Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ: Η “ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ” ΑΡΧΙΣΕ ΠΡΙΝ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΟΙ ΚΑΛΠΕΣ

τ.227, 21/09/2007

Η άποψή μας

Η «επόμενη μέρα» άρχισε πριν κλείσουν οι κάλπες…

Οι κυβερνήσεις της μεγαλοαστικής τάξης υπάρχουν για να εφαρμόζουν το πρόγραμμα και τα μέτρα που ευνοούν τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα του ανώτερου και ιδιαίτερου τμήματος της αστικής τάξης, που αποτελείται από τους βιομηχάνους, τους τραπεζίτες, τους εφοπλιστές, τους μεγαλοκατασκευαστές, τους μεγαλεμπόρους, τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη πολυεθνικών εταιριών ή του κρατικού μηχανισμού, τους καναλάρχες και ιδιοκτήτες ΜΜΕ, τους μεγάλους μιζαδόρους-τρωκτικά.

Ο δικομματισμός, ισχυρός ή αδυνατισμένος, αποτελεί πολιτική έκφραση αυτών των συμφερόντων ή είναι υποχρεωμένος, αν θέλει να έχει κάποιο ρόλο, να υπηρετεί τα συμφέροντά τους. Μεταφορικά, το προσωπικό των κυβερνήσεων και του πολιτικού κόσμου του δικομματισμού είναι «υπάλληλοι» των συμφερόντων αυτών. Έτσι, παρά την τραυματισμένη εικόνα του δικομματισμού και τις απώλειες και των δύο κομμάτων, υπάρχει κυβέρνηση που πρέπει να προωθήσει τις «μεταρρυθμίσεις» (και αυτό κάνει) και υπάρχει μια αξιωματική αντιπολίτευση σε βαθιά κρίση – γεγονός που λύνει σε ένα βαθμό τα χέρια της κυβέρνησης να προχωρήσει στο «μεταρρυθμιστικό» έργο. Πριν ακόμα ανοίξουν οι κάλπες, η κυβέρνηση Καραμανλή, παραχωρώντας μια έκταση 2.600 στρεμμάτων στην παραλιακή γραμμή Ζαχάρως-Γιαννιτσοχωρίου για τουριστική εκμετάλλευση, έδειξε πόσο ειλικρινής είναι όταν δηλώνει πως «όπου ήταν δάσος θα ξαναγίνει δάσος». Όπου ήταν δάσος και κάηκε εκεί θα πάει τσιμέντο και κατασκευαστικές τουριστικές επιχειρήσεις, ενώ οι πυροπαθείς γρήγορα θα διαπιστώσουν την ευρύτατη εγκατάλειψή τους. Μοιάζει με διαβολικό παιχνίδι της «θείας πρόνοιας» η κατάκτηση 4 εδρών της ΝΔ ειδικά στο νομό Ηλείας, όπου έρχονταν μάλιστα δεύτερο κόμμα. Τι ειρωνικά παιχνίδια που παίζει ένας εκλογικός νόμος του ΠΑΣΟΚ σε μια πράσινη περιοχή που κατακάηκε φέτος το καλοκαίρι… Η κίνηση αυτή, να παραχωρηθούν περιοχές όπου απαγορεύονταν κάθε δόμηση και εκμετάλλευση –στην οποία είναι συμμέτοχη μια πλευρά του ΠΑΣΟΚ και του κατασκευαστικού κόσμου που συνδέεται και με το ΠΑΣΟΚ και με τη ΝΔ– δείχνει τον κυνισμό και τις ειλημμένες αποφάσεις από όλα τα επιτελεία για το προχώρημα των «μεταρρυθμίσεων».

Η σύνθεση της νέας κυβέρνησης δεν αφήνει καμία αμφιβολία. Δεν πάρθηκε κανένα μήνυμα από το λαό και την καταδίκη των νεοφιλελεύθερων επιλογών. Ο σκληρός πυρήνας της νέας κυβέρνησης είναι ίδιος και απαράλλαχτος, επομένως θα συνεχιστεί και θα επιταχυνθεί η ίδια πολιτική.  Έγινε, φυσικά, ένα «λίφτινγκ» επικοινωνιακού χαρακτήρα. Aπομακρύνθηκαν κραυγαλέες περιπτώσεις και προσλήφθηκαν νέοι σαραντάρηδες ώστε να υπάρχει η επίφαση ανανέωσης και ανάδειξης νέων στελεχών.

Η κρίση που μαστίζει το ΠΑΣΟΚ είναι προϊόν και αποτέλεσμα μιας κραυγαλέας διάστασης ανάμεσα σε μια λαϊκή βάση που πλήττεται από το νεοφιλελευθερισμό, και σε μια ηγεσία που συμπεριφέρθηκε σαν συμπολίτευση σε μια κυβέρνηση που επιθετικά εφάρμοσε το νεοφιλελευθερισμό. Μια ηγεσία που ταυτόχρονα αποδείχτηκε ανίκανη: α) να απαλλαγεί από παρελθόν της, β) να προβάλλει σαν μια αντιπολιτευτική δύναμη, γ) να προβάλλει σαν μια πειστική εναλλακτική (έστω διαχειριστική) δύναμη. 

Έτσι, σαν συνδυασμένο αποτέλεσμα της πίεσης που θα ασκήσει ο επιχειρηματικός κόσμος, η ΕΕ και τα μεγάλα οικονομικά κέντρα, θα επιχειρηθεί να προωθηθούν με γρήγορο τρόπο οι μεταρρυθμίσεις και να ξεδιπλωθεί η «ατζέντα» της μεγαλοαστικής τάξης: κίνητρα και φοροαπαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο, μεγαλύτερη ευελιξία και «απελευθέρωση» των εργασιακών σχέσεων, αλλαγές στο ασφαλιστικό, ιδιωτικοποιήσεις και εκμετάλλευση κάθε δημόσιου χώρου που μπορεί να προσφέρει κέρδη, υπεράσπιση όλων των μονοπωλιακών καταστάσεων που οδηγούν σε υπερκέρδη. Ακόμα –για να μην ξεχνιόμαστε– υπάρχει δέσμευση πως θα επιτελέσει η χώρα όλες τις ευρωατλαντικές «συμμαχικές» υποχρεώσεις της, που ερμηνεύεται σαν πειθήνια υπόκλιση σε όλα τα κελεύσματα των ΗΠΑ στην περιοχή. 

Οι χαμηλές επιδόσεις του δικομματισμού δεν οδηγούν σε μια αναπροσαρμογή των πολιτικών του, αλλά, αντίθετα, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη σε μια φυγή προς τα μπρος για να ανακτήσει θέσεις, να εφαρμόσει μέτρα και νόμους, να εμφανιστεί ξανά σαν αδιαφιλονίκητος ρυθμιστής, να δείξει ότι ξεπέρασε την κρίση του τελευταίου διμήνου και, παρ’ ότι πιο αδύνατη κοινοβουλευτικά, είναι ακόμα το ισχυρό άλογο (πολιτικά) της αστικής τάξης.

Η τοποθέτηση του κ. Χηνοφώτη στο νέο Yπουργείο Eσωτερικών, που συγχωνεύτηκε με το παλιό Δημόσιας Tάξης, στη θέση υφυπουργού με αρμοδιότητες τήρησης της τάξης, έχει τη συμβολική της σημασία: Ένας στρατιωτικός αναλαμβάνει να οργανώσει την καταπολέμηση της λαϊκής αντίστασης σε μια κατάφωρα αντιδραστική πολιτική που θα εφαρμοστεί.

Όλα οδηγούν σε ένα καθαρό συμπέρασμα: Θα δοκιμαστούμε όλοι από την επίθεση που θα συνεχιστεί με αμείωτη ένταση.

Και στο σημείο αυτό, έχει ιδιαίτερη σημασία προς τα πού και με ποιο τρόπο θα επενδυθεί πολιτικά η σημαντική εκλογική ενίσχυση της Αριστεράς. Ποια πολιτική γραμμή, ποιος προσανατολισμός και ποιο σχέδιο και, κυρίως, ποιο ενωτικό πλαίσιο πρωτοβουλιών μπορεί να συσπειρώσει την απαραίτητη κρίσιμη μάζα κοινωνικής αντιπολίτευσης; Ποια μαζικά μέτωπα μπορεί και πρέπει να ανοίξουν ενωτικά, ώστε να υπάρχει μια αποτελεσματική, ρεαλιστική, ελκτική κίνηση-αντίσταση των υποτελών κοινωνικών δυνάμεων, αυτών που πλήττονται από το νεοφιλελευθερισμό; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Πατάει σε μια υπαρκτή ανάγκη, που τονίστηκε και από την ιδιαίτερη ενίσχυση του ΣYPIZA, δηλαδή της πιο ανοιχτής, ενωτικής συσπείρωσης αριστερών δυνάμεων, και από τη δηλωμένη ανάγκη/απαίτηση των λαϊκών ανθρώπων για απλές, κατανοητές, σαφείς, κατηγορηματικές απαντήσεις στα ερωτήματα και στις πολιτικές επιλογές κάθε κόμματος, κάθε συσπείρωσης, κάθε πρότασης. Δηλαδή, συνυπάρχουν δύο απαιτήσεις: Nα είναι σαφής και η αριστερή πολιτική απάντηση και διακριτός ο ενωτικός χαρακτήρας. Aν ένα από τα δύο στοιχεία δεν είναι σε επαρκή βαθμό τονισμένο, αν δεν πληρείται σαν αναγκαία συνθήκη, αρκεί για να ακυρώσει –στο ουσιαστικό πεδίο της καθημερινής πρακτικής εφαρμογής των πολιτικών– την όποια καλή εκλογική πορεία του οποιουδήποτε αριστερού κόμματος/συσπείρωσης.

Ο ΣYPIZA έπεισε γιατί, σε ένα βαθμό, κατόρθωσε να συνδυάσει το «αριστερά και ενωτικά» σε έναν επαρκή για την περίοδο βαθμό. Αν ο συνδυασμός αυτός ήταν πιο έντονος, πιο καθαρός και απαλλαγμένος από βάρη του παρελθόντος –που θόλωναν ιδίως το «αριστερά»– θα ήταν ακόμη καλύτερα τα πράγματα. Από όλους τους χώρους της Αριστεράς, μόνο ο ΣYPIZA μπόρεσε να ζεστάνει τον κόσμο της Aριστεράς, να αναπτερώσει τις ελπίδες και να δώσει ένα «χαρμάνι» κινηματικής και πολιτικής δράσης που να εμπεριέχει ένα ριζοσπαστισμό και μια ενωτική αντίληψη. Οι άλλοι χώροι –και ιδίως το ΚΚΕ– συνεχίζουν να  περιχαρακώνονται και να δίνουν μια «απογειωτική» διάσταση στο στοιχείο του «αριστερά», σε τέτοιο βαθμό που να μην αποτελεί κίνδυνο για τους κυβερνήτες. Παράλληλα, η πεισματική άρνηση στο «ενωτικά» επί της ουσίας διευκολύνει το πέρασμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.

Η Αριστερά δεν επιτρέπεται να βρίσκεται σε διαφορετικές πλατείες, σε διαφορετικές ώρες, με διαφορετικά πλαίσια, αλλά στον ίδιο δρόμο, την ίδια στιγμή, με κοινή μίνιμουμ γραμμή, ξεκινώντας από την υπεράσπιση των λαϊκών αναγκών ενάντια στη νεοφιλελεύθερη επέλαση. Όλα τα υπόλοιπα θα καταλογιστούν ως μικροπολιτική, ως ανεμομαζώματα και ανεμοσκορπίσματα…