Τα ξημερώματα της Πέμπτης 29 Μαΐου ο Άγγελος Ελεφάντης πέθανε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο της Αθήνας. Δυο μέρες μετά, το Σάββατο το πρωί, η σορός του "ταξίδευε" στο χωριό Νεχώρι της Ευρυτανίας για να κηδευτεί αλλά και να ξαποστάσει οριστικά πλέον, κάτω από τον ίσκιο μιας γέρικης βελανιδιάς του γενέθλιου τόπου.
Ο Άγγελος δεν πρόλαβε να γεράσει, ίσως και να παραβίασε κάπως τη σειρά του, αν αναλογιστεί κανείς τα στατιστικά δεδομένα μακροβιότητας των ημερών μας. Η πολιτική του στράτευση και οι εξ αυτής έγνοιες δεν του επέτρεψαν να λοξοδρομήσει, να συλλογιστεί, να ασχοληθεί, ή να "προετοιμάσει" τον επικείμενο θάνατό του.
Έφυγε όρθιος, αναπάντεχα σχεδόν, πριν καλά-καλά κλείσει τα εβδομήντα δύο του χρόνια, αφού είχε γεννηθεί στις 30 Νοεμβρίου του 1936.
"Ο θάνατος δεν χωρίζει, κανείς δεν πεθαίνει, όσο υπάρχει ζωή. Ίσως μάλιστα να ανοίγει μια κατά πολύ ουσιαστικότερη επαφή, έστω και μόνο για τον λόγο ότι αίρει όλα όσα πετρώνουν πάνω στις σχέσεις από τη συναλλαγή και τη συνήθεια", έχει γράψει παλιότερα ένας από τους πολλούς γνωστούς του Άγγελου σε εκείνα τα ταραγμένα χρόνια του Παρισιού.
Είναι αλήθεια πως η συναλλαγή και η συνήθεια, συνεπικουρούμενες από το "δύστροπο" του χαρακτήρα του, ίσως να μη επέτρεψαν σε όσους τον γνώρισαν, ούτε την ήρεμη σχέση μαζί του ούτε βέβαια μιαν αντίστοιχη, νηφάλια αποτίμηση της ζωής και του έργου του ενόσω ζούσε. Ο Ελεφάντης ήταν συγκρουσιακός χαρακτήρας, ένα είδος διανοουμένου παλαιάς κοπής – "σταλινικού τύπου", θα λέγαμε, κι ας δήλωνε ορκισμένος εχθρός του συστήματος που εξέθρεψε τέτοιες μορφές. Διεκδικούσε για τον εαυτό του το αλάθητο, αφού ποτέ, ή σχεδόν, δεν υιοθέτησε φανερά σκέψεις, ιδέες ή πρωτοβουλίες που εκφωνούσε η ανελάμβανε ο εκάστοτε συνομιλητής του.
Το προφίλ του περιγράφηκε θαυμάσια από τον Μπάμπη Γεωργούλα σε ένα μεταθανάτιο κείμενο που δημοσίευσε στην εφημερίδα "Εποχή", το μόνο ίσως που σκιαγράφησε με αληθινή αγάπη, συνοπτική ακεραιότητα και διαύγεια τον πείσμονα, αδιάλλακτο χαρακτήρα και τις απόψεις του.
Στις προθέσεις του γράφοντος δεν είναι να προσθέσει ένα ακόμη κείμενο, και μάλιστα σε μια εφημερίδα την οποία ο Άγγελος σίγουρα θα αντιμετώπιζε με περισσή καχυποψία και αφ’ υψηλού, καθώς οι θέσεις της δεν προσομοιάζουν ούτε συμπορεύονται με αρκετές από τις ανανεωτικές του ιδέες. Υπήρξε άλλωστε ένας κατακλυσμός δημοσιευμάτων στην εφημερίδα "Αυγή της Κυριακής" (φύλλο 8/6/2008) το τελευταίο "λιμάνι" όπου προσάραξε αυτός και τα "ενθέματά" του, δημοσιεύματα τα οποία μέλλει εν καιρώ να αποδειχθεί αν αρμολόγησαν σωστά τη "χτισιά" της ηγεμονικής του φυσιογνωμίας, αν εξυπηρέτησαν μιαν οφειλή, έναν πρόσκαιρο συναισθηματισμό ή αν τέλος συντάχθηκαν με το αναγκαίο και προσφιλές στην αριστερά πατερναλιστικό και προσωπολατρικό μοντέλο. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, "ανειδίκευτου" είναι αλήθεια του βάθους του έργου και των ημερών του Ελεφάντη, τα πιο πολλά από αυτά τα κείμενα συσκότιζαν αθέλητα, παρά αναδείκνυαν τις πολιτικές αρετές της γραφής και της σκέψης του. Ο Ελεφάντης κατά κοινή ομολογία ήταν δεινός αφηγητής. Το απέδειξε πάνω από όλα σε εκείνο το συναρπαστικό βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Πόλις" με τον τίτλο Minima Μemorialia κι ας υπερτονίζονται από άλλους οι πολιτικές του επιδόσεις στην "επαγγελία της αδύνατης επανάστασης" στον "αστερισμό του λαϊκισμού" ή στα κείμενά του στον "Πολίτη".
Σε αυτό το βιβλιαράκι η οικογενειακή ιστορία, η ιστορία του παππού του για να ακριβολογούμε, μετατρέπεται με πρωτόγνωρη λογοτεχνική μαεστρία σε κορυφαία έκφραση της συλλογικής μνήμης. Εκεί συνυπάρχουν το βουνίσιο περιβάλλον, οι απλοί άνθρωποι, το ιστορικό πεδίο, η λαογραφική φροντίδα, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ κι οι σχέσεις τους με τους χωριάτες, οι δάσκαλοι, τα σχολεία, η μετανάστευση, τα τραγούδια, οι πόνοι και οι καημοί της Ελλάδας ολόκληρης…
Στις λίγες του σελίδες, αλλά και στη γέρικη βελανιδιά που επέλεξε να ταφεί πρέπει να προστρέξουμε αν θέλουμε να αναγνωρίσουμε το ύφος, τη στέρεη δομή του, τα χαρίσματα, τις πολλές ιδιοτροπίες και το ήθος του.
Εκείνη η ρεματιά που την ξεχέρσωσε ο παππούς του και την έκανε χωράφι, είναι η βάση και η κληρονομιά που τον σημάδεψαν. Εκεί δούλεψε κι αυτός με πείσμα, για ένα άλλο, διαφορετικό ξεχέρσωμα, εξίσου όμως οδυνηρό με εργαλεία όχι πια τον κασμά και την αξίνα παρά τη σκέψη και το μολύβι. Δούλεψε με πρωτοφανές πάθος για την ανασύνταξη της ρημαγμένης Αριστεράς για το "εμείς" και την οργάνωσή του σ’ ένα συλλογικό υποκείμενο. Το τι κατάφερε θα το δείξει ο καιρός. Μέχρι τότε δεν έχουμε παρά να κρατήσουμε ως σταθερό σημείο αναφοράς, το πιο τίμιο από όλα όσα μας άφησε, τη μορφή του…
Σταμάτης Μαυροειδής