Τον περσινό Ιούλη, η κυβέρνηση Σαρκοζί ανακοίνωσε το μετασχηματισμό των Ταχυδρομείων σε ανώνυμη εταιρία και τη μετοχοποίησή τους από το Γενάρη του 2010. Ήταν μια φυσική κατάληξη του “κλασικού” δρόμου που ακολουθείται για τη διάλυση των δημοσίων υπηρεσιών: δημιουργία πολυάριθμων θυγατρικών, μαζική απασχόληση με συμβάσεις Ιδιωτικού Δικαίου (45% του προσωπικού, με απολαβές 20% κάτω του μέσου μισθού), επικίνδυνες εξαγορές ιδιωτικών επιχειρήσεων. Τα 11.300 γραφεία, τα 5.600 πρακτορεία και τα 20,8 δισ. ευρώ (ο περσινός τζίρος του ομίλου) αποτελούν φιλέτο για αδηφάγα αλλά και λιμνάζοντα σε καιρό κρίσης κεφάλαια. Η κυβέρνηση, βέβαια, ισχυρίστηκε ότι η αλλαγή του καθεστώτος με τίποτα δεν σημαίνει ιδιωτικοποίηση. Το τι σημαίνει, όμως, ένας τέτοιος μετασχηματισμός, το ξέρουν όλοι οι εργαζόμενοι και κυρίως εκείνοι στην France Telecom (μόλις κατά 26% κρατική πλέον), για την οποία υποσχόταν τα ίδια ο σοσιαλιστής Ζοσπέν το 1996: κλείσιμο όσων τομέων και υπηρεσιών δεν είναι κερδοφόροι, εξάλειψη ακόμα και των λέξεων “κοινωφελείς υπηρεσίες”, επιβολή της κουλτούρας της κερδοφορίας εντός της επιχείρησης και καλλιέργεια ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων, στρεσάρισμα των εργαζομένων (συνειδητή μέθοδος μάνατζμεντ). Για τον όμιλο των Ταχυδρομείων αυτό θα σήμαινε κερδοσκοπική λειτουργία του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, κλείσιμο των διάσπαρτων σε όλη την επικράτεια τοπικών παραρτημάτων, μείωση της συχνότητας της διανομής των επιστολών.
Από τον περσινό Σεπτέμβρη, συνδικαλιστικές, κοινωνικές, καταναλωτικές αλλά και πολιτικές οργανώσεις ενώθηκαν σε μέτωπο ενάντια σ’ αυτή την χωρίς προηγούμενο επίθεση που εξαπολύεται πλέον στο σκληρό πυρήνα του δημόσιου τομέα. Μετά από κλιμακούμενες κινητοποιήσεις από τοπικές επιτροπές ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, αλλά και τρεις πανεθνικές ημέρες δράσης, στις 3 Οκτώβρη έγινε συμβολικό δημοψήφισμα, στο οποίο συμμετείχαν 2.348.382 άτομα. Οι κινητοποιήσεις ήταν τόσο πετυχημένες, που ανάγκασαν και το Σοσιαλιστικό Κόμμα να συμμετάσχει. Έτσι, οι πιέσεις στρέφονταν αυτή την εβδομάδα στους γερουσιαστές του Κέντρου και της Κεντροδεξιάς, προκειμένου να συγκεντρωθεί η απαραίτητη πλειοψηφία που σταματά τη συζήτηση των νομοσχεδίων και τα υποβάλλει σε δημοψήφισμα.