Bαθαίνει η κρίση στο ΠAΣOK
του Σπύρου Παναγιώτου
Η κρίση που ξέσπασε στο ΠAΣOK την επόμενη μέρα των εκλογών βαθαίνει κάνοντας πλέον ορατή την πιθανότητα της διάσπασής του. Nέα επεισόδια προστίθενται στο ήδη ταραγμένο τοπίο των ηγετικών του κλιμακίων, που φανερώνουν την κρισιμότητα της κατάστασης. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά.
Έχουμε από το προηγούμενο τεύχος της «Αριστερά!» επισημάνει ότι η κρίση του ΠΑΣΟΚ είναι κρίση στρατηγικών επιλογών, όχι απλά του ίδιου αλλά και ολόκληρης της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη. Η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού σε ολόκληρο τον κόσμο και ο πρωταγωνιστικός ρόλος των Ευρωπαίων σοσιαλιστών στην εμπέδωση αυτού του οικονομικού μοντέλου στερούν από τα κόμματα αυτά τη δυνατότητα προβολής, έστω για το χειρισμό της κοινής γνώμης, ενός «εναλλακτικού μοντέλου» διακυβέρνησης. Την ίδια στιγμή, οι αντιλαϊκές πολιτικές που εφάρμοσαν πανευρωπαϊκά τα σοσιαλιστικά κόμματα και οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις μέχρι σήμερα έχουν προκαλέσει την οργή των εργαζόμενων, που συνεχίζουν να μην τα εμπιστεύονται και να τα τιμωρούν εκλογικά, ακόμα κι αν είναι στην αντιπολίτευση, και δίκαια χαρακτηρίστηκαν ως «σοσιαλφιλελεύθερα».
Στη χώρα μας δεν μπορούσαν να είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Μόνο που η τάση αυτή συναντιέται με τις φανερές αδυναμίες του σημερινού προέδρου του ΠΑΣΟΚ και του επιτελείου του, που όχι μόνο συμπολιτεύτηκε με τη δεξιά κυβέρνηση, αλλά κατάφεραν, ο ίδιος και το κόμμα του, να τιμωρηθούν εκλογικά πιο αυστηρά από την ίδια την κυβέρνηση. Και αυτό σε μια περίοδο που η Ελλάδα καιγόταν από άκρη σ’ άκρη, που ήταν ολοφάνερη η κυβερνητική ανικανότητα, ενώ μόλις τον προηγούμενο χειμώνα τα κινήματα είχαν οδηγήσει την κυβέρνηση σε οδυνηρές ήττες, τις πρώτες μετά από πολλά χρόνια, αναγκάζοντας σε αναδίπλωση και καθυστέρηση κρίσιμων τομέων του μεταρρυθμιστικού της έργου.
Αυτή η εκ των πραγμάτων αξεπέραστη αντίθεση μεταξύ της στρατηγικής συμφωνίας με τις επιλογές του νεοφιλελευθερισμού και της ανάγκης προβολής ενός κοινωνικά πιο δίκαιου προσώπου για εκλογική χρήση αναγκάζει σε φανερά και επώδυνα άλματα λογικής, που γίνονται κωμικοτραγικά για όποιον έχει την υπομονή να τα παρακολουθεί. Έτσι ο Γ. Παπανδρέου και το επιτελείο του εξαγγέλλει μια «ριζοσπαστική αριστερή στροφή» με «ειλικρινές» άνοιγμα στις δυνάμεις της Αριστεράς, υπονοώντας την ανάγκη μιας κεντροαριστερής προοπτικής. Την ίδια στιγμή, ο Ε, Βενιζέλος, γνήσιος εκφραστής της σημιτικής πολιτικής, οραματίζεται ένα σχέδιο «τόσο αριστερό που δεν θα απομακρύνει τους κεντρώους», επαναφέροντας την ανάγκη μιας κεντροδεξιάς στροφής με στοιχεία «κοινωνικής ευαισθησίας».
