Το ιδρυτικό συνέδριο του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (NPA, Παρίσι 6-8/1) αποτέλεσε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαδικασία-σταθμό για τη γαλλική Αριστερά, αλλά και διεθνώς, ειδικά για τις διεργασίες της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Το γεγονός αυτό πιστοποιήθηκε από την παρουσία του συνόλου των, αριστερά του Σοσιαλιστικού, γαλλικών κομμάτων στο συνέδριο, των γαλλικών ΜΜΕ και ειδησεογραφικών πρακτορείων και του σημαντικά μεγαλύτερου αριθμού διεθνών αντιπροσωπιών στο συνέδριο σε σύγκριση με αυτά της LCR (Επαναστατικής Κομμουνιστικής Λίγκας). Μεταξύ αυτών και η ΚΟΕ μαζί με άλλες αντιπροσωπίες από την Ελλάδα.
Αν και η πρόταση που κατέθεσε η LCR για τη δημιουργία και ενωτική διάλυση των σχηματισμών της Αριστεράς μέσα στο νέο κόμμα δεν βρήκε αποδέκτες στις οργανωμένες δυνάμεις της γαλλικής Αριστεράς, αυτό δεν ανέκοψε την ενωτική δυναμική της. Η ανταπόκριση του κόσμου του κινήματος, από μικρές πολιτικές ομάδες μέχρι συνδικαλιστικές και κοινωνικές οργανώσεις μέχρι τους ελευθεριακούς ήταν τέτοια, ώστε το νέο εγχείρημα κατάφερε στην εξάμηνη διαδικασία συγκρότησής του να αποκτήσει πάνω από 9.100 μέλη, τριπλάσια από αυτά της Λίγκας. Αξιοσημείωτη επίσης είναι η ποιοτική αλλαγή της σύνθεσης των μελών σε σχέση με τη Λίγκα, με μεγαλύτερη παρουσία των λαϊκών στρωμάτων αλλά και σε περισσότερα σημεία, μικρότερες πόλεις και γειτονιές, που συνιστούν ένα πυκνό εθνικό δίκτυο τοπικών οργανώσεων.
Η αυτοδιάλυση της τελευταίας συνδυάστηκε και με την ανάδειξη στο προσκήνιο νέων προσώπων. Επίσης οι ανοιχτές και συμμετοχικές διαδικασίες για την ταυτότητα και τις αρχές του νέου σχηματισμού πιστοποιούσαν τον ενωτικό του χαρακτήρα. Οι βασικές αρχές και θέσεις του συνεδρίου είχαν συζητηθεί και ψηφιστεί όλο το προηγούμενο διάστημα σε επίπεδο βάσης, αφήνοντας για το συνέδριο την ψήφιση των πιο σημαντικών προτάσεων-τροποποιήσεων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε ο τρόπος συζήτησής τους, καθώς διασφαλιζόταν η ισότητα υποστήριξης των διαφορετικών εκδοχών και η συμμετοχή όλων όσων ήθελαν να τοποθετηθούν. Για παράδειγμα, για το ζήτημα της στάσης του νέου κόμματος στις ευρωεκλογές τοποθετήθηκαν πάνω από 60 άτομα.
Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε το πιο καυτό πολιτικό θέμα του συνεδρίου, μετά την πρόταση του ΚΚΓ και του Κόμματος της Αριστεράς (διάσπαση από τους σοσιαλιστές) για κοινή λίστα καθόδου όλης της Αριστεράς με ορίζοντα τις ευρωεκλογές. Ένας από τους λόγους που το ζήτημα άσκησε ιδιαίτερη πίεση στο συνέδριο ήταν οι αναφορές της πρότασης της λίστας στην πετυχημένη καμπάνια ενάντια στο ευρωσύνταγμα και στην, χωρίς προηγούμενο, επιτυχία της γενικής απεργίας στις 30 Γενάρη μετά από κοινό κάλεσμα όλων των συνδικαλιστικών και πολιτικών φορέων της Αριστεράς. Μέσα στο συνέδριο εκφράστηκαν δύο τάσεις, της κεντρικής εισήγησης και της επονομαζόμενης πλατφόρμας Β. Η πρώτη έθετε πιο προγραμματικά στοιχεία ενότητας της Αριστεράς χωρίς ημερομηνία λήξης τις ευρωεκλογές. Αυτό αποσκοπούσε κύρια στην απόσπαση διασφαλίσεων για την άρνηση της όποιας ενωτικής πρωτοβουλίας απέναντι στο ενδεχόμενο συνεργασίας με το σοσιαλιστικό κόμμα. Η πλατφόρμα Β, από την άλλη, ενώ συμφωνούσε στην ανάγκη σαφούς διάκρισης από τους σοσιαλιστές, πρόκρινε μία τακτική διαλόγου και συμμετοχής στη συζήτηση για την ενωτική λίστα επικεντρώνοντας στη χρησιμότητα σύγκλισης σε συγκεκριμένες θέσεις ενάντια στη νεοφιλελεύθερη ΕΕ. Η πρότασή της μειοψήφισε τελικά καθώς ψηφίστηκε από το 1/6 των συνέδρων.
Στην πραγματικότητα το δίλημμα που έθεσε στο νέο κόμμα η πρόταση της ενωτικής λίστας συνδεόταν άμεσα με την εμφάνισή του στην πρώτη κεντρική πολιτική μάχη και την καθιέρωσή του στην πολιτική σκηνή. Από την πλευρά του ΚΚΓ και του Κόμματος της Αριστεράς, τακτικά ήταν μία προσπάθεια ανακοπής της δυναμικής του NPA με επίκληση της ενότητας, πεδίο στο οποίο το τελευταίο είχε την πρωτοβουλία τα τελευταία χρόνια. Από την άλλη πλευρά όμως, το ζήτημα της ενότητας μετά τη γενική απεργία του Γενάρη όντως αντανακλά ένα κοινωνικό αίτημα που η διαχείρισή του θέτει προβλήματα στη γαλλική Αριστερά. Οι αποτυχημένες προσπάθειες εκλογικών ενωτικών πρωτοβουλιών, όπου προνομοποιήθηκε η αυτόνομη κάθοδος, συγκρούονται με τις ενωτικές επιτυχίες, είτε του δημοψηφίσματος και της απεργίας, είτε ακόμα και της συγκρότησης του NPA. Για το NPA το σημαντικό ζήτημα φάνηκε να είναι πώς θα ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο επίπεδο της ενότητας, σε συνδυασμό με την ανάγκη καθιέρωσης της φυσιογνωμίας του. Η επικέντρωση της συζήτησης γύρω από την αξιοπιστία της πρότασης αποτελούσε μία προσπάθεια να μη δοθεί σωσίβιο σε έναν μηχανισμό (ΚΚΓ) που πληρώνει με τη μείωση της επιρροής του τη συναινετική του πολιτική, όχι μόνο προς τους σοσιαλιστές αλλά και στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές αλλά και "χέρι βοηθείας" στο νέο Κόμμα της Αριστεράς. Η τέτοια αντιμετώπιση όμως, με κύριο άξονα την επίτευξη της ηγεμονίας στην Αριστερά, απέφευγε να συγκροτήσει μία τακτική που θα ανταποκρινόταν στο ζήτημα της ενότητας θέτοντάς τη σε μία άλλη βάση και αναπτύσσοντας πρωτοβουλίες που να την προωθούν.
Επίσης η συζήτηση για τον χαρακτηρισμό της "Ευρώπης που θέλουμε", σαν "ελεύθερη συνομοσπονδία των ενωμένων σοσιαλιστικών κρατών της Ευρώπης" ή σαν "σοσιαλιστική ένωση των λαών της Ευρώπης" που τελικά επικράτησε, στην ουσία αποτελούσε μία ακόμη πλευρά της παραπάνω αντιπαράθεσης σχετικά με την τακτική του κόμματος.
Δύο άλλα ζητήματα με πολιτική σημασία ήταν η περιγραφή της "κοινωνίας που θέλουμε" σαν σοσιαλιστική ή οικο-σοσιαλιστική και η επιλογή ονόματος. Στο πρώτο ζήτημα τελικά επικράτησε μία τρίτη πρόταση που μιλάει για "το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα". Στην ψηφοφορία για το όνομα, παρά το ότι επικράτησε ο ήδη κατοχυρωμένος τίτλος με δεύτερη ψηφοφορία, στον πρώτο γύρο βρέθηκε να υπερτερεί μόλις κατά μερικές ψήφους από την πρόταση "Επαναστατικό Αντικαπιταλιστικό Κόμμα".
Πολλές από τις αποφάσεις του συνεδρίου –αν όχι όλες–, και κύρια οι οργανωτικής φύσης, έχουν έτσι κι αλλιώς προσωρινό χαρακτήρα. Οι τελικές αποφάσεις θα παρθούν στο επόμενο συνέδριο. Ο ίδιος ο Μπεζανσό, στην εναρκτήρια ομιλία τόνισε: "πολλά από τα ερωτήματα που έχουμε κληθεί να απαντήσουμε στο συνέδριο θα παραμείνουν ανοιχτά για το μέλλον" και πως "το NPA είναι ένα εγχείρημα αποτέλεσμα της κοινωνικής εξέλιξης και κατάστασης αλλά και ενεργός παράγοντας αυτής της αλλαγής".
Η "δυναμική" αυτή προσέγγιση δείχνει, από τη μία πλευρά, μία ευαισθησία στην αναγνώριση των αντιφατικών στοιχείων της σημερινής κατάστασης αλλά και των διαφορετικών καταβολών του κόσμου που στελέχωσε το νέο κόμμα. Από την άλλη, βέβαια, αφήνει ανοιχτό και υπό δοκιμασία όχι τόσο το ζήτημα του προσανατολισμού –που είναι σαφώς αντικαπιταλιστικός–, αλλά της προγραμματικής και πολιτικής συγκρότησης και των τακτικών του νέου κόμματος.
Χρήστος Γιοβανόπουλος