Η αυτόνομη επαρχία Σινγιάνγκ, στη βορειοδυτική Κίνα, έγινε θέατρο αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ της τουρκόφωνης εθνότητας των Ουιγούρων (45% του πληθυσμού της επαρχίας) και των Κινέζων Χαν (40%). Μάλιστα ο επιεικώς θρασύς Τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν δεν δίστασε να καταγγείλει την Κίνα για γενοκτονία, προκαλώντας την οργή του Πεκίνου – που του θύμισε ότι “το γεγονός πως 137 από τα 184 θύματα ήταν Κινέζοι Χαν λέει πάρα πολλά για τη φύση του συμβάντος”. Πράγματι, αυτή είναι μια πτυχή που φαίνεται να αγνοεί η διεθνής κοινή γνώμη: τα επεισόδια ξεκίνησαν όταν χιλιάδες Ουιγούρων, που πληροφορήθηκαν τη δολοφονία δύο ομοεθνών τους σε εργοστάσιο μιας μακρινής νότιας επαρχίας, ξεχύθηκαν στο Ουρουμτσί, την πρωτεύουσα της Σινγιάνγκ, κι επιτέθηκαν εναντίον όποιου Κινέζου έπεφτε στο διάβα τους. Την επομένη, πλήθη Κινέζων προσπάθησαν να εκδικηθούν εισβάλλοντας στις γειτονιές των Ουιγούρων, αλλά σε μεγάλο βαθμό εμποδίστηκαν από την αστυνομία και το στρατό.
Η εσπευσμένη επιστροφή του Κινέζου προέδρου από το G8 και η αποστολή ισχυρών ενισχύσεων δείχνουν την ανησυχία του Πεκίνου μπροστά στο ενδεχόμενο να βρεθεί εντελώς εκτός ελέγχου η κατάσταση. Αν και αρκετές ενδείξεις δικαιολογούν την υποψία ότι οι τωρινές αιματηρές συγκρούσεις ήταν σε μεγάλο βαθμό υποκινούμενες, είναι γεγονός ότι η κόντρα μεταξύ των “αυτοχθόνων” Ουιγούρων και των “ξένων” Κινέζων μετράει δεκαετίες. Οι Ουιγούροι κατηγορούν το Πεκίνο ότι ευνόησε τη μετανάστευση Κινέζων Χαν στην επαρχία, κι ότι οι “έποικοι” είναι αυτοί που κυρίως επωφελούνται από την όποια ανάπτυξη. Το 1997 ομάδες αυτονομιστών πραγματοποίησαν τις πρώτες βομβιστικές επιθέσεις, ενώ οι διαδηλώσεις χιλιάδων Ουιγούρων υπέρ της ανεξαρτησίας πνίγηκαν στο αίμα από τον κινεζικό στρατό. Είναι προφανές ότι, σε αντίθεση με την εποχή του Μάο, η σημερινή κινεζική ηγεσία αδυνατεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά τέτοιες εντάσεις (που πηγάζουν κυρίως από τη σύγχρονη άναρχη καπιταλιστική “ανάπτυξη”), ή να επιλύει αντιθέσεις που μπορεί να αναπτύσσονται πάνω σε εθνοτική βάση. Όλο και συχνότερα, όλο και ευκολότερα επιλέγει τον “εύκολο δρόμο” της γενικευμένης καταστολής, πυροδοτώντας βίαιες απαντήσεις. Τελευταίο σημαντικό επεισόδιο ήταν η επίθεση αυτονομιστών τις παραμονές της Ολυμπιάδας του Πεκίνου, με θύματα 16 αστυνομικούς.
Η Κίνα βέβαια υποστηρίζει ότι η βία υποκινείται από οργανώσεις που εδρεύουν στο εξωτερικό, όπως το “Παγκόσμιο Κογκρέσο Ουιγούρων” – που ιδρύθηκε το 2004 στο Μόναχο και χρηματοδοτείται επισήμως από τις ΗΠΑ. Πρόεδρός του είναι η Ρεμπίγια Καντίρ, που στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 ήταν ήδη δισεκατομμυριούχος (θεωρούνταν “η πλουσιότερη γυναίκα της Κίνας”) και στέλεχος του κρατικού μηχανισμού – αλλά το 1999 έπεσε σε δυσμένεια, καθώς άρχισε να διεκδικεί μεγαλύτερη αυτονομία για την επαρχία Σινγιάνγκ. Φυλακίστηκε από το 2000 ως το 2005, οπότε απελευθερώθηκε σε ένδειξη “καλής θέλησης” προς τις ΗΠΑ, όπου και εγκαταστάθηκε. Το 2006 ανέλαβε την προεδρία του αυτονομιστικού κινήματος. Δηλαδή, με δυο λόγια, οι λαϊκές μάζες της πάλαι ποτέ σοσιαλιστικής Κίνας έχουν να επιλέξουν σήμερα μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης…
Μια ενδιαφέρουσα πάντως σύμπτωση είναι ότι η “απρόσμενη” αναταραχή στο Ουρούμτσι ξέσπασε λίγες μόλις μέρες μετά το αίτημα της Κεντρικής Τράπεζας της Κίνας προς το ΔΝΤ για την αντικατάσταση του δολαρίου από “ένα νέο νόμισμα, το οποίο δεν θα συνδέεται με τις οικονομίες που το εκδίδουν”. Στόχος του Πεκίνου είναι να περιοριστούν οι κίνδυνοι για τα συναλλαγματικά του αποθέματα, που σήμερα σε μεγάλο βαθμό αποτελούνται από δολάρια ΗΠΑ – τα οποία πλέον θεωρούνται επικίνδυνα, λόγω του τεράστιου ελλείμματος των ΗΠΑ και της επιλογής εκτύπωσης πληθωριστικού χρήματος από την Ουάσιγκτον. Το κινεζικό αίτημα προκάλεσε αναταραχή στις χρηματαγορές και νέα πτώση του δολαρίου έναντι του ευρώ και άλλων διεθνών νομισμάτων. Μπορεί λοιπόν το Ουρούμτσι να μην συνδέεται με τη Γουόλ Στριτ, ωστόσο ίσως αποτελεί μια καλή προειδοποίηση προς το Πεκίνο, να μην το “παρατραβάει” βυθίζοντας το δολάριο ακόμη πιο βαθιά.
Ερρίκος Φινάλης