Το ποιοι είναι οι επίδοξοι μελλοντικοί ηγέτες του ΠΑΣΟΚ, βέβαια, ξεχνιέται. Είναι αυτοί που από πρωταγωνιστικές θέσεις συναίνεσαν στο σημητικό εκσυγχρονισμό, αυτοί που από κοινού διαμόρφωσαν τη στάση συμπολίτευσης με τη ΝΔ τα προηγούμενα τριάμισι χρόνια. Πρωταγωνίστησαν, δηλαδή, σ’ αυτά για τα οποία, κατά κοινή ομολογία, τιμωρήθηκαν. Αλλά αυτά μοιάζουν λεπτομέρειες. Το ζητούμενο είναι η αναζήτηση εκείνου που επικοινωνιακά μπορεί να συμβάλει στο ξεπέρασμα της κρίσης. Ακόμα και οι πιο επιφανείς εκπρόσωποι των think tank, αυτοί που παράγουν δήθεν πολιτική, όπως ο Μ. Ανδρουλάκης, εισάγουν σαν βασικό κριτήριο της επερχόμενης επιλογής αρχηγού την ικανότητα να οδηγήσει το κόμμα στην εξουσία. Όμως η κρίση στην οποία έχει βυθιστεί ή μισοβυθιστεί το «καράβι» είναι τέτοια που απομακρύνει για πολύ καιρό τη στιγμή της «νίκης». Η εικόνα του «ποιος – ποιον», του «ή εσύ ή εγώ» προβάλλεται στο έδαφος μιας κρίσης που μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στη διάσπαση.
Η κρίση και η διαπάλη για την εξουσία στο ΠΑΣΟΚ γίνεται αφορμή σοβαρών και απρόβλεπτων αναταράξεων, καθώς κυριαρχεί η οξύτητα, οι χειρισμοί, τα χτυπήματα κάτω από τη μέση. Και τέτοιες καταστάσεις, που έχουν το χαρακτήρα σκυλοκαβγά, που κάνουν αναφορές για «πριγκιπικές συμπεριφορές» και «γαντζώματα στην εξουσία», είδαμε αρκετές αυτές τις μέρες στις δηλώσεις και αντιδηλώσεις πρωταγωνιστών και εκπροσώπων των δύο αντιμαχόμενων τάσεων. Και αυτή η οξύτητα δεν μαρτυρά απλά την ένταση της περιόδου. Πιστοποιεί την απώλεια στοιχειώδους συνοχής, που όχι απλά μπορεί να δυσκολέψει την επόμενη μέρα αλλά ακόμα και να την προδιαγράψει. Οι πρώτες αγεφύρωτες αντιθέσεις φάνηκαν με αφορμή τη σύνοδο της κοινοβουλευτικής ομάδας και την αντιπαράθεση για την ψήφο εμπιστοσύνης που ζήτησε αιφνιδιαστικά ο Γ. Παπανδρέου με πρόσχημα να αντιμετωπίσει με αυξημένο κύρος τον Κ. Καραμανλή στη συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Η αντίθεση του Ε. Βενιζέλου και η συμπαράσταση του Κ. Σημίτη οδήγησαν τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ σε αναδίπλωση. Η πραγματική όμως μάχη αναμένεται τις επόμενες μέρες, που θα συζητηθεί ο χρόνος και ο τρόπος της εκλογής. Και στα δύο δεν υπάρχει συμφωνία. Ιδιαίτερα η αντίθεση για τη φερεγγυότητα της λίστας φίλων και οπαδών αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αμφισβήτησης της διαδικασίας αλλά και του ίδιου του αποτελέσματος. Όλα δείχνουν ότι και οι δύο υποψήφιοι θα κρατήσουν ψηλά τους τόνους όσο πλησιάζουμε στη μέρα των αποφάσεων.
Με έτσι διαμορφωμένο το τοπίο, ο λεγόμενος «τρίτος πόλος» παραμένει ταυτόχρονα ασυντόνιστος και αναποφάσιστος. Η πρωτοβουλία των πέντε (Πάγκαλος, Β. Παπανδρέου, Α. Διαμαντοπούλου κ.λπ.), που στο παρελθόν έπαιξε ρόλο στο να δοθεί το δαχτυλίδι στον Κ. Σημίτη, συσκεπτόταν την ώρα που ένας εκ των στελεχών της, ο Κ. Σκανδαλίδης, ανακοίνωνε τη δική του υποψηφιότητα. Μια υποψηφιότητα που επιθυμεί να αποκτήσει δυναμική, τώρα ή την επόμενη μέρα, με ουσιαστική αναφορά στην προάσπιση της ενότητας του κόμματος, γνωρίζοντας ότι δεν έχει καμία τύχη αλλά μπορεί να παίξει ρόλο στις εξελίξεις της επόμενης μέρας. Την ίδια στιγμή, η Α. Διαμαντοπούλου, η Β. Παπανδρέου ο Κ. Λαλιώτης δηλώνουν τις σοβαρές τους ανησυχίες για την κρίση στο ΠΑΣΟΚ και την πιθανότητα διάσπασής του.
Υπάρχουν, βέβαια, δύο πραγματικά προβλήματα που είναι σκόπιμο να τεθούν και να προβληματίσουν.
Η κρίση του ΠΑΣΟΚ, βασικού στηρίγματος του συναινετικού δικομματισμού, για δεύτερη φορά σε σύντομο διάστημα, τραντάζει ολόκληρο το δικομματικό σύστημα. Ένα ΠΑΣΟΚ σε κρίση δεν σημαίνει ότι θα αντισταθεί στη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική επίθεση. Κάτι τέτοιο θα ήταν ουτοπικό. Την ίδια στιγμή, θα είναι ανίκανο να παίξει το ρόλο του σαν πυλώνας του δικομματισμού σε θέματα όπως η συνταγματική μεταρρύθμιση, ο νέος εκλογικός νόμος, οι ρυθμίσεις για το ασφαλιστικό, Θέματα όχι δευτερεύοντα, που συνδέονται με την ευρωπαϊκή πορεία και τις προοπτικές της χώρας σύμφωνα με το αστικό σχέδιο. Και όλα αυτά παρά τις πραγματικές προθέσεις και –γιατί όχι– δεσμεύσεις όλων των πτερύγων του. Έτσι γίνεται φανερό ότι η αδυναμία του ενός γίνεται ανισορροπία ολόκληρου του συστήματος, και αυτό δεν μπορεί να επιτραπεί ή να συγχωρείται για πολύ.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι πού οδηγείται η πολιτική κατάσταση με ένα αδύναμο ή διασπασμένο ΠΑΣΟΚ. Το άμεσο και φανερό είναι η οριστική απομάκρυνση του ΠΑΣΟΚ από την προοπτική της εξουσίας, η ενίσχυση της δεξιάς. Το δεύτερο είναι οι πιθανές αναταράξεις ενός τμήματος της Αριστεράς, που στελέχη της, ακόμα και σήμερα, αναφέρονται ή επιθυμούν κεντροαριστερές διευρύνσεις.
Ο εκφυλισμός και ο κίνδυνος κατάρρευσης του «συστήματος ΠΑΣΟΚ» έτσι όπως τον γνωρίζαμε τις τρεις τελευταίες δεκαετίες πιθανόν να μην μπορεί να αποφευχθεί. Το βάθος του σχίσματος, η δημιουργία δύο παρατάξεων μέσα στο κόμμα, η άμεση ανάμειξη των συγκροτημάτων στη διαμάχη αυτή μπορεί να οδηγήσουν στο να μην παραδώσει το δαχτυλίδι ο Γιώργος, επομένως να έχουμε ένα ΠΑΣΟΚ υπό τον Γιώργο και να δημιουργηθεί ένα άλλο ΠΑΣΟΚ πιο εκσυγχρονιστικό, πιο μικρό και πιο καθαρό. Το τοπίο θα έχει αλλάξει, και μάλιστα αρκετά. Στην περίπτωση που δεν προχωρήσουν έτσι τα πράγματα και υπάρξει διαδικασία, που το αποτέλεσμά της γίνει αποδεχτό από τους δύο «ηγέτες», τότε όποιος και να αναλάβει έχει μια περίοδο 2-3 χρόνων που θα δεχτεί και άλλες εκλογικές ήττες. Η ΝΔ θα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, μπορεί να αιφνιδιάσει ξανά εκλογικά και, όσο διαρκεί η νοσηλεία του ΠΑΣΟΚ, να αλλάξει τον εκλογικό νόμο, να τη βγάλει σχετικά εύκολα και στις ευρωεκλογές. Ένα ενωμένο ΠΑΣΟΚ υπό τον Γιώργο, που θα ξαναχάνει εκλογές, θα είναι για γέλια ,ενώ μια δεξιά που θα νικά ένα υπό Βενιζέλο ΠΑΣΟΚ θα δημιουργεί και άλλους κλυδωνισμούς. Άλλωστε, ο Σημίτης φαίνεται να έχει κάνει τους απολογισμούς του. Σε άρθρο του στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» είχε εξαγγείλει «το τέλος της πολυσυλλεκτικής πολιτικής», και μάλλον δεν θα ήταν πολύ αντίθετος για έναν καθαρό εκσυγχρονιστικό πολιτικό οργανισμό.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, το ΠΑΣΟΚ έχει μπει στην τροχιά μιας μεγάλης κρίσης. Η κρίση αυτή θα τροφοδοτήσει πολλές διεργασίες και θα απασχολήσει όλα τα επιτελεία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Πάντως, ένα νέο τοπίο ξανοίγεται, πιο σύνθετο και πιο ανοιχτό σε δυνατότητες από το στερεότυπο δικομματικό που είχαμε γνωρίσει τα τελευταία χρόνια. Η ανάγκη του πολιτικού και κοινωνικού μετώπου για την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού και ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Αριστεράς είναι στην ημερήσια διάταξη πιο πολύ παρά ποτέ.