αξιόλογη άνοδο, τα "αντιδεξιά αντανακλαστικά" απομάκρυναν από το Συνασπισμό τον κόσμο που ευελπιστούσε να κερδίσει, ενώ τα προβλήματα και οι διαφωνίες που εντείνονταν στο εσωτερικό του ΚΚΕ από το 12ο συνέδριο και μετά, πύκνωσαν περισσότερο, για να οδηγήσουν ένα σημαντικό κομμάτι του στην αποχώρηση και τη δημιουργία του ΝΑΡ λίγο καιρό μετά. Αυτός ο απολογισμός, σε συνδυασμό με την κατάρρευση του "υπαρκτού", θα προκαλέσουν και τη διάσπαση του ενιαίου Συνασπισμού στο ΚΚΕ, που ξαναγύρισε στο παλιό προφίλ του, και στον σημερινό ΣΥΝ. Η συγκυβέρνηση με τη δεξιά κληροδότησε στο ΚΚΕ "ειδικές" σχέσεις με τη ΝΔ με αμοιβαίες διευκολύνσεις, αλληλοκαλύψεις, αλληλοϋποστηρίξεις.
***
Στα χρόνια της δεκαετίας του ’80 η επίσημη αριστερά και στις δύο εκδοχές της ρίχνει και τα τελευταία λεκτικά προσχήματα και στηρίζει την αστική διακυβέρνηση. Είτε με την αμέριστη υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ μετά την άνοδό του στην εξουσία, είτε με την υιοθέτηση της "νέας σκέψης" του Γκορμπατσόφ και των πρακτικών που απέρρεαν απ’ αυτήν, είτε με τη συγκυβέρνηση με τη δεξιά, συνέβαλε ακόμα παραπέρα στη διάλυση και τη χειραγώγηση της όποιας κινηματικής διαδικασίας, στην αποπολιτικοποίηση και αποϊδεολογικοποίηση, στη συκοφάντηση και την απόρριψη των ιδεών του κομμουνισμού στις συνειδήσεις του κόσμου. Η συρρίκνωση των εξωκοινοβουλευτικών αριστερών οργανώσεων, η επικράτηση αντιοργανωτικών αντιλήψεων, η διάλυση του ΚΚΕ(μ-λ), επιτείνουν το κενό αριστερού λόγου και πράξης και κάνουν αισθητότερη την έλλειψη μιας πραγματικής αριστεράς.
Τα σημαντικότερα γεγονότα
Η δολοφονία των Κουμή – Κανελλοπούλου: Ενώ πλησιάζει η έβδομη επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η επάνοδος της χώρας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (Οχτώβρης 1980), καθώς και η έναρξη διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ για την ανανέωση της συμφωνίας παραμονής των αμερικάνικων βάσεων, έχει φουντώσει τα αντιμπεριαλιστικά-αντιαμερικάνικα αισθήματα του λαού και της νεολαίας. Η κυβέρνηση Ράλλη αποφασίζει να απαγορεύσει την πραγματοποίηση της πορείας μέχρι την αμερικάνικη πρεσβεία για την αποφυγή τυχόν "επεισοδίων", και η ΕΦΕΕ σπεύδει να συμμορφωθεί με την απαγόρευση περιορίζοντας την πορεία μέχρι τη Βουλή, ενώ η εξωκοινοβουλευτική αριστερά καλεί το λαό και τη νεολαία να σπάσει την απαγόρευση και να πορευθεί μέχρι την πρεσβεία. Έτσι, στις 17 Νοέμβρη τα κόμματα της αντιπολίτευσης πορεύονται μέχρι τη Βουλή όπου διαλύονται ησύχως, ενώ "περιφρουρούν" την πορεία για να εμποδίσουν την είσοδο των μπλοκ της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Όταν η εξωκοινοβουλευτική αριστερά σπάει τα κορδόνια της "περιφρούρησης" και φτάνει στη Βουλή, και στη συνέχεια σπάει και τον αστυνομικό κλοιό για να συνεχίσει την πορεία στην πρεσβεία, επιτίθενται τα ΜΑΤ μαζί με αστυνομικές αύρες για να διαλύσουν τη διαδήλωση. Οι διαδηλωτές επιμένουν και οι συγκρούσεις διαρκούν επί ώρες, με τις δυνάμεις καταστολής να χτυπούν με δολοφονική μανία τους διαδηλωτές, χρησιμοποιώντας ακόμα και όπλα. Ο απολογισμός είναι πάνω από 150 τραυματίες διαδηλωτές –οι δύο από σφαίρες– και δύο νεκροί. Η εικοσάχρονη εργάτρια Σταματίνα Κανελλοπούλου και ο κύπριος φοιτητής Ιάκωβος Κουμής. Η κυβέρνηση υπεραμύνεται της αστυνομικής επίθεσης καταγγέλλοντας το ΚΚΕ(μ-λ), ενώ η αντιπολίτευση καταδικάζει τα επεισόδια σαν έργο προβοκατόρων και ανεύθυνων αριστερίστικων στοιχείων.
Η δολοφονία του Μ. Καλτεζά: Το βράδυ της 17 Νοέμβρη 1985 ο αστυνομικός Αθ. Μελίστας πυροβολεί εν ψυχρώ στο κεφάλι και σκοτώνει το δεκαπεντάχρονο μαθητή Μιχάλη Καλτεζά. Μόλις γίνεται γνωστό το γεγονός της δολοφονίας αρχίζει να συγκεντρώνεται κόσμος και καταλαμβάνεται το Χημείο και το Πολυτεχνείο, ενώ γίνονται ολονύχτιες συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής. Το επόμενο πρωί η αστυνομία εκκενώνει το Χημείο, παραβιάζοντας το άσυλο και συλλαμβάνει 37 άτομα. Παράλληλα, ο εξωκοινοβουλευτικός χώρος καλεί σε πορεία διαμαρτυρίας, όπου εκδηλώνονται νέες συγκρούσεις και το κέντρο της Αθήνας πνίγεται στα δακρυγόνα. Πολλοί διαδηλωτές καταφεύγουν στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο που γίνεται στόχος των αστυνομικών δυνάμεων, αλλά και "αγανακτισμένων πολιτών". Η τυπική υποβολή παραίτησης του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης δεν γίνεται δεκτή, και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θα περάσει το γεγονός της δολοφονίας χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό κόστος, μιας και η επίσημη αριστερά περιορίστηκε σε μια αναιμική καταγγελία της αστυνομικής βίας.
Η σπουδαστική αναταραχή του ’87: Με την αρχή της ακαδημαϊκής χρονιάς ένα πολύμορφο μαζικό κίνημα εκδηλώνεται στους σπουδαστικούς χώρους που συγκλίνει στην απόκρουση της λεγόμενης αναβάθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης. Πρόκειται για ένα κίνημα που ξέσπασε αυθόρμητα, πέρα και ενάντια στις επιδιώξεις των επίσημων φοιτητικών παρατάξεων, και συσπείρωσε πλατιά τμήματα του σπουδαστικού κόσμου που βρίσκονταν καθημερινά σε κίνηση με καταλήψεις σχολών, μαζικές διαδηλώσεις, συγκρούσεις με τα ΜΑΤ, αποκλεισμούς του υπουργείου Παιδείας. Ήταν μια ελπιδοφόρα κατάσταση γιατί μετά από χρόνια η νεολαία γνώριζε ξανά και καταχτούσε τη σημασία της συλλογικής δράσης, της κινητοποίησης, της διεκδίκησης, ενώ σε πραχτικό επίπεδο καθυστερούσε τους ρυθμούς προώθησης της αναδιάρθρωσης και οδηγούσε σε μερική υποχώρηση κυβέρνηση και καθηγητικό κατεστημένο. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό το κίνημα έπαιξαν οι Αριστερές Συσπειρώσεις Φοιτητών, ανεξάρτητα πλατιά σχήματα που συγκέντρωναν ό,τι αριστερό υπήρχε στους σπουδαστικούς χώρους μετά τη διάλυση των εξωκοινοβουλευτικών παρατάξεων. Σε συνθήκες απουσίας μιας πραγματικής αριστεράς οι Συσπειρώσεις ήταν η μόνη δύναμη που έθετε το ζήτημα του εκσυγχρονισμού και της αναβάθμισης. Στις γραμμές τους συσπειρώνονται άτομα, ομάδες, κινήσεις που κινούνται έξω από τα κυρίαρχα πλαίσια, ενώ η οργανωτική τους μορφή και ο τρόπος λειτουργίας τους εμπλουτίζουν το κίνημα με νέα στοιχεία και μορφές (πλατιές συνελεύσεις και συζητήσεις, πανελλαδικές συναντήσεις, συντονιστικά κ.ά.).
Επιμέλεια κειμένων: Χριστίνα Μπάρτσα