Δήλωση της Νάντιας Βαλαβάνη,
υποψήφια βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ, Β’ Αθήνας
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τις φίλες και τους φίλους, τους παλιούς και νεότερους συναγωνιστές και συντρόφους και, προπαντός, τους περισσότερους από 10.000 γυναίκες και άντρες σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας που, αγκαλιάζοντας το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, με τίμησαν προσωπικά μέχρι τη θέση της πρώτης επιλαχούσας στο ψηφοδέλτιο της Β’ Αθήνας. Πολιτικά παραμένω απόλυτα δεσμευμένη απέναντί τους.
Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τις συμπολίτισσες και τους συμπολίτες της ιδιαίτερης πατρίδας μου, του Ηρακλείου που, συνεκτιμώντας και την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση-τομή του νομού τα δύο τελευταία χρόνια από τον Αλέκο Αλαβάνο, έκαναν δυνατή τη συνέχιση αυτής της εκπροσώπησης. Πιστεύω ότι θα παραμείνουν εξίσου απαιτητικοί για μια ριζοσπαστική και αγωνιστική εκπροσώπηση, μακριά από άσκηση δημόσιων σχέσεων, απέναντι στα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει πόλη και ύπαιθρος, κόντρα σε βαθιά ριζωμένες πελατειακές πρακτικές και πολύ μεγάλα συμφέροντα.
Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτέλεσε συντριπτική καταδίκη όχι μόνο ενός κόμματος, κυβερνητικού υπεύθυνου για την παρακμή των τελευταίων πέντε χρόνων και για τη χειρότερη περίοδο διακυβέρνησης από τη μεταπολίτευση, αλλά, πριν απ’ όλα, μιας πολιτικής. Της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, που σε επιταχυνόμενους, μετά τις κυβερνήσεις Σημίτη, ρυθμούς συνέχισε να παραδίδει το δημόσιο πλούτο στα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. Και σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης, με επιθετικές πολιτικές ανάκαμψης των κερδών, επιδείνωσε τη ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζόμενων ανθρώπων.
Η καταδίκη αυτής της πολιτικής προκάλεσε την άνετη νίκη του ΠΑΣΟΚ. Ένα βήμα πριν από την υποβολή των νέων προγραμμάτων “σταθεροποίησης” και “διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων” στις Βρυξέλλες, αυτό δεν θα πρέπει να το ξεχνά η καινούρια κυβέρνηση.
Στις συνθήκες αυτές, το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ, σημαντικά πάνω από τις προγνώσεις, αποτελεί μια πολιτική επιτυχία, την οποία είχε απόλυτη ανάγκη η κοινωνική Αριστερά. Οφείλεται, πριν απ’ όλα, στην ανιδιοτέλεια, την πίστη και τη μεγάλη γενναιότητα με την οποία ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ, αν και τραυματισμένος, έδωσε μια δύσκολη μάχη. Ισοδυναμεί ουσιαστικά με μια σπάνια στην πολιτική πάλη, δεύτερη δυνατότητα επανάκαμψης της δικής μας πολιτικής Αριστεράς στο ρόλο μιας ουσιαστικής αντιπολίτευσης. Το αποτέλεσμα είναι, ταυτόχρονα, σημαντικά κάτω από τις δυνατότητές μας, ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες κατάρρευσης των βασικών υποστηριχτών και απολογητών των πολιτικών, απέναντι στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ άσκησε ουσιαστική αντιπολίτευση μέσα στη Βουλή, στα κινήματα και στους αγώνες, την προηγούμενη διετία. Και ακόμα μακρύτερα από το “άνοιγμα” προς την ενωτική, ριζοσπαστική Αριστερά, που αποτυπώθηκε σ’ ένα, μοναδικό ιστορικά, εγχείρημα προσέγγισης του χώρου μας από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους –με δική τους πρωτοβουλία– ένα χρόνο πριν.
Ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ, με το ζωντανό του παράδειγμα, δίνοντας τη μάχη, έδειξε τι ΣΥΡΙΖΑ χρειαζόμαστε, τις μεγάλες δυνατότητες μιας ενωτικής, ριζοσπαστικής Αριστεράς που κρατάει ανοιχτές τις γραμμές και το μυαλό της στις ανάγκες της συντριπτικής πλειοψηφίας της εργαζόμενης κοινωνίας – και γι’ αυτό αποτελεί κοινωνική ανάγκη. Στις συνθήκες της μεγάλης οικονομικής κρίσης και της επίθεσης ενάντια στη ζωή των ανθρώπων, αυτή η δυνατότητα θα πρέπει να περιφρουρηθεί με όσο γίνεται αποτελεσματικότερο τρόπο μέσα στη Βουλή και, προπαντός, στους δρόμους, στα κινήματα και στους αγώνες. Από κοινού, με τη δρομολόγηση συλλογικότερων από τις όποιες ατομικές προσπάθειες διαδικασιών, για μια αξιακή επαναθεμελίωση της Αριστεράς που χρειαζόμαστε. Σε σύνδεση και με μια “ολική επαναφορά” ενός ουσιαστικού ενδιαφέροντος για οργανικές, αμφίδρομες σχέσεις με τους ανθρώπους της διανόησης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στο πλαίσιο μιας “επανίδρυσης” των θεσμών του λαϊκού και του εργατικού κινήματος.
Επειδή μια Αριστερά, χωρίς πραγματικά εναλλακτικές αξίες, είναι μια Αριστερά που έχει χάσει την ψυχή της και δεν έχει λόγο ύπαρξης ούτε για τους ίδιους τους αριστερούς. Κι επειδή μια πολιτική Αριστερά με “αδιαμεσολάβητη” σχέση με τις μάζες, χωρίς την παρεμβολή εργατικών σωματείων και κάθε άλλου είδους θεσμικών και άτυπων συλλογικοτήτων, είναι μια Αριστερά-πουκάμισο αδειανό: “αντιπροσωπεύοντας” τους εργαζόμενους, τους καθηλώνει σε ρόλο ψηφοφόρων ή προσωρινά εντυπωσιασμένων αλλά αμέτοχων παρατηρητών κάθε είδους εκδηλώσεων ακτιβισμού. Το θέμα όμως που θα την κρίνει και, μαζί μ’ αυτή θα κρίνει και τη δυνατότητα αλλαγής των πραγμάτων, θα είναι η συμβολή της στο μετασχηματισμό των εργαζόμενων σε δρώντα πολιτικά υποκείμενα.