ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: “ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ”, του Δ.Μπελαντή

τ.213, 23/2/2007 (σε ένθετο οι σελίδες της Αριστεράς με αφιέρωμα στην εποχή μας)

Για την ενότητα της Αριστεράς

Δημήτρης Μπελαντής  *

1.Η κοινή και ενωτική δράση της Αριστεράς στα μέτωπα της λαϊκής πάλης κατά των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και κατά του νεοφιλελευθερισμού ως πολιτικής τους συμπύκνωσης αποτελεί ανάγκη εδώ και πολλά χρόνια – ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές αδυναμίες ή και απροθυμίες των συνιστωσών της. Στη σημερινή συγκυρία, όμως, η αναγκαιότητα αυτή καθίσταται προφανής. Έχουμε μπροστά μας μια νίκη του μαζικού κινήματος πολύ σημαντικής εμβέλειας: την ήττα και -όπως φαίνεται -την οριστική υποχώρηση του εγχειρήματος αντιδραστικής συνταγματικής αναθεώρησης. Οι κοινωνικές δυνάμεις της νεολαίας και των εργαζομένων διεμβόλισαν την πολιτική σκηνή και υποχρέωσαν το σοσιαλφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ να άρει την υποστήριξή του. Πρόκειται για νίκη ίσου διαμετρήματος με την απόσυρση του ασφαλιστικού Γιαννίτση το 2001. Οι απόψεις (π.χ. ΚΚΕ) που δεν βλέπουν παρά έναν πολιτικό ελιγμό του Γ. Παπανδρέου είναι στον πυρήνα τους ηττοπαθείς. Δεν πιστεύουν ότι το κίνημα μπορεί να καταβάλει νίκες άλλες από την εκλογική ενδυνάμωση του εαυτού τους με τη μορφή της εκπροσώπησης ηττώμενων κοινωνικών θραυσμάτων. Με αυτήν την έννοια χαρακτηρίζονται και από έναν ιδιόμορφο κοινοβουλευτικό κρετινισμό παρά τις «επαναστατικές» ρητορείες τους.

Η νίκη αυτή κινδυνεύει, όμως, να μείνει ανολοκλήρωτη αν το κίνημα δεν επιμείνει στις θέσεις του και δεν οδηγήσει στη συνολική απόσυρση των μέτρων για τα ΑΕΙ (π.χ. νέος νόμος- πλαίσιο). Η Αριστερά οφείλει να ξεπεράσει τις αντιφάσεις της (αποχωρώντας λ.χ. ως προς την κοινοβουλευτική της πτέρυγα από τη συνολική διαδικασία αναθεώρησης και μη φοβούμενη να κριτικαρισθεί ως «αντιθεσμική»), να εντείνει τις ενωτικές της πρωτοβουλίες πάνω σε στόχους πάλης και όχι πάνω σε έναν αφηρημένο προγραμματικό λόγο και να αξιοποιήσει τις όψεις κρίσεις εκπροσώπησης εντός των αστικών κομμάτων (κρίση ΠΑΣΟΚ, ακροδεξιά ανοίγματα Ν.Δ.) όχι με μια σοσιαλδημοκρατική ενωτολογία χωρίς αποδέκτη (όπως π.χ. επιζητεί η «δεξιά» τάση του ΣΥΝ) αλλά με την ανάδειξη ενός τρίτου πολιτικού πόλου στην ελληνική κοινωνία. Τόσο η εμπειρία των δημοτικών εκλογών όσο και το νεολαιίστικο και εκπαιδευτικό κίνημα αποτελούν ήδη θετικές παρακαταθήκες της ενότητας της Αριστεράς. Δείχνουν ότι έχουμε δύναμη.

2.Πράγματι, η διαμόρφωση ενός πολιτικού προγράμματος πάλης κατά του νεοφιλελευθερισμού από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της Αριστεράς είναι απολύτως επείγουσα. Μάλιστα, αυτή η διαδικασία όχι μόνον δεν αποκλείει την ιδιαίτερη πολύμορφη συγκρότηση της ριζοσπαστικής/ αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πέραν του ΣΥΝ αλλά συμβαδίζει και αλληλοτροφοδοτείται με αυτήν. Χρειάζεται όμως να είμαστε κάπως προσεκτικοί. Το μέτωπο αυτό χρειάζεται να είναι οριοθετημένο τόσο προς τα αριστερά (τους ποικίλους δήθεν προγραμματικούς σεχταρισμούς και ενδοστρέφειες) όσο και προς τα δεξιά (τη λογική μιας πληθυντικής κυβερνητικής Αριστεράς γαλλικού τύπου). Να ξεκόβει οριστικά από κάθε λογική κυβερνητισμού και «ανάληψης ευθυνών» σε «προοδευτική κατεύθυνση». Αν και όσο δεν αλλάζουν ριζικά οι πολιτικοί συσχετισμοί εθνικά και διεθνώς, κάθε λογική διακυβέρνησης οδηγεί την Αριστερά στο άρμα της αστικής διαχείρισης. Εν τέλει, είμαστε κόμμα «άμυνας και διαμαρτυρίας» και όχι διακυβέρνησης και πολύ καλά κάνουμε!

Ένα τέτοιου τύπου πολιτικό μέτωπο δεν μπορεί να στηρίζεται απλώς σε μια συμφωνία οργανώσεων και να δίνει την εικόνα «εμπορικής διαπραγμάτευσης». Θα πρέπει να στηριχτεί στις μαζικές κινηματικές πρωτοβουλίες κάθε μορφής (εργασιακά σχήματα, αυτοδιοικητικά σχήματα, νεολαιίστικα και φοιτητικά σχήματα, θεματικές παρεμβάσεις κλπ, πρωτοβουλίες κατά του εντεινόμενου κρατικού αυταρχισμού) και να συνομιλήσει μαζί τους. Θα χρειασθεί μια συντακτικού τύπου διαδικασία με τη μορφή τόσο συντονιζόμενων παρεμβάσεων όσο και πανελλαδικών διαδικασιών. Ο ρόλος των ανένταχτων αριστερών και κομμουνιστών με κινηματική δράση θα είναι σε κάθε περίπτωση κρίσιμος, χωρίς αυτό να σημάνει την υποτίμηση της δράσης των υπαρκτών οργανώσεων ή τη δράση των ανένταχτων μόνον ως συγκολλητικού υλικού. Προτάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση όπως αυτές που έχουν εκφράσει κατά καιρούς η ΚΟΕ ή η ΑΚΟΑ είναι εξαιρετικά θετικές. Δεν παύουν, όμως, να υπάρχουν σημαντικά εμπόδια, όπως η γραφειοκρατική λογική των υπαρκτών κομμάτων και οργανώσεων (ιδίως –αλλά όχι μόνο– του ΣΥΝ), η τάση εκλογοκεντρικής έμφασης ή η «διπλή γλώσσα» που συχνά αναπτύσσεται από πολλές πλευρές («άλλα θέλουμε και άλλα λέμε»). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψη της ομοσπονδιακής συγκρότησης των φορέων ενός τέτοιου μετώπου, είναι, όμως, πολύ αμφίβολο το αν συντρέχουν ήδη οι υποκειμενικοί όροι για κάτι τέτοιο και, επίσης, εξακολουθεί να είναι έγκυρη η θέση ότι υπάρχουν διαφορετικές στρατηγικές στοχεύσεις (π.χ. ο ΣΥΝ αποστασιοποιημένος πλέον από τον σοσιαλφιλελευθερισμό δεν παύει να εμφορείται από μια ιδεολογία «έντιμου» κατ’ αρχήν αριστερού μεταρρυθμισμού).

Η Αριστερά οφείλει, επίσης, να αναμετρηθεί με το ογκούμενο σήμερα φαινόμενο της διάχυτης κοινωνικής και πολιτικής βίας. Δεν φτάνει να λέμε ότι η μειοψηφική βία δεν πρέπει να γίνει το άλλοθι για την παγίωση του «αντιτρομοκρατικού αυταρχισμού» και της περιστολής των ελευθεριών. Είναι αυτονόητο – το λέει χαμαιλεοντικά ακόμη και το ΠΑΣΟΚ. Η ογκούμενη επιβολή της καθεστωτικής βίας στην κοινωνία –με τρόπο δομικά αλλά και υλικά βίαιο– δημιουργεί αντισυσπειρώσεις και μοριακές εκρήξεις, από τους αναρχικούς στις πορείες ως τις αυξανόμενες ληστείες και την ανάδυση μιας νέας «αριστερής τρομοκρατίας». Ίσως μια μορφή της «έκρηξης των γαλλικών προαστίων» να μην είναι μακριά και στην Ελλάδα. Τίθεται το ερώτημα: Μια μαχητική και αγωνιζόμενη Αριστερά απλώς θα αφορίζει την «τυφλή βία»; Ή θα αναζητήσει σημεία επαφής με αυτά τα δυναμικά, στα οποία όντως μετέχουν κοινωνικά στρώματα συνθλιβόμενα; Εν τέλει μόνο η οιονεί ακροδεξιά θα αναγνωρίζει την ύπαρξη κοινωνικής βίας στην Ελλάδα; Αυτή η βία δεν συνδέεται αναγκαστικά με τις επιπτώσεις της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στη χώρα μας; Δεν εκφράζει μια κρίση νομιμότητας; Μήπως γίναμε τόσο «μεσοστρωματικοί» κοινωνικά ώστε να μην μπορούμε πλέον να την αναγνωρίσουμε;

Τέλος, το ζήτημα του ΚΚΕ. Οι κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπεί το ΚΚΕ είναι αναγκαίος δέκτης αυτής της πρόσκλησης και το χέρι προς αυτό πρέπει να παραμείνει απλωμένο. Αν σήμερα η στάσιμη «επιτυχία» του ΚΚΕ ως πρώτου κοινοβουλευτικά κόμματος της Αριστεράς του επιτρέπει να αναπαράγει τον αυτιστικό σεχταρισμό του, το αύριο μπορεί να είναι διαφορετικό και να απελευθερώσει διαδικασίες και σε σχέση με το κόμμα αυτό.

 3.Το ζήτημα της εκλογικής συσπείρωσης και μάλιστα με τρόπο που θα διευρύνει τα σημερινά όρια του ΣυΡιζΑ –με δεδομένη και την στασιμότητα του σχήματος– είναι υπαρκτό. Διαμορφώνονται λόγω συγκυρίας οι προϋποθέσεις για μια εκλογική συσπείρωση ενός σημαντικού τμήματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, κοινωνικών και κινηματικών μορφωμάτων/πρωτοβουλιών καθώς και των δυνάμεων ενός «τίμιου αριστερού μεταρρυθμισμού» στο βαθμό που έχει αγωνιστικές πρακτικές.

Πέρα όμως από την κατ’ αρχήν συμφωνία, αρχίζουν τα δύσκολα.

Πρώτα απ’ όλα το εύρος. Είναι δεδομένο ότι το ΚΚΕ αλλά και μεγάλο τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς δεν θα μετάσχουν (θα ήταν ιδιαίτερα επιθυμητή μια μετωπική συσπείρωση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στο σύνολό της έστω και με τον ΣΥΝ μόνο αλλά και αυτό είναι αδύνατο). Ακόμη κι έτσι μια εκλογική παρέμβαση των «προθύμων» είναι ορθή.

Η διαδικασία συνιστά και αυτή ένα κρίσιμο μέγεθος. Όσον αφορά τη διαμόρφωση του προγράμματος σε σαφή αντιπαράθεση με το νεοφιλελευθερισμό και τους φορείς της αστικής πολιτικής αλλά και όσον αφορά την αντιπροσωπευτικότητα μιας εκλογικής παρέμβασης. Διαδικασίες όπως αυτές του ΣυΡιζΑ μετά τις εκλογές του 2004 υπήρξαν τραυματικές και δεν θα πρέπει να επαναληφθούν. Η πολιτική απόφαση να αντιπροσωπευθούν με τον καλύτερο τρόπο οι δυνάμεις μιας τέτοιας πρωτοβουλίας και κοινοβουλευτικά όχι μόνο δεν είναι αντιδημοκρατική αλλά έχει πολλά προηγούμενα διεθνώς. Αν υπάρχει διάθεση, ο τρόπος μπορεί να βρεθεί.

Η επόμενη μέρα είναι, τέλος, ένα ζήτημα καθοριστικής σημασίας. Εκλογικές πρωτοβουλίες με πολιτικάντικο χαρακτήρα που δεν εγγράφονται στη συνεχή στήριξη του κινήματος και δεν θέτουν το ζήτημα των μόνιμων πολιτικών διαδικασιών ενός υπό διαμόρφωση αριστερού πόλου σκορπούν την απογοήτευση και δεν έχουν μέλλον.

Η παρούσα πολιτική συγκυρία ευνοεί τους τολμηρούς.

*Δικηγόρος, μέλος της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας