Οι τοποθετήσεις των συνταγματολόγων του ΠΑΣΟΚ, Τσάτσου και Κασιμάτη, έδωσαν κάποιο ενδιαφέρον στην τετριμμένη προεδρο-εκλογολογία με την οποία κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση θεωρούσαν και θεωρούν ακόμα ότι μπορούν να εκπληρώνουν τους τυπικούς πολιτικούς τους ρόλους απέναντι σε ένα κοινό, που παρακολουθεί μάλλον αδιάφορα και αμήχανα τα νέα επεισόδια της ανιαρής αυτής παράστασης.
Βέβαια, το μοναδικό ερώτημα που θα μπορούσε να έχει κάποια χρησιμότητα στην απάντησή του είναι το εξής: Υπάρχει-υποκρύπτεται κάποια πολιτική ουσία στο θέμα ή όχι;
Το πρώτο: Αποδεικνύεται, για πολλοστή φορά, ότι οι περίφημοι θεμελιώδεις θεσμοί του Συντάγματος για την προεδρία της Κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά ένα πολυ-εργαλείο διαμόρφωσης πολιτικών συσχετισμών τέτοιων, που να ισχυροποιούν και να δίνουν λύσεις, προσωρινές ή όχι, ανάλογα με τη συγκυρία, στο πρόβλημα της “κυβερνησιμότητας” – πολύ ουσιαστικότερα, στο πρόβλημα της ηγεμονίας στο αστικό στρατόπεδο ανάμεσα σε διαφορετικές πτέρυγες των αστικών μερίδων, και όχι μόνο, αλλά και των διεθνών ιμπεριαλιστικών παραγόντων, που διαμορφώνουν και χαράσσουν στρατηγικές για την ευρύτερη περιοχή άρα και συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές για τη χώρα.
Αυτή η γενική διαπίστωση μπορεί να πάρει πολύ συγκεκριμένη μορφή, αν αναλογιστούμε το τι σήμαναν οι προεδρικές εκλογές –είτε “ομαλές” και συναινετικές είτε επεισοδιακές και “συγκρουσιακές”– από τη μεταπολίτευση και μετά. Η εκλογή Καραμανλή, το ’80, σηματοδότησε την εγγύηση “συνέχειας” του καθεστώτος ενόψει της πασοκικής κυβερνητικής αλλαγής. Η ρήξη Παπανδρέου-Καραμανλή, το 1985, αποτέλεσε την αρχή της απόπειρας κατάκτησης της απόλυτης ηγεμονίας από τα νέα αστικά στρώματα που εξέφρασε το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80. Η “συναινετική” επιλογή Στεφανόπουλου, το ’95 και το 2000, συμβόλισε την καθολική αστική στρατηγική της εκσυγχρονισμένης “ισχυρής Ελλάδας”: ΟΝΕ-2004, Νέα Τάξη σε Βαλκάνια, Μέση Ανατολή και Αιγαίο. Η επιλογή Παπούλια από τον Κ. Καραμανλή από κοινού με το “νέο” ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου απέδωσε τη συνέχεια ουσιαστικά της ίδιας πολιτικής, υπό νεοδημοκρατική ηγεμονία πλέον, μετά τη μεγάλη φθορά του σημιτικού εκσυγχρονισμού.
Σε δεύτερο επίπεδο: Ποια είναι σήμερα τα σταθερά και ασταθή σημεία της συγκυρίας που καθορίζουν τις επιλογές και τους περιορισμούς των εταίρων του δικομματισμού; Η νεοδημοκρατική διαχείριση έχει τραυματιστεί ανεπανόρθωτα στη σχέση της με τα λαϊκά στρώματα. Επιχειρεί με τη “φυγή προς τα μπρος” των ακραίων νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και με την επιβολή του νόμου και της τάξης να ανασυγκροτήσει μια κοινωνική συμμαχία και με δυνάμεις της αστικής τάξης και με συντηρητικά μεσοστρώματα και λαϊκά στρώματα. Σε ένα εξαιρετικά ρευστό και ασταθές διεθνές περιβάλλον, που συνεπάγεται εκκρεμή ζητήματα με συγκεκριμένες, όμως, τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις και την τουρκική επιθετικότητα (Μακεδονικό, Αιγαίο, αγωγοί, Κυπριακό), η κυβέρνηση Καραμανλή αναζητεί στηρίγματα επιδεικνύοντας τη χρησιμότητά της στα μεγάλα ξένα αφεντικά. Από αυτά τα δεδομένα πηγάζει η εκπόνηση μιας πολιτικής τακτικής, όπου η κυβέρνηση αυτοπαρουσιάζεται σαν υπεύθυνη δύναμη. Αντιπαραβάλλοντας την πολιτική της με τον “καιροσκοπισμό” του ΠΑΣΟΚ, που “παίζει” με τον κορυφαίο θεσμό, αυτοπροβάλλεται σαν η μόνη συνεπής δύναμη. Κι έτσι, εδώ αγγίζουμε τα βαρίδια της πασοκικής τακτικής.
Η ηγεσία του Γ. Παπανδρέου θα έπρεπε να αντιλαμβανόταν ότι η επιλογή της να (ξανα)στηρίξει τον Κ. Παπούλια στην προεδρία, μετά την πρόκληση εκλογών, προδίδει κάτι βαθύτερο από την προτίμησή της στο πρόσωπο ενός πολιτικού που προέρχεται από το δικό της πολιτικό χώρο και, γενικώς, ήταν “άψογος” στα συνταγματικά του καθήκοντα. Προδίδει την απόλυτη δικομματική ταύτιση στην ουσία όλων των βασικών επιλογών. Κι αυτή την αλήθεια αντιλαμβάνεται και ο λαός, που στην πλειοψηφία του δεν αναζητά εκλογές, παρ’ ότι αποδοκιμάζει την κυβέρνηση με πολύ μεγάλα ποσοστά, πέρα από κομματικές εντάξεις. Ο Γ. Παπανδρέου και η ηγετική ομάδα του, ενώ στηρίζουν κάθε στρατηγική επιλογή του Καραμανλή, φωνασκούν για τις εκλογές το Μάρτη, νομίζοντας ότι μόνο έτσι θα πείσουν πως είναι αντικυβερνητική και όχι κυβερνο-αντιπολίτευση. Και μετά την προσδοκούμενη εκλογική τους νίκη; Θα ψηφίσουν τον Κ. Παπούλια, όπως θα συνεχίσουν την υλοποίηση της ίδιας πολιτικής! Κι αν υποθέσει κανείς –καθόλου αβάσιμα– ότι οι Τσάτσος και Κασιμάτης, μετά και την παρατεταμένη σιωπή των –κατά τ’ άλλα λαλίστατων– Βενιζέλου και Λοβέρδου, δεν εξέφρασαν ούτε απλά τις επιστημονικές τους απόψεις ούτε ατομική πικρία από τον παραγκωνισμό τους, τότε για την ηγεσία Παπανδρέου “υπάρχει θέμα”. Υπάρχει θέμα στήριξης από εκείνους τους δυναμικούς παράγοντες της διαπλοκής, που στήριξαν την επιλογή Βενιζέλου μετά τις προηγούμενες εθνικές εκλογές και προς τους οποίους ο Γ. Παπανδρέου συχνά επαναλαμβάνει δημοσίως –για να το ακούει ο ίδιος;– ότι “δεν έχει δεσμεύσεις”.
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μπορεί να περάσει στον καθημερινό πολιτικό λόγο της Αριστεράς, ένα λόγο που θα έπαιρνε έτσι χαρακτήρα αποκάλυψης και κυρίως παρέμβασης, αντί να συντάσσεται αδικαιολόγητα με τον έναν ή τον άλλον αστικό πόλο του δικομματισμού στην προεδρική διελκυστίνδα, όπως συνέβη απροκάλυπτα, όσο και αδικαιολόγητα, με τις δηλώσεις ταύτισης με την κυβερνητική πλευρά της γ.γ. του ΚΚΕ Α. Παπαρήγα; Και δεν ήταν, δυστυχώς, η μόνη περίπτωση… ούτε μόνο από αυτόν τον πολιτικό χώρο της Αριστεράς που στελέχη επέλεξαν τέτοια στάση…
Δημήτρης Υφαντής