Το “όριο” των εθνικών απαντήσεων στην κρίση είναι κοινωνικό, του Γιάννη Δραγασάκη

τ.272, 31/07/2009

Η τρέχουσα κρίση του καπιταλισμού ξεκίνησε από τον πιο αναπτυγμένο τομέα –τον χρηματοπιστωτικό– του πιο αναπτυγμένου καπιταλισμού, εκείνου των ΗΠΑ. Όμως, η χρηματοπιστωτική κρίση έχει ήδη μετεξελιχθεί σε μια κρίση της πραγματικής οικονομίας και της απασχόλησης, που πλήττει πρακτικά ολόκληρο τον κόσμο, με τις φτωχές και υπερχρεωμένες χώρες να αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της περαιτέρω περιθωριοποίησης, της χρεοκοπίας, της οικονομικής και της κοινωνικής κατάρρευσης.

Εν όψει αυτής της πραγματικότητας, ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ, με την ιδιότητα και του προέδρου της επιτροπής ειδικών που συγκροτήθηκε στο πλαίσιο του ΟΗΕ για την κρίση, διαπιστώνει ότι όλες οι στρατηγικές που εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση της κρίσης, διαμορφώνονται σε στενά εθνικά πλαίσια.

Ο Στίγκλιτζ υποστηρίζει ότι ο εθνικός χαρακτήρας των πολιτικών προσδιορίζει τα στενά όριά τους, αλλά και ότι το άθροισμα αυτών των εθνικών πολιτικών δεν συνιστά μια αποτελεσματική παγκόσμια απάντηση στην παγκόσμια κρίση: Πρώτον, διότι πολλές χώρες δεν έχουν τα μέσα για να χρηματοδοτήσουν πακέτα στήριξης των οικονομιών τους ανάλογα με αυτά που χρησιμοποιούν οι ανεπτυγμένες χώρες, και, δεύτερον, διότι το παγκόσμιο σύστημα και οι θεσμοί του, όπως λειτουργούν, αναπαράγουν και διευρύνουν τις παγκόσμιες ανισότητες.

Εισηγείται, επομένως, αφενός την αναδιανομή πόρων σε παγκόσμια κλίμακα με τη μορφή κυρίως ενισχυσεων και όχι δανείων, και αφετέρου την αναμόρφωση του παγκόσμιου ρυθμιστικού και θεσμικού συστήματος, περιλαμβανομένης και της δημιουργίας ενός ρυθμιστικού καθεστώτος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ώστε αυτό να παρέχει σταθερότητα και αναπτυξιακή δυναμική.

Κατά την άποψή μου, η επιχειρηματολογία του Στίγκλιτζ ως προς τα όρια των εθνικών στρατηγικών είναι ισχυρή, αλλά όχι μόνο για τους λόγους που αναφέρονται. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χωρίς μια παγκόσμια στρατηγική η ανάκαμψη από την τρέχουσα ύφεση και η έξοδος από την κρίση, εάν και όταν συμβεί, θα αφήσει στο περιθώριο το μεγαλύτερο τμήμα του πλανήτη. Όμως, αυτή είναι μόνο η μία όψη του προβλήματος. Η άλλη είναι ότι χωρίς μια τέτοια στρατηγική δεν είναι καθόλου βέβαιη η επιτυχία των εθνικών στρατηγικών που υλοποιούνται σήμερα στις αναπτυγμένες χώρες.

Η στρατηγική, π.χ., του Ομπάμα για την υπέρβαση της κρίσης στις ΗΠΑ προϋποθέτει μια ανακατανομή πόρων από την κατανάλωση στην αποταμίευση και μια μετατόπιση προσανατολισμών από τις εισαγωγές στις εξαγωγές. Ποια παγκόσμια ζήτηση όμως θα απορροφήσει τις πλεονάζουσες κινέζικες εξαγωγές, αν η κατανάλωση στις ΗΠΑ περιοριστεί; Και σε ποιους τομείς και σε ποιες αγορές θα στραφεί η επιδιωκόμενη ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού της οικονομίας των ΗΠΑ; Η στρατηγική του Σαρκοζί και της Μέρκελ αντίστοιχα, αποσκοπεί στη διάσωση του βιομηχανικού παραγωγικού δυναμικού της Γαλλίας και της Γερμανίας. Αλλά ποια εσωτερική και παγκόσμια ζήτηση θα εξασφαλίσει την πλήρη απασχόληση αυτού του δυναμικού;

Οι προτάσεις Στίγκλιτζ αναγνωρίζουν και αναζητούν λύσεις στο πρόβλημα αυτό. Πολλές από τις ιδέες που διατυπώνει είναι γνωστές και χιλιοειπωμένες ευχές, για τις οποίες όμως δεν είναι ούτε ορατά, ούτε προφανή τα πολιτικά υποκείμενα και οι πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να αγωνιστούν δεσμευτικά για την υλοποίησή τους. Από την άποψη αυτή ενδιαφέρον έχει η πρόταση για ένα νέο αποθεματικό σύστημα που δεν θα εξαρτάται από το δολάριο. Και έχει ενδιαφέρον διότι η πρόταση αυτή βρίσκει υποστήριξη και από τις χώρες του λεγόμενου BRIC (από τα αρχικά των χωρών Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα).

Το βέβαιο είναι ότι οι προτάσεις Στίγκλιτζ και της επιτροπής του ανταποκρίνονται σε υπαρκτές ανάγκες και προβλήματα, όχι μόνο των αναπτυσσόμενων χωρών, αλλά και των αναπτυγμένων.

Αν όμως η διέξοδος από την κρίση απαιτεί π.χ. αναδιανομή πόρων και εξουσιών από τους πάνω προς τους κάτω, η ανάγκη αυτή υπάρχει τόσο διεθνώς, όσο και στην κάθε κοινωνία ξεχωριστά. Το πραγματικό “όριο”, επομένως, των ασκούμενων πολιτικών δεν βρίσκεται μόνο στον εθνικό τους χαρακτήρα, αλλά κατ’ αρχήν στο κοινωνικό περιεχόμενό τους. Η πραγματική αντίθεση δεν βρίσκεται ανάμεσα στον εθνικό χαρακτήρα των πολιτικών που εφαρμόζονται και στις διεθνείς διαστάσεις και απαιτήσεις της κρίσης, αλλά στις ανάγκες των κοινωνιών και των λαών που επιτάσσουν βαθιές κοινωνικές, οικολογικές και δημοκρατικές αλλαγές και αναδιανομές εισοδημάτων και εξουσιών –και σε εθνική, και σε περιφερειακή, και σε παγκόσμια κλίμακα–, από τη μια πλευρά, και στις ανάγκες του καπιταλισμού για νομιμοποίηση και σταθεροποίηση χωρίς να θίγονται τα κεκτημένα του κεφαλαίου, των ολιγαρχιών και των πλουτοκρατών.

Ακριβώς γι’ αυτό, πολλές από τις προτάσεις Στίγκλιτζ, από τη μια περικλείουν ισχυρό προοδευτικό και συγκρουσιακό προς τη σημερινή καπιταλιστική τάξη πραγμάτων δυναμικό, από την άλλη όμως είναι ενσωματώσιμες σε μια διεθνή σοσιαλδημοκρατική απάντηση στην κρίση, με στόχο τη νομιμοποίηση και τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού.

Αυτή η διαπίστωση αποτελεί έναν ακόμη λόγο για να υπογραμμίσουμε την ανάγκη η Αριστερά να αποκτήσει το δικό της πολιτικό σχέδιο, με σαφές προγραμματικό περιεχόμενο εξόδου από την κρίση, ένα σχέδιο το οποίο θα συνδέει το εθνικό με το διεθνές, το άμεσο με την προοπτική, την άμυνα στις επιθέσεις του κεφαλαίου με την πάλη για τις ώριμες διαρθρωτικές αλλαγές και με την υπέρβαση του καπιταλισμού, χωρίς ουσιώδεις παραχωρήσεις στους εργαζόμενους.

Σ’ ένα τέτοιο αριστερό σχέδιο πολλές από τις προτάσεις Στίγκλιτζ θα είχαν θέση με ένα ριζοσπαστικό περιεχόμενο, το οποίο θα εξασφάλιζε σ’ αυτές η κατεύθυνση και το περιεχόμενο του συνολικού σχεδίου.

Γιάννης Δραγασάκης,
Βουλευτής Β’ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