Μια «επισφαλής ανάπτυξη»
του Γ.Δραγασάκη (*)
Η κυβέρνηση της Ν.Δ., όπως άλλωστε έκαναν και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, προβάλλει την «ισχυρή ανάπτυξη» ως το πιο σημαντικό της επίτευγμα. Με τον όρο «ανάπτυξη» εννοεί βεβαίως την αύξηση του ΑΕΠ ανεξάρτητα από τη διανομή του, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να χρησιμοποιεί την αύξηση αυτή ως τον κεντρικό νομιμοποιητικό μηχανισμό της πολιτικής της. Η ιδέα στην οποία στηρίζεται αυτός ο μηχανισμός είναι ότι, αφού αυξάνει ο πλούτος της κοινωνίας, έστω και ψίχουλα θα φτάσουν κάποτε σε όλους.
Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσω να δείξω ότι η ανάπτυξη αυτή είναι βεβαίως καπιταλιστική, αλλά διακρίνεται κι από ορισμένες ιδιαιτερότητες που αναδεικνύουν την «επισφάλεια» σε κύριο χαρακτηριστικό της. Και με την έννοια ότι η συνέχιση αυτής της ανάπτυξης –η διατηρησιμότητά της– είναι επισφαλής, και με την έννοια ότι η ανάπτυξη αυτή δημιουργεί επισφαλείς θέσεις εργασίας, επισφαλή εισοδήματα, επισφαλές κοινωνικό κράτος, επισφαλές περιβάλλον.
Είναι γεγονός ότι ο ελληνικός καπιταλισμός κατά τη δεκαετία του ’90 είχε στη διάθεσή του ένα συνδυασμό ευνοϊκών παραγόντων που επέτρεψαν την επιτάχυνση της συσσώρευσης και της συγκέντρωσης του κεφαλαίου.
Βασικοί τέτοιοι παράγοντες ήταν η μαζική εισροή οικονομικών μεταναστών, η εισροή ευρωπαϊκών πόρων και το άνοιγμα των αγορών των Βαλκανίων στα ελληνικά προϊόντα.
Το φτηνό και χωρίς διαπραγματευτική δύναμη εργατικό δυναμικό των μεταναστών επέτρεψε να επιβιώσουν οικονομικές δραστηριότητες χαμηλής ανταγωνιστικότητας που αλλιώς θα είχαν καταστραφεί. Οι πόροι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τη χαμηλή τους απορροφητικότητα και την κακοδιαχείριση, συνέβαλαν στη διεύρυνση της απασχόλησης και των υποδομών. Τέλος, το άνοιγμα των βαλκανικών αγορών και οι χαμηλές απαιτήσεις τους σε όρους ποιότητας και προδιαγραφών επέτρεψαν την εξαγωγή προϊόντων που δεν μπορούσαν να εξαχθούν στις απαιτητικές αγορές της Ε.Ε.
Οι παράγοντες αυτοί, που έπαιξαν κυρίαρχο ρόλο και ερμηνεύουν τη σχετικά υψηλή ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά τη δεκαετία του ’90, συνεχίζουν να ασκούν την επιρροή τους και κατά την τρέχουσα δεκαετία, με μειούμενη όμως δυναμική.
Και τούτο γιατί ο αριθμός των μεταναστών τείνει να σταθεροποιηθεί και η μερική έστω νομιμοποίησή τους ενισχύει την τάση σύγκλισης των αμοιβών τους προς εκείνες των Ελλήνων εργαζομένων. Οι πόροι του Δ’ ΚΠΣ είναι αναλογικά μικρότεροι και έχουν ημερομηνία λήξης. Οι αγορές των Βαλκανίων θα παραμείνουν ανοιχτές, αλλά θα γίνουν πιο απαιτητικές.
Παρά την αποδυνάμωση, όμως, των παραγόντων αυτών, η αύξηση του ΑΕΠ μετά το 2000 όχι μόνο συνεχίστηκε, αλλά έγινε και ισχυρότερη, υπερβαίνοντας το 4% κατά μέσο όρο. Πέραν της πρόσκαιρης συμβολής των ολυμπιακών έργων, ο νέος προωθητικός παράγοντας που αναδείχτηκε ήταν ο υπερδανεισμός των νοικοκυριών λόγω της μείωσης των επιτοκίων, η ανάπτυξη της οικοδομής και της κερδοσκοπίας πάνω στη γη.
Ο δανεισμός των νοικοκυριών από 17% του ΑΕΠ το 2000 έφτασε το 37% το 2005 με τάσεις ισχυρής περαιτέρω αύξησης. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας το 50% της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης οφείλεται στην πιστωτική επέκταση, δηλαδή το δανεισμό. Αν στο δανεισμό των νοικοκυριών προσθέσουμε το δανεισμό του κράτους και των επιχειρήσεων προκύπτει ότι για κάθε 1 ευρώ που αυξάνει το ΑΕΠ, αυτό το αθροιστικό χρέος αυξάνει κατά 2,5 ευρώ. Η «ισχυρή ανάπτυξη» λοιπόν είναι μια υπερχρεωμένη ανάπτυξη που εξαρτάται σε πρωτοφανή βαθμό από το δανεισμό.
Είναι διατηρήσιμη αυτή η, μέσω του δανεισμού, επέκταση της ανάπτυξης; Εξαρτάται. Αν τα δάνεια χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία νέων περιουσιακών στοιχείων και νέων εισοδημάτων τότε η ανάπτυξη αυτή μπορεί να συνεχίζεται όσο θα επιτρέπει η δυνατότητα ανάληψης νέων δανείων. Όμως, ένα μέρος τουλάχιστον των νέων δανείων χρηματοδοτεί τρέχουσες καταναλωτικές ανάγκες. Το βέβαιο είναι ότι ένα μέρος των μελλοντικών εισοδημάτων θα δεσμεύεται για την εξυπηρέτηση παλαιότερων δανείων. Αυτό θα οδηγήσει σε μείωση της αποταμίευσης, άρα και της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Για τους λόγους αυτούς μάλλον έχει δίκιο η Τράπεζα της Ελλάδας όταν εκτιμά ότι αυτή η ανάπτυξη «δεν είναι βιώσιμη». Βέβαια, η Τράπεζα της Ελλάδας ζητά τον «οικονομικό μετασχηματισμό», εννοώντας μ’ αυτό την ενίσχυση των επιχειρηματικών επενδύσεων και των εξαγωγών μέσω μιας πιο αυστηρής νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Αυτή η ισχυρή ανάπτυξη είναι, συνεπώς, εξαιρετικά επισφαλής ως προς την προοπτική της. Ακόμη και μια ήπια ύφεση ή μια διεθνής αναταραχή μπορεί να μετεξελιχθούν σε μια μακροχρόνια στασιμότητα ή και κρίση, όπως συνέβη στην Πορτογαλία.
Ας υποθέσουμε όμως ότι παρά τις εκτιμήσεις τόσο τις δικές μας όσο και της Τράπεζας της Ελλάδας, η σημερινή ισχυρή ανάπτυξη συνεχίζεται. Τι μπορούν να περιμένουν οι εργαζόμενοι αλλά και η κοινωνία συνολικά απ’ αυτήν;
Όπως και η Τράπεζα της Ελλάδας διαπιστώνει, η ως τώρα ισχυρή ανάπτυξη δεν επέφερε μείωση ούτε των κοινωνικών ανισοτήτων ούτε της φτώχειας. Πράγματι, για να περιοριστούμε σε έναν μόνο δείκτη, το μερίδιο των μισθών έπεσε στην κατανομή του εθνικού εισοδήματος από 66,7% το 2000 στο 64,8% το 2005. Η φτώχεια όπως τη μετρά η EUROSTAT είναι σταθερή στο 20-22%.
Όμως η φτώχεια διαχέεται σε ευρύτερα στρώματα, αν όχι με τη μορφή της ανέχειας, τότε με τη μορφή της στενότητας ή της ανασφάλειας. Έτσι το 66% των μη φτωχών νοικοκυριών δηλώνουν, σύμφωνα με μια έρευνα της ΕΣΥΕ, μέτρια έως πολύ μεγάλη δυσκολία να καλύψουν τις τρέχουσες συνήθεις ανάγκες τους.
Η ανεργία παρά την ισχυρή ανάπτυξη παραμένει σε υψηλά επίπεδα και νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται κυρίως σε επισφαλείς τομείς όπως εμπόριο, πωλήσεις, οικοδομή, ταβέρνες, εστιατόρια κ.λπ. Είναι δε πολλές απ’ αυτές θέσεις μερικής απασχόλησης, πρόσκαιρες «δουλίτσες», συμβάσεις έργου ή ορισμένου χρόνου.
Τα κέρδη, στο μεταξύ, δεν είναι απλώς προκλητικά υψηλά. Το πιο σημαντικό είναι ότι αυξάνουν ταχύτερα από την αύξηση του τζίρου, τροφοδοτώντας έτσι έναν πληθωρισμό κερδών που κατατρώγει την ανταγωνιστικότητα των διεθνών τιμών και γίνεται στη συνέχεια μέσο πίεσης για καθήλωση των μισθών και απολύσεις.
Τέλος, αυτή η «ισχυρή ανάπτυξη» συνεισφέρει, ολοένα και λιγότερα έσοδα στο κράτος λόγω της εκτεταμένης φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής. Έτσι, τα φορολογικά έσοδα από 26,5% του ΑΕΠ το 2000 έπεσαν στο 23% το 2006. Αυτή η μείωση των φορολογικών εσόδων του κράτους οδηγεί σε υποχρηματοδότηση της δημόσιας παιδείας και υγείας, και καθιστά επισφαλές το μέλλον της κοινωνικής ασφάλισης και του κοινωνικού κράτους συνολικά. Πρόβλημα που επιτείνεται από τους υπέρογκους εξοπλισμούς, την αύξηση του κατασταλτικού και του ποινικού κράτους, δηλαδή των δαπανών για το υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, και τη σπατάλη που προκαλεί η κομματική και πελατειακή λειτουργία του κράτους.
Έτσι, αντί να γίνεται αναδιανομή και να αμβλύνονται κάπως οι ανισότητες που προκαλεί η «ανάπτυξη» μέσω του προϋπολογισμού, γίνεται ακριβώς το αντίθετο: αυξάνει η ανισοκατανομή και διευρύνονται οι ανισότητες που πρωτογενώς δημιουργούνται. Ιδίως επί Ν.Δ., κύρια πηγή δημόσιων εσόδων αποδεικνύεται ότι είναι οι έμμεσοι φόροι, που πλήττουν τα πλατιά λαϊκά στρώματα, ενώ τα έσοδα από τη φορολογία του κεφαλαίου μειώνονται παρά τα υψηλά κέρδη.
Ένα βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι το καθεστώς συσσώρευσης του κεφαλαίου και η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη πολιτική συνθέτουν ένα μοντέλο ανάπτυξης το οποίο πρωτογενώς και ενδογενώς παράγει ανισότητες και επισφάλειες σε πολλά επίπεδα.
Το θέμα επομένως δεν είναι ότι αυτή η «ισχυρή ανάπτυξη» είναι καλή αλλά «δεν διαχέεται ακόμη επαρκώς σε όλη την κοινωνία» όπως λέει η Ν.Δ. αλλά και το ΠΑΣΟΚ. Το θέμα είναι ότι αυτή η ανάπτυξη είναι που δημιουργεί ανισότητες χωρίς, λόγω και της ασκούμενης πολιτικής, να παρέχει τα μέσα για τη, δευτερογενή έστω, άμβλυνσή τους. Με αποτέλεσμα οι ανισότητες και οι επισφάλειες να διαχέονται σε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, πολύ πάνω από το όριο που ορίζει η «γραμμή φτώχειας», όπου και αν την τοποθετήσουμε.
Νομίζω ότι αυτή η πραγματικότητα θέτει ορισμένα προβλήματα μερικότερου αλλά και γενικότερου χαρακτήρα. Στα πρώτα θα ήθελα να αναφέρω τον κίνδυνο μέσα σ’ αυτή τη διάχυτη ανασφάλεια να χαθούν τα ιδιαίτερα προβλήματα των πιο φτωχών και πιο σκληρά δοκιμαζόμενων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες συχνά δεν έχουν και τη δυνατότητα να διεκδικήσουν, ούτε καν να φωνάξουν.
Στα γενικότερου χαρακτήρα προβλήματα θα ανέφερα την ανάγκη ενός κοινωνικού αγώνα αλλά και μιας αριστερής πολιτικής που θα συνδυάζει την αναγκαία αναδιανομή με την ανάγκη συνολικότερης αλλαγής του κυρίαρχου μοντέλου ανάπτυξης. Διότι, χωρίς μια πιο ενεργητική, δυναμική και ενιαία παρέμβαση της Αριστεράς, αυτή η αλλαγή του μοντέλου και πάλι θα γίνει, θα γίνει όμως με μια ακόμη πιο σκληρή, σε βάρος των εργαζομένων, αναδιανομή και με ακόμη μεγαλύτερες επισφάλειες για τον κόσμο της εργασίας, την κοινωνία ως σύνολο, και το περιβάλλον.
(Για περισσότερα στοιχεία για την κυβερνητική πολιτική, βλέπε στη Γραπτή Εισήγησή μου για τον Προϋπολογισμό έτους 2007 στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.dragasakis.gr)
(*) Βουλευτής ΣυΡιζΑ